σάο τομέ

σάο τομέ

Φωτογραφίες

Σάο Τομέ & Πρίνσιπε


🇸🇹

Το São Tomé & Príncipe είναι ένα μικρό νησιωτικό κράτος της Αφρικής με πληθυσμό 200.000 κατοίκων, το οποίο αποτελείται από δύο νησιά ομώνυμα του κράτους. Ανακαλύφθηκε το 15ο αιώνα από τους Πορτογάλους που το έκαναν κτήση τους και μεταξύ άλλων αποτέλεσε σταθμό δουλεμπορίου, ενώ παρέμεινε αποικία έως το 1975.
Η πρωτεύουσα Sao Tome, αλλά και άλλοι οικισμοί, διατηρούν την αποικιακή αρχιτεκτονική που προσδίδει μια εξωτικά γοητευτική ατμόσφαιρα.
Στα νησιά καλλιεργείται κακάο και καφές που μαζί με τις φυτείες φοινικέλαιου αποτελούν το κύριο εγχώριο προϊόν, ενώ τα περισσότερα αγαθά εισάγονται.
Οργιώδης τροπική βλάστηση κατακλύζει το εσωτερικό των νησιών και ένα σπάνιο γεωλογικό φαινόμενο στο νησί Sao Tome συνθέτει ένα κοσμογονικό σκηνικό. Πρόκειται για το Pico Cao Grande, μια μονολιθική αιχμή από γρανίτη που ξεπροβάλλει για πάνω από 370μ από το περιβάλλον πεδίο. (660μ από την επιφάνεια της θάλασσας) αποτελώντας ορόσημο της χώρας αυτής. Δημιουργήθηκε στην πλειόκαινο περίοδο (περίπου 3 εκατομμύρια χρόνια πριν) από την τήξη μάγματος στον κρατήρα ηφαιστείου, του οποίου το περίβλημα διαβρώθηκε με το χρόνο.
Η χώρα θεωρείται από τις λιγότερο επισκέψιμες, όχι μόνο στην Αφρική αλλά και στον κόσμο. Όμως προσωπικά είδα αρκετούς λευκούς, σε αντίθεση με άλλες χώρες που δεν είδα σχεδόν κανέναν (Ερυθραία, Σουδάν, Νότιο Σουδάν, Μπανγκλαντές κλπ)

Άνθρωποι

Οι κάτοικοι του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, ονομάζονται Santomeans και συνθέτουν μια ποικιλόμορφη και ζωντανή κοινότητα με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Επίσημη γλώσσα είναι τα πορτογαλικά.

Ο πληθυσμός, περίπου 200.000 άτομα, είναι ένα μείγμα αφρικανικών, ευρωπαϊκών (κυρίως πορτογαλικών) και κρεολικών επιρροών. Οι κύριες εθνοτικές ομάδες περιλαμβάνουν τους Φόρος,  απόγονους απελευθερωμένων Αφρικανών σκλάβων που εγκαταστάθηκαν στα νησιά, τους Ανγκολάρες,  απόγονους σκλάβων από την Αγκόλα που λέγεται ότι επέζησαν από ναυάγιο τον 16ο αιώνα. Επίσης Πορτογάλοι και άλλοι Ευρωπαίοι αποτελούν μια μικρή αλλά σημαντική κοινότητα.

Οι Santomeans είναι φιλήσυχοι και η καθημερινότητα κυλά στυς αργούς ρυθμούς των τροπικών αυτών νησιών. Η φράση “Leve-Leve” (που σημαίνει “πάρ’ το χαλαρό”) αντανακλά τη χαλαρή και χωρίς άγχος προσέγγισή τους στη ζωή.

Πολλοί άνθρωποι ζουν στην πόλη του Σάο Τομέ, την πρωτεύουσα, ενώ άλλοι κατοικούν σε μικρές αλιευτικές ή αγροτικές κοινότητες. Ενώ η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη βελτιώνονται, τα οικονομικά προβλήματα και τα ποσοστά φτώχειας παραμένουν έντονα, όπως τυπικά συμβαίνει στην Αφρική.

