cameroon

Καμερούν

Φωτογραφίες


Καμερούν


🇨🇲

Το Καμερούν είναι ένα έθνος που εκτείνεται από το δυτικό έως το κεντρικό τμήμα της Αφρικής, από τις ακτές του Ατλαντικού στον κόλπο της Γουινέας μέχρι την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Τσαντ. Το πλούσιο φυσικό περιβάλλον, η γεωμορφολογία και η πολιτισμική ποικιλομορφία δίνουν στο Καμερούν το χαρακτηρισμό “Μινιατούρα της Αφρικής”. Το τοπίο της χώρας περιλαμβάνει τροπικές παραλίες, πυκνά δάση της βροχής, ψηλά όρη, ερήμους, σαβάνες. Πλήθος από εθνικά πάρκα και αδιαπέραστα δάση φιλοξενούν άγρια ζωή, μεταξύ άλλων και σημαντικό αριθμό μελών του δυτικού πεδινού γορίλα.
Οι αποικιοκράτες, κυρίως Γάλλoι αλλά και Βρετανοί, κατέκτησαν και εκμεταλλεύτηκαν στυγνά την περιοχή αυτή μέχρι να κερδίσει μετά από πολυετείς βίαιες εξεγέρσεις την ανεξαρτησία της. Εδώ και 37 χρόνια το εκλογικό αποτέλεσμα στη χώρα εξασφαλίζει ή ίδια κυβέρνηση, εν μέσω πολλών αιματηρών αναταραχών και κατηγοριών για γενοκτονίες εις βάρος των αγγλόφωνων μειονοτικών περιοχών. Στα περιστατικά βίας προστίθεται και η δράση της ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης Boko Haram από τη γειτονική Νιγηρία, με συχνές επιθέσεις και απαγωγές στον απώτερο βορρά της χώρας. Το Καμερούν έχει πληθυσμό περί τα 23.000.000, στην πλειοψηφία Χριστιανοί και με τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς να ακολουθούν. Τα ποσοστά αναλφαβητισμού αγγίζουν το 30%. Παρ’ ότι δεν είναι εμφανές στην καθημερινότητα του λαού, το 1/3 του οποίου ζει κάτω από το όριο της φτώχιας με εισόδημα $1.2 τη μέρα, το Καμερούν θεωρείται μια ισχυρή οικονομία ανάμεσα στα υποσαχάρια κράτη. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές αφορούν την εκτενή γεωργική παραγωγή, μεταξύ άλλων την καλλιέργεια μπανάνας, κακάο, καουτσούκ, τσαγιού, καθώς και την κτηνοτροφία, την υλοτομία και το πετρέλαιο. Η διαφθορά στη διακυβέρνηση, το δημόσιο τομέα και τις δυνάμεις αστυνόμευσης είναι εκτεταμένη.  


Άνθρωποι

Οι Καμερουνέζοι είναι γενικά απαθής λαός. Εδώ ο ξένος -πλην εξαιρέσεων- δε θα νιώσει εχθρικά, αλλά ούτε και ιδιαίτερα φιλικά. Η διαφορά στην απόχρωση του δέρματος δε δημιουργεί ιδιαίτερη εντύπωση, αλλά παρ’ όλα αυτά, όπως στα περισσότερα μέρη της Αφρικής κυριαρχεί η αντίληψη πως ο λευκός αντιπροσωπεύει τον πλούτο. Πολλοί -άνδρες κυρίως- αντιδρούν αρνητικά στη θέα του φωτογραφικού φακού, αλλά όπως παντού, με ανθρώπινη, φιλική προσέγγιση και σεβασμό, γρήγορα κερδίζεις τα υπερήφανα χαμόγελά τους. Η ανθρωπολογική ποικιλία του Καμερούν είναι ιδιαίτερα ετερογενής, με πολυπληθείς φυλές όπως οι Mbororo που ανήκουν στη οικογένεια των Fulani (συναντώνται από τη Μαυριτανία μέχρι το Σουδάν) οι φυλές των πυγμαίων Baka στα σύνορα με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, αλλά και σπανιότερες φυλές όμως οι Koma στα σύνορα με τη Νιγηρία. Το ταξίδι, ουσιαστικά αφιερώθηκε στη συνάντηση με τις φυλές αυτές.