Oι κάτοικοι των νησιών είναι φιλήσυχοι και η καθημερινότητα κυλά στους αργούς ρυθμούς των τροπικών αυτών νησιών.


Τόποι

H Νήσος Σάο Τομέ είναι το μεγαλύτερο από τα δύο νησιά, με μήκος περίπου 50 χλμ και πλάτος 32 χλμ. Πρόκειται για ορεινό νησί, καλυμμένο με πυκνά τροπικά δάση, με το ανενεργό ηφαίστειο Πίκο ντε Σάο Τομέ (2.024 μέτρα), την υψηλότερη κορυφή της χώρας. Έχει τροπικό κλίμα με υψηλές βροχοπτώσεις, πλούσια βιοποικιλότητα και μοναδική άγρια ζωή, συμπεριλαμβανομένων ενδημικών ειδών πουλιών. Υπάρχουν σημαντικές φυτείες κακάο και καφέ.

Το οικονομικό και πολιτικό κέντρο της χώρας, είναι η πρωτεύουσα, πόλη του Σάο Τομέ. Έχει έντονη πορτογαλική αποικιακή επιρροή στην αρχιτεκτονική, τον πολιτισμό και τη γαστρονομία.

Η Νήσος Πρίνσιπε είναι πολύ μικρότερη από το Σάο Τομέ, με μήκος περίπου 19 χλμ και πλάτος 8 χλμ, και πληθυσμό λιγότερο από 10.000 κατοίκους. Όπως το Σάο Τομέ, είναι ηφαιστειογενής και ορεινή, με πυκνή βλάστηση. Η υψηλότερη κορυφή είναι το Πίκο ντε Πρίνσιπε (948 μέτρα). Έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενη περιοχή της UNESCO, για την ανέγγιχτη φυσική ομορφιά και τα σπάνια είδη. Η πρωτεύουσα Σάντο Αντόνιο είναι η μικρότερη πρωτεύουσα της Αφρικής.

Και τα δύο νησιά συνδυάζουν αφρικανική και πορτογαλική κουλτούρα, προσφέροντας ένα μείγμα ιστορίας, φυσικής ομορφιάς και βιοποικιλότητας



Δυο κουκκίδες στον ωκεανό

Δεκέμβριος  2024

Τη νησιωτική αυτή χώρα αποφάσισα να την εξερευνήσω σε ένα solo ταξίδι που μου έδωσε την ελευθερία να κινηθώ χωρίς πρόγραμμα και να απολαύσω τον τόπο στο έπακρο. 

Mετά από ένα όμορφο 24ωρο στη Λισαβώνα, επιβιβάζομαι στην πτήση για τη νησιωτική, πρώην αποικία των Πορτογάλων. Η είσοδος στη χώρα είναι απλή υπόθεση καθώς δεν απαιτείται βίζα, ενώ μια υπάλληλος προτίθεται να μου ανταλλάξει συνάλλαγμα ανεπίσημα. Έχω συνεννοηθεί με το σπιτονοικοκύρη του δωματίου που θα διαμείνω για να έρθει να με παραλάβει με αντίτιμο €10. Ευτυχώς που έκανα αυτή την επιλογή, γιατί το κατάλυμα είναι σε εντελώς λάθος θέση στο google maps. Μια αλλιώτικη Αφρικανική, αύρα θαλασσινή με συνεπαίρνει στη διαδρομή. Φτάνοντας μέσα στο σκοτάδι, διασχίζουμε κάποιες αυλές για να καταλήξουμε στο δωμάτιο που είναι πολύ λιτών προδιαγραφών και όχι ιδιαίτερης καθαριότητας. Ο ιδιοκτήτης μιλάει ελάχιστα αγγλικά και του προτείνω να πάμε καμιά βόλτα για μπύρες. Το γειτονικό μπαράκι είναι άδειο αλλά μου αρκεί. Αργότερα θα περπατήσουμε και μέχρι το κέντρο της μικρής πόλης όπου πλήθος είναι συνωστισμένο και διασκεδάζει με συνοδεία μουσικής και μπύρας. Είναι Σαββατόβραδο. 