Τόποι

Η Douala είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας και βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Άλλες παραθαλάσσιες πόλεις είναι το αγγλόφωνο Limbe και νοτιότερα το παραθαλάσσιο θέρετρο Kribi. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Yaounde, ενώ στα ανατολικά και βόρεια θα συναντήσει κανείς τις πόλεις Bertoua, Ngaoudere, Garoua, Maroua με πλειοψηφία ισλαμικού πληθυσμού. Το Καμερούν παρουσιάζει πλούσιο φυσικό πλούτο, με το ομώνυμο βουνό που αποτελεί και το ψηλότερο της δυτικής Αφρικής, καταρράκτες, τροπικά δάση, λίμνες και δεκάδες εθνικά πάρκα με πλούσια πανίδα όπως το Lobeke, Waza, Benoue, Faro, Dja και άλλα, που δεν είναι τουριστικά αναπτυγμένα ούτε εύκολα προσβάσιμα. Στη χώρα ενδημεί ο περίφημος πεδινός γορίλας που όμως δεν είναι εύκολο να τον συναντήσει κανείς στο φυσικό του περιβάλλον, παρά μόνο σε ελάχιστα πάρκα προστασίας όπως το Mefou, κοντά στη Yaounde.


Στο τέλος του τρίτου κόσμου…

Δεκέμβριος  2018

Οι διακοπές μας, συνήθως μας προσφέρουν πολύτιμο χρόνο ανάπαυσης και αναψυχής. Αποδράσεις σε χιονισμένα τοπία, ορεινά σαλέ, ή και σπιτικά με τζακάκι, καλή παρέα, βασιλόπιτες και γλυκίσματα. Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να ταξιδέψει σε τροπικούς προορισμούς με ζεστές παραλίες, ξεχνώντας το καταχείμωνο στο βόρειο ημισφαίριο. Tο Cameroon δεν είναι ακριβώς τέτοιος ειδυλλιακός προορισμός, αλλά μπορεί να προσφέρει κάποιες απολαύσεις μιας και διαθέτει ακτές στον Ατλαντικό και δεκάδες εθνικά πάρκα. Βέβαια πρόκειται για χώρα με ελάχιστες τουριστικές υποδομές και βρίσκεται σε μια ήπειρο που δε σου δίνεται εύκολα. Όμως το ταξίδι εμπειρίας και περιπέτειας είναι αυτό που με γεμίζει, και η αναψυχή δεν είναι προτεραιότητά μου. Έτσι, κάποια διεστραμμένη εμμονή οδήγησε εμένα και το συνταξιδιώτη μου στις εσχατιές της Αφρικής, στα πιο δυσπρόσιτα σημεία των ήδη δύσκολων, τεραστίων χωρών του Καμερούν και του Τσαντ, στο “τέλος του τρίτου κόσμου” και με δεδομένα περιορισμένο χρόνο και χρήματα. Αναζητώντας περιπέτεια ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος και ανθρωπιστικής σημασίας, σε απειλούμενες απομακρυσμένες φυλές, σε σημεία που δεν πάει κανείς ούτε για ντοκιμαντέρ. Στο ταξίδι αυτό της σκληρής δοκιμασίας, τερματίσαμε επανειλημμένα τα σωματικά και ψυχικά μας αποθέματα, την ασφάλεια και τη λογική. Η ασιτία, η αφυδάτωση, οι τεράστιες αποστάσεις με ανεκδιήγητα μεταφορικά μέσα, η απουσία υγιεινής στη γη των εξωτικών ασθενειών, οι Αφρικανικοί ρυθμοί όπου τίποτα δε μπορεί να προβλεφθεί. Ταξίδι για τους λάτρεις… ή μήπως τους μαζοχιστές του είδους; Ανακαλώντας τις αναμνήσεις, θα τη χαρακτήριζα μια ξεχωριστή εμπειρία. Τώρα που κατακάθισε το χώμα στα ρουθούνια, οι μνήμες στο νου και οι φωτογραφίες στους σκληρούς δίσκους, καταλήγω στο ότι άξιζε τον υπερβάλλοντα κόπο.