Το επόμενο πρωί μου φέρνουν το ενοικιαζόμενο αμάξι στο κατάλυμα, τέτοια εξυπηρέτηση σπάνια είχα. Πρόκειται για ένα μικρό Suzuki με το οποίο ευελπιστώ να εξερευνήσω το νησί. Το road trip ξεκινά. Η πρώτη μου στάση είναι στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, όπου προμηθεύομαι κάρτα SIM του τοπικού δικτύου. Στη μικρή πόλη όμως προτιμώ να περιηγηθώ με τα πόδια, εντυπωσιασμένος από τα όμορφα αποικιακά κτίρια που διατηρούνται και ανάμεσά τους λίγα σύγχρονα κτίσματα. Το κέντρο του Σάο Τομέ είναι ο καθεδρικός ναός του 16ου αιώνα, όπου σήμερα τελείται η Κυριακάτικη λειτουργία. Μια βόλτα με το αμάξι με οδηγεί σε ένα άλλο μνημείο, το φρούριο São Sebastião, που χτίστηκε το 1566 και τώρα φιλοξενεί το Εθνικό Μουσείο. Οι ακτές της πόλης βρέχονται από τα ζεστά νερά του ωκεανού αλλά όπου υπάρχουν παραλίες δεν είναι δελεαστικές για κολύμβηση και τα νερά είναι θολά. Εξερευνώντας την πόλη με το αμάξι πλέον συναντώ μια υπαίθρια αγορά, που μου δίνει την ευκαιρία να συναναστραφώ τους ευγενικούς ντόπιους και να βγάλω μερικές φωτογραφίες από τα πολύχρωμα εμπορεύματα που είναι σκορπισμένα στο έδαφος, κυρίως μεταχειρισμένα παπούτσια.

Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον, κάποια στιγμή αποφασίζω να φύγω και να πάρω κατεύθυνση προς το νότο του νησιού, χωρίς να ξέρω τι συνθήκες θα συναντήσω. 

O δρόμος σε αυτό το τμήμα είναι καλός, και διασχίζει σημεία εντυπωσιακού φυσικού κάλλους, με απίστευτα πυκνή ζούγκλα σε πολλά σημεία, αλλά και άλλα όπου οι φυτείες φοινικέλαιου έχουν δυστυχώς αντικαταστήσει την τοπική χλωρίδα. Λίγα μικρά χωριά με επαναφέρουν στον κόσμο των ανθρώπων, όπως τα κτίρια δε θυμίζουν σε τίποτα τη σύγχρονη εποχή.

Κάνω αρκετές στάσεις για να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους. 

Σε κάποιο σημείο έχω εντοπίσει στο χάρτη κάποια σημεία ενδιαφέροντος. Αναζητώντας τα, μερικοί νεαροί προσπαθούν να μου πουλήσουν υπηρεσίες ξενάγησης. Θεωρώ ότι δεν τις χρειάζομαι, όμως αποφασίζω να βοηθήσω οικονομικά ένα νεαρό παιδί που μιλάει κάποια βασικά αγγλικά. Αποδεικνύεται καλή επιλογή μιας και με βοήθά στο να πλοηγηθώ μέσα από το κακοτράχαλο πλακόστρωτο του οικισμού και να βρώ τα κτίρια του Roça Água-Izé, μιας σχεδόν εγκατελειμένης μονάδας φυτικής παραγωγής, με παλιά εργοστάσια, νοσοκομεία, σπίτια, τα οποία έχουν καταλάβει οι ντόπιοι κάτοικοι και είναι σε στάδιο ερείπωσης. 

Περιπλανώμαι στο κτίριο του νοσοκομείου, εντυπωσιακό και τρομακτικό συνάμα, τώρα φιλοξενεί ψυχές πουλιών, την ανθρώπινη παρουσία μαρτυρούν οι απλωμένες μπουγάδες και μερικά παιδιά που κάνουν τσουλήθρα στο καμπυλωτό στηθαίο της σκάλας.  

Μετά την περιήγηση ενημερώνω το νεαρό guide ότι σκοπεύω να πάω στο κοντινό Boca de Inferno (στόμα της κόλασης) κι εκείνος προσφέρεται να με συνοδεύσει. Πρόκειται για έναν βραχώδη σχηματισμό όπου συμπιέζεται το κύμα του ωκεανού και ξεσπά βίαια μέσα από μια μεγάλη τρύπα.

Παραπέρα, ένα μονοπάτι οδηγεί σε ένα μπαράκι με μια ξύλινη βεράντα και πανοραμική θέα αφ’ υψηλού. Είναι κλειστό, αλλά μια νεαρή σπεύδει να το ανοίξει μόλις με βλέπει, κι εγώ αποκτώ μια πολυπόθητη κρύα μπύρα.

Αποχαιρετώ το ντόπιο φίλο και συνεχίζω με νότια κατεύθυνση χωρίς να ξέρω πού θα φτάσω και πού θα κοιμηθώ. Τελικά πριν ακόμα πέσει το φως αντικρίζω για πρώτη φορά το ορόσημο της χώρας, το Pico Cao Grande. Η αιχμή του γρανιτένιου σχηματισμού ξεπροβάλλει σποραδικά πάνω από την πυκνή βλάστηση, σε κάποιο σημείο το βλέπω ευθύς εμπρός μου στον ορίζοντα του δρόμου. Λίγο παρακάτω είναι το σημείο με την ανεμπόδιστη θέα. Το θέαμα είναι φαντασμαγορικό, ένα τοπίο που ομοιάζει με την Κρητιδική περίοδο της γης. Κανένα ίχνος πολιτισμού δεν διακρίνεται, εκτός βέβαια από τον ίδιο το δρόμο και μια έρημη παράγκα στην άκρη του. Το οπτικό πεδίο ταξιδεύει πάνω από τις φυλλωσιές των μπανανόδεντρων και των φοινικιών, κάτω από τα μεγάλα πουλιά που αιωρούνται στο νεφελώδη ουρανό και που συμβάλλει στο δραματικό με κυρίαρχο τον οξύ, λείο βράχο που υψώνεται μέσα από τη ζούγκλα.

Είναι δύσκολο να πάρω το βλέμμα μου από αυτό το φυσικό θαύμα, είναι δύσκολο να προσγειωθεί ο νους μου στο ρεαλισμό του τώρα.

Πρέπει όμως να διανυκτερεύσω κάπου, και ο δρόμος από το σημείο αυτό και κάτω επιδεινώνεται απότομα. Έτσι για τη σημερινή ημέρα αποφασίζω να κατευθυνθώ προς τα πίσω, στον οικισμό Sao Joao de Angolares που απέχει περίπου 20χλμ και όπου θα καταφέρω να βρω ένα απλό αλλά υπέροχο κατάλυμα. Ένα υπερυψωμένο ξύλινο δωμάτιο θα μου χαρίσει εκπληκτική θέα και στο μικρό εστιατόριο που λειτουργεί εδώ, θα απολαύσω τα 5 πιάτα ημέρας, με κύριο ένα ολόκληρο χταποδάκι μαγειρευτό.