Μέρος 1ο
Από τη Yaounde στη Yokaduma και τους πυγμαίους Baka

Οι τροχοί του αεροπλάνου αγγίζουν το έδαφος της Yaounde, με μεγάλη καθυστέρηση μετά τις 3:30 τα ξημερώματα και ενώ είχε προηγηθεί μια περιπέτεια ακύρωσης και επαναφοράς της πτήσης από την αεροπορική. Κάποιες συστάσεις που είχαμε σχετικά με Έλληνες της διασποράς που ζουν στην πόλη, εξασφάλισαν ταξί να μας περιμένει, κάτι που σπάνια συμβαίνει σε ταξίδια μας. Αποδείχτηκε κακή επιλογή και συνεννόηση, μιας και πρόκειται για ένα κοινό ταξί που στο τέλος της διαδρομής μας ζητά το υπέρογκο ποσό των 30.000 φράγκων Κεντρικής Αφρικής -εν συντομία CEFA- και που αντιστοιχούν σε €50 περίπου. Μέσα στη μαύρη νύχτα, με το συνταξιδιώτη μου κάνουμε σκληρή διαπραγμάτευση με τον ταξιτζή, που απαιτεί το ποσό λόγω της βραδινής βάρδιας και της αναμονής του, αλλά καταφέρνουμε με επιμονή να το μειώσουμε στο μισό. Ευτυχώς μια νυσταγμένη νεαρή βρίσκεται στην υποδοχή του πανδοχείου μέτριας αφρικανικής ποιότητας.

Περισσότερα...