Ξυπνώ με το φως της μέρας θαυμάζοντας τη ζούγκλα που κατακλύζει τον περίγυρο και αγναντεύοντας την αμμουδιά που εκτείνεται πιο κάτω. Ακολουθώ το μονοπάτι που οδηγεί εκεί, κάποια παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο και άλλα πλένουν ρούχα στο ποτάμι που οδηγεί στη θάλασσα. Λίγο παραπέρα βρίσκεται μια παλιά προβλήτα και μερικά ακόμα ερειπωμένα αποικιακά κτίσματα. Ανεβαίνω το μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό. Οι κάτοικοι είναι όλοι πρόσχαροι, κάποιοι ελαφρώς ντροπαλοί με τις φωτογραφίες, όπως όλοι ανταποδίδουν την καλημέρα μου. Το μέρος μυρίζει άσχημα από ακαθαρσίες ανθρώπων και ζώων, παρασυρόμενος από βρόμικα νερά της βροχής που έχει προηγηθεί. Ο καιρός μοιάζει να ετοιμάζεται πάλι για βροχή, όμως τίποτα δε με αποσπά από αυτή τη συναρπαστική βόλτα. Για ακόμα μια φορά νιώθω ότι βρίσκομαι στο στοιχείο μου, ότι αγνοώντας αυτές τις συνθήκες ανέχειας με απορροφά η ευδαιμονία των ανθρώπων, αναζητώντας από πού πηγάζει αυτή η ανεξήγητη ευτυχία! Όμως όσο κι αν μπαίνω σε αυτό τον κόσμο, όσο κι αν παίζω με τα παιδιά και συναναστρέφομαι με τους ενήλικες, πάντα θα υπάρχει ένα χάσμα αδιαπέραστο. Δεν είναι το χρώμα του δέρματος που μας διαχωρίζει, δεν είναι οι ψυχές μας διαφορετικές, όμως η φτώχεια είναι μια πραγματικότητα που δεν παραβλέπεται, και η δική μου θέση, όσο κι αν ταπεινωθεί δε θα γίνει ποτέ όμοια με των ανθρώπων που πασχίζουν για τα βασικά της επιβίωσης.

Με αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα ξεκινώ την οδήγηση προς τον απώτερο νότο, περνώντας βέβαια και πάλι από το σημείο θέασης του μονόλιθου Pico Cao Grande.

Εδώ ξεκινά και η οδηγική περιπέτεια, καθώς το οδόστρωμα εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνει ένα σαθρό στρώμα από μαύρα χαλίκια, ότι απέμεινε από την οδική υποδομή που πιθανότατα κατασκεύασαν κάποτε οι Πορτογάλοι. Η κατασκευή είχε καλές προδιαγραφές, με αποτέλεσμα να διατηρείται στα άκρα του δρόμου ένα τσιμεντένιο κράσπεδο με κανάλι ομβρίων υδάτων και του οποίου η προέκταση στο δρόμο χώρα τον ένα τροχό του μικρού αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο είναι εντελώς ακατάλληλο γι’ αυτό τον κακοτράχαλο δρόμο, με τους δυο τροχούς πάνω στο κράσπεδο προσπαθώ να μειώσω την καταπόνηση από τις πέτρες και τις λακκούβες του κεντρικού τμήματος του δρόμου. Σε κάποια σημεία το κράσπεδο γίνεται πολύ ανισόπεδο και το όχημα γέρνει σε επικίνδυνο βαθμό, γι’ αυτό θέλει προνοητικότητα για το πότε πρέπει να ακολουθώ αυτό το τέχνασμα και πότε να κατεβαίνω έγκαιρα από το κράσπεδο. Ανησυχώ πολύ μην καταστρέψω το αμάξι και χρειαστεί να το πληρώσω, ενώ το γεγονός ότι ο δρόμος δεν έχει σχεδόν καθόλου διέλευση άλλων οχημάτων σε περίπτωση ανάγκης, με ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Σε κάποιο ανηφορικό σημείο κατεβαίνω για να επιθεωρήσω το δύσκολο πέρασμα και ακούω πίσω μου το δυνατό κορνάρισμα και το βρυχηθμό της μηχανής ενός φορτηγού φορτωμένου με εργάτες και καρπούς φοινικέλαιου στην καρότσα. Μου φωνάζουν να ελευθερώσω το δρόμο όμως δεν προφταίνω να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε βέβαια θα είναι εύκολο ακόμα και μετά τη διέλευση του φορτηγού. 

Μετά πολλών βασάνων φτάνω στο τελευταίο χωριό, το Porto Alegre. Πρόκειται για ένα μικρό ψαροχώρι με λίγες παράγκες, θα πρέπει να συνεχίσω λίγο παραπέρα μέχρι να βρω τα 2-3 lodges που υπάρχουν στην περιοχή. Πρακτικά ο δρόμος τελειώνει στο Porto Alegre, από εκεί και μετά οδηγώ σε ποικίλλο terrain, από ανηφορικό κακοτράχαλο πέτρωμα, μέχρι λασπωμένο χωματόδρομο και μια αλάνα με κοκοφοίνικες που έχει χρήση γηπέδου ποδοσφαίρου. Δεν τολμώ να συνεχίσω πιο πέρα από το πρώτο lodge που διαθέτει μικρά, απλά bungalows και διαπραγματεύομαι στο τηλέφωνο την τιμή με τον ιδιοκτήτη ο οποίος λείπει. Το lodge έχει κι αυτό συγκεκριμένο μενού το οποίο και πάλι περιλαμβάνει χταπόδι. Οι δυο παραλίες που είναι παρακείμενες του lodge, είναι άκρως εξωτικές και τα νερά φανταχτερά τιρκουάζ. Μια κατάφυτη χερσόνησος χωρίζει τις δύο παραλίες και τη στιγμή που βρίσκομαι εκεί, ακούω ένα δυνατό ήχο πίσω μου. Μια καρύδα έπεσε από το δέντρο παρασύροντας κλαδιά μαζί της, ευτυχώς σε κάποια απόσταση από εμένα.

Αφού τακτοποιήθηκα στο δωμάτιο, πηγαίνω με τα πόδια στο Porto Alegre αναζητώντας κάποιον βαρκάρη που να με μεταφέρει την επόμενη μέρα στο κοντινό νησάκι IIlhéu das Rolas. Οι ντόπιοι όμως δε φαίνονται να ασχολούνται ιδιαίτερα μαζί μου, ούτε ενδιαφέρονται τόσο να αφήσουν το ψάρεμα και να προσφέρουν υπηρεσίες τουρισμού. Επιπλέον είναι δύσκολο να συνεννοηθώ στη γλώσσα τους.

Ο ουρανός ξημερώνει με συννεφιασμένη διάθεση και ο άνεμος κάνει τη θάλασσα ταραγμένη. Η επιθυμία μου να επισκεφτώ το απέναντι νησί εξανεμίζεται στα μποφόρ των τροπικών. Όμως δυο άλλοι ένοικοι του lodge έχουν ήδη κανονίσει με ένα βαρκάρη και έτσι θα μοιραστούμε τη βάρκα. Τελικά τα κύματα δεν είναι τόσο απαγορευτικά γι αυτή τη βαρκάδα και το ψιλόβροχο δε με πτοεί. Το ενδιαφέρον του νησιού Ilhéu das Rolas είναι το ότι περνά από εκεί ο ισημερινός. Σε ένα λόφο μάλιστα υπάρχει και ένα μνημείο που καταδεικνύει το σημείο, το οποίο όμως στην πραγματικότητα βρίσκεται περίπου 100 μέτρα πιο πέρα. Το μνημείο είναι σε σημέιο με ωραία θέα και αποτελείται από έναν μαρμάρινο πυλώνα και ένα ψηφιδωτό πάτωμα που αναπαριστά την υδρόγειο και την πυξίδα. Μάλιστα, κατά σύμβαση θεωρείται ότι εδώ περνά και ο πρώτος μεσημβρινός, δηλαδή πρόκειται για το σημείο 0, 0. Στην πραγματικότητα ο μεσημβρινός απέχει 6 μοίρες από το νησί και το σημείο βρίσκεται στη θάλασσα. Μια πεζοπορία μέσα στο τροπικό δάσος μας οδηγεί σε κάποιες πανέμορφες παραλίες. Στη διαδρομή, όσα κουνούπια δε με είχαν τσιμήσει τις προηγούμενες μέρες, το έκαναν τώρα, με αποτέλεσμα να είμαι “κεντημένος”, σε κάθε σημείο του σώματός μου που ήταν εκτεθειμένο.