Ο ύπνος που απολαύσαμε δεν ήταν αρκετός καθώς πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη μέρα οργανώνοντας τη συνέχεια του ταξιδιού. Βγαίνουμε απολαμβάνοντας την ευχάριστη θερμοκρασία των τροπικών, δραπετεύοντας από την παγωμένη Ευρώπη. Οι λαμαρινοσκεπές των σπιτιών της Yaounde απλώνονται στα γύρω υψίπεδα μέχρι τα χαμηλότερα εδάφη, αναμειγμένα με το κατακόκκινο χρώμα των δρόμων και το σκονισμένο πράσινο των μπανανόδεντρων. Οι νεαροί ντόπιοι μας κοιτούν με περιέργεια, ενώ ακούγοντας μουσικές από ένα κτίριο, μπαίνουμε και μας υποδέχονται σε μια μικρή θρησκευτική γιορτή. Συνεχίζουμε προς τον κεντρικό δρόμο όπου έχουμε ραντεβού με τον Έλληνα γνωστό μας, ο οποίος μας μεταφέρει στη στοιχηματική εταιρία που εργάζεται. Η προσπάθειά μας για ανεύρεση αυτοκινήτου με σκοπό να καταφέρουμε στο λιγοστό χρόνο μας να καλύψουμε κάποιες διαδρομές στη μεγάλη αυτή χώρα, εξελίσσεται άκαρπη. Οι διασυνδέσεις δεν είναι κατάλληλες, οι ημέρες των Χριστουγέννων δυσχεραίνουν την ανεύρεση οδηγού, η περίπτωση οδήγησης από εμάς έχει νομικές πολυπλοκότητες και οι τιμές είναι απαγορευτικές. Τα οχήματα 4Χ4 με οδηγό σπανίζουν σε χώρες σαν κι αυτή που οι τουριστικές υποδομές απουσιάζουν και το κόστος μπορεί να αγγίζει τα $200 τη μέρα, κάτι απαγορευτικό για τον τρόπο που ταξιδεύουμε. Η μέρα περνά άσκοπα μέσα στο χώρο της εταιρίας, μέχρι που ο L, Γάλλος manager μιας άλλης εταιρίας εμφανίζεται για να μας δώσει μια λύση. Τον ενημερώνουμε ότι το ταξιδιωτικό ενδιαφέρον μας αφορά αυθεντικές φυλές του πλανήτη και συγκεκριμένα στο Cameroon τις φυλές των πυγμαίων. Παίρνει τηλέφωνο έναν υπάλληλό του ο οποίος εμφανίζεται μετά από λίγο. Τον ονοματίζουμε Tin-Tin όπως το διάσημο κόμικ μιας και αδυνατούμε να προφέρουμε επακριβώς το όνομα του. Ο Tin-Tin ανήκει στη φυλή των πυγμαίων αλλά σε αντίθεση με το στερεοτυπικά κοντό ύψος της φυλής, εκείνος είναι γεροδεμένος, με ύψος κοντά στο 1.90cm και μιλά καλά αγγλικά. Η συμφωνία είναι δίκαιη για όλους. Συμφωνούμε να του πληρώνουμε ένα γενναιόδωρο ημερομίσθιο και τη μεταφορά του, για να πάμε στη γενέτειρά του κι εκείνος να συναντήσει την οικογένειά του με πληρωμένα αυτά τα έξοδα. Η μεταφορά θα γίνει με δημόσια μέσα μέχρι το χωριό του που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας και θα φιλοξενηθούμε στο πατρικό σπίτι του. Δίνουμε ραντεβού αναχώρησης στις 8μμ. της ίδιας μέρας που σημαίνει ότι εξαιτίας του χρόνου που σπαταλήσαμε θυσιάζουμε την επίσκεψή μας στο πάρκο Mefou, κοντά στην πρωτεύουσα, όπου μεταξύ άλλων μπορεί να δει κανείς τον προστατευόμενο δυτικό πεδινό γορίλα. Έτσι κι αλλιώς δε με ενθουσιάζει η ιδέα του να συναντήσω το θαυμαστό πρωτεύον θηλαστικό πίσω από ηλεκτροφόρα σύρματα αντί για το φυσικό του περιβάλλον. Ευτυχώς τα παιδιά μας προσφέρουν μια ξενάγηση στην πόλη, μέσα όμως από το αυτοκίνητο και με ρητή συμβουλή να μην τραβάμε φωτογραφίες σε κάποιες περιοχές υπαίθριων αγορών όπως το Marché Mokolo, λόγω επικίνδυνων αντιδράσεων του πλήθους. Δυσκολεύομαι να πιστέψω κάτι τέτοιο βασιζόμενος στην πρότερη εμπειρία μου από πολλές αφρικανικές χώρες, ακόμα και το εμπόλεμο Μάλι, αλλά οφείλω να σεβαστώ την ασφάλεια των υπολοίπων και του οχήματος. Παρά την εντύπωση που είχαμε για μια χώρα αναπτυγμένη σε σχέση με άλλες της ηπείρου, το Καμερούν διαφαίνεται σχετικά εχθρικό και επικίνδυνο. Επισκεπτόμαστε ένα θλιβερό ζωολογικό πάρκο όπου συναντάμε την πρώτη προσπάθεια εκμετάλλευσης του λευκού επισκέπτη, ζητώντας μας εκτός από το εισιτήριο και κόμιστρο για τις φωτογραφίες. Αρνούμαστε, λέγοντας πως δε θα βγάλουμε φωτογραφίες. Ο φύλακας που μας συνοδεύει, κάνει τελικά τα στραβά μάτια επιτρέποντάς μας τη λήψη δωρεάν, τα περισσότερα ζώα όμως έχουν κακές συνθήκες διαβίωσης. Το βράδυ και αφού ευχαριστήσουμε και αποχαιρετήσουμε τους ομογενείς φίλους, φεύγουμε με τον Tin-Tin για το σταθμό λεωφορείων που είναι τυπικά τριτοκοσμικός, παμβρώμικος, με μεγάλες ουρές αναμονής και πολλά διαφορετικά σημεία αναχώρησης λεωφορείων που απέχουν αρκετά μεταξύ τους. Ο Tin-Tin αναζητά το βέλτιστο τρόπο και τελικά πρέπει να περπατήσουμε σε επόμενο σταθμό κουβαλώντας τις βαριές μας αποσκευές που περιλαμβάνουν γραφική ύλη την οποία σκοπεύουμε να προσφέρουμε σε παιδιά. Χρειάζεται να περιμένουμε 3 ώρες μέχρι την επόμενη αναχώρηση, ώστε το λεωφορείο να μας αφήσει με το φως της μέρας στον προορισμό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση υπάρχει επικινδυνότητα. Οι σταθμοί παραδόξως διαθέτουν πρίζες όπου φορτίζω το κινητό τηλέφωνο. Το παλιό, μικρό λεωφορείο θεωρείται VIP και έχει υψηλότερη τιμή από τα μεγάλα μιας και κάνει λιγότερο χρόνο για τη διαδρομή, αλλά η άνεσή του δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στην κατηγορία αυτή. Είναι ασφυκτικά γεμάτο μέχρι και τις πτυσσόμενες θέσεις του διαδρόμου, με το ψύχος του κλιματιστικού και τη μουσική στη διαπασών να μην επιτρέπουν να κλείσεις μάτι. Επιπλέον, γίνονται συχνές στάσεις σε σημεία έλεγχου της αστυνομίας, όπου όλοι οι επιβάτες αποβιβάζονται, ελέγχονται και βαδίζουν μέσα στη νύχτα μέχρι το σημείο επανεπιβίβασης, απομακρύνοντας κάθε ελπίδα ανάπαυσης. Τελικά φτάνουμε χαράματα στην πόλη Bertoua. O Tin-tin βρίσκει ένα αυτοκίνητο που θα μας μεταφέρει στον τελικό προορισμό μας σε 8-10 ώρες, αντί για τη μία μέρα που απαιτείται με το λεωφορείο, το οποίο είναι ένα σαράβαλο αβάσταχτων συνθηκών παρόμοιο με εκείνα στο Μάλι. Η τιμή όμως μας φαίνεται υψηλή. 12.000 CFA το άτομο (€19) επί 3 άτομα είναι ένα αξιοσέβαστο ποσό για τέτοιας ποιότητας μεταφορικό μέσο. Ο οδηγός δε διαπραγματεύεται την τιμή, εμείς επιμένουμε και φεύγουμε ανεβαίνοντας οι τρεις μας και τα σακίδια σε moto-taxi για να βρούμε καλύτερη προσφορά. Οι εξυπνάδες μας απ’ ό,τι φαίνεται δεν περνάνε εδώ. Οι οδηγοί δίνουν όλοι την ίδια τιμή αδιαφορώντας για τα παζάρια μας και το έξοδο για τα moto-taxi ήταν περιττό τελικά. Αναγκαζόμαστε να συμφωνήσουμε στην τιμή, αλλά όπως το υποψιάζομαι, όπως παντού στην Αφρική, το αμάξι θα πρέπει να γεμίσει επιβάτες για να φύγει. Και όταν λέμε να γεμίσει, εννοούμε 8 άτομα σε ένα πανάρχαιο, σαράβαλο Toyota Corolla με ψηλωμένες αναρτήσεις.

Η αναμονή διαρκεί αρκετά καθώς ξημερώνει στο κεντρικό σημείο της λουσμένης με χώμα πόλης. Τα γύρω μαγαζάκια αρχίζουν να ανοίγουν και πάγκοι να στήνονται σε μια υπαίθρια αγορά στο κέντρο της “πλατείας”. Αρχίζουμε να τραβάμε τις πρώτες μας φωτογραφίες με τα χρώματα της ανατολής στην πόλη, όμως αντιδρούν με θυμό όποιοι τυχαίνει να βρίσκονται εντός ή και εκτός του φωτογραφικού κάδρου. Τι παράξενα εχθρική χώρα! Η δυσκολία εκπλήρωσης της φωτογραφικής μου έκφρασης με γεμίζει απογοήτευση.

Ο Tin-Tin συμβουλεύει να αγοράσουμε μια ακόμα θέση ώστε να είμαστε 3 στο πίσω κάθισμα γιατί διαφορετικά “δε θα περάσουμε καθόλου καλά”. Είναι μια πρακτική που έχω ακολουθήσει ξανά στην Αφρική, όμως εδώ η τιμή είναι τσουχτερή και ο οδηγός δε δέχεται έκπτωση για την αγορά της κενής θέσης. Εξαντλώντας τις διαπραγματευτικές μας ικανότητες το μειώνουμε στα 10.000 CFA που εξακολουθούν να μου φαίνονται πολλά. Ο Tin-Tin προσφέρεται να πληρώσει ο ίδιος τα μισά, αλλά φυσικά δεν το δεχόμαστε και συμφωνούμε να ξεκινήσουμε πληρώνοντας τη θέση. Ακόμα κι έτσι είναι πολύ ασφυκτικά μιας και ο Tin-Tin καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στο 3θυρο αυτοκίνητο. Το ταξίδι αρχίζει και οι συνθήκες είναι δυσοίωνες από το πρώτο κιόλας χιλιόμετρο. Το κοκκινόχωμα μπαίνει από παντού αλλά κυρίως από το πορτμπαγκάζ που είναι μισάνοιχτο και δεμένο με σχοινιά ώστε να χωρέσει τις αποσκευές αλλά και οπωροκηπευτικά εμπορεύματα. Τα ρουθούνια αρχίζουν να μπουκώνουν από τη σκόνη και σε κάθε φύσημα δημιουργούν έναν κόκκινο αφηρημένο πίνακα στα χαρτομάντιλα που εξαντλούνται τάχιστα. Επιπλέον, την ωραία ατμόσφαιρα συμπληρώνει το καυσαέριο που μυρίζει έντονα καμένο λάδι και άκαυστη βενζίνη, αλλά και η μυρωδιά των συνεπιβατών μας που είναι ανυπόφορη. Την οσμή της απλυσιάς των ντόπιων θα συνηθίσουμε σιγά-σιγά στη συνέχεια του ταξιδιού και πιθανότατα θα την υιοθετήσουμε κι εμείς. Το όχημα ιδιοκατασκευής, ο αλάνης οδηγός και η διαδρομή-shaker, θυμίζει την ταινία Mad Max, άλλοτε τρέχοντας με 80χλμ/ω στο χωμάτινο δρόμο, με τους επιβάτες να κοπανιόνται στις πλευρές και τον ουρανό του αυτοκινήτου και άλλοτε φρενάροντας απότομα αποφεύγοντας τελευταία στιγμή, όπως σε video game, ανθρώπους, κατσίκια, κάρα και βέβαια νταλίκες φορτωμένες με γιγαντιαίους κορμούς δέντρων που έρχονται κατά πάνω μας. Το τροπικό δάσος της κοιλάδας του Κονγκό υλοτομείται ανεξέλεγκτα. Αρκετές νταλίκες κείτονται ντεραπαρισμένες σε όλη τη διαδρομή. Η μόνη ουσιαστική ανησυχία που έχω στα ταξίδια μου -πέραν του χρόνου- είναι οι οδικές διαδρομές, με τις συνθήκες οχημάτων, δρόμων και οδηγών να απέχουν έτη φωτός από αυτές της Ευρώπης. Εδώ τερματίζει κανείς την πρόκληση της μοίρας του. Κοπανιόμασότε για 90χλμ που απαιτούν σχεδόν 3 ώρες στον καρόδρομο μέχρι την πόλη Batouri όπου κάνουμε μια μικρή στάση για τις σωματικές ανάγκες των συνεπιβατών. Προς μεγάλη μου έκπληξη αντικρύζω ένα θέαμα που μόνο στην Ινδία συναντούσα παλιότερα. Οι τρεις από τους επιβάτες παρατάσσονται στη σειρά στην άκρη του δρόμου, κατεβάζουν τα παντελόνια τους, παίρνουν θέσεις ανακούρκουδα και σε κοινή θέα αδειάζουν σωματικά τους υγρά και στερεά. Φυσικά δε χρησιμοποιούν τίποτα για την καθαριότητα της ευαίσθητης περιοχής παρά μόνο ένας από αυτούς ρίχνει μια χούφτα νερό από ένα μπουκάλι. Στις Ισλαμικές χώρες και όχι μόνο, είναι κανόνας η χειραψία να τελείται με το δεξί χέρι που θεωρείται “καθαρό” και είναι μεγάλη αγένεια να προτάξει κανείς