Επιστρέφοντας στο νησί του Sao Tome απολαμβάνω λίγο ακόμα τη το τοπίο και την παραλία και κάνω μια βόλτα ακόμα στο χωριό. Οι συνεπιβάτες μου στη βάρκα ανακαλύπτουν ότι το ελαστικό στο τζιπ τους είναι κλαταρισμένο. Ως εκ θαύματος το δικό μου μικρό αυτοκίνητο έβγαλε τη διαδρομή αλώβητο.

Αναζητώ στο μικρό χωριό βενζίνη γιατί δεν έχω αρκετή για την επιστροφή στην πρωτεύουσα. Φυσικά δεν υπάρχει πρατήριο αλλά το καύσιμο πωλείται σε γυάλινες φιάλες.  

Ο δρόμος της επιστροφής με αγχώνει και πάλι, όμως το ότι τον γνωρίζω πλέον μου δίνει μια δόση σιγουριάς. Αφού κάνω μια στάση στο περίφημο σημείο θέασης, συνεχίζω σταματώντας σε διάφορα χωριά, σε ένα εκ των οποίων γίνεται μια πολυπληθής εκδήλωση που δεν κατάλαβα τι αφορά. Πλησιάζω στην πρωτεύουσα αργά το απόγευμα κάτω από καταρρακτώδη βροχή. Οι καιρικές συνθήκες, σε συνδυασμό με την ώρα αιχμής καθώς οι πολίτες τελειώνουν την ημερήσια εργασία τους, κάνει τις συνθήκες οδήγησης πολύ δύσκολες. Δε γίνεται να παραβλέψω το ότι βρίσκομαι στην Αφρική και ο δρόμος στις άκρες του μπορεί να κρύβει διάφορες παγίδες, εμπόδια ή ανοιχτά φρεάτια που δεν είναι ορατά. Αφού με δυσκολία καταφέρνω να βρω το δωμάτιο που έχω κλείσει και να μεταφέρω υπό βροχή το σάκο μου, αναχωρώ και πάλι μετά από λίγο για να βρω φαγητό. Η εικόνα της πόλης είναι πολύ διαφορετική τώρα, σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορεί στους δρόμους, απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ιδιαίτερα “ζωντανή” τα βράδια μιας καθημερινής. Βρίσκω τελικά ένα εστιατόριο σχεδόν άδειο, αλλά για μπαράκι ούτε λόγος.

Γεμάτος από όμορφες εικόνες και ξέγνοιαστες στιγμές με τον εαυτό μου, απολαμβάνω την τελευταία από τις λίγες μέρες που αφιέρωσα στο Σάο Τομέ, κάνοντας βόλτες με το αμάξι, χωρίς προορισμό. 

Δε θα επισκεφτώ το έτερο νησί, το Πρίνσιπε, καθώς οι πτήσεις είναι λίγες και με συχνές ακυρώσεις. Άλλωστε με περιμένει ο επόμενος σταθμός του ταξιδιού που είναι η Αγκόλα και όπου θα συναντήσω τους τρεις συνταξιδιώτες με τους οποίους θα την εξερευνήσουμε παρέα. Αφού παραδώσω το αυτοκίνητο και κάνω check in, ανακαλύπτω ότι η πτήση της TAG (Angola airlines) για Luanda, μετά από πολλαπλές αλλαγές ώρας αναχώρησης, έχει και καθυστέρηση περίπου 3 ωρών, που σημαίνει πώς αποκλείεται να προλάβω την εσωτερική πτήση για τη νότια πόλη του Lubango, και τους συνταξιδιώτες μου στην πτήση αυτή. Αυτό είναι όμως μια άλλη ιστορία, μιας ακόμα πορτογαλόφωνης αφρικανικής χώρας, αρκετά διαφορετικής όμως από το μικρό και γοητευτικό Σάο Τομέ.

 ©Αλέξανδρος Τσούτης

Share this Post



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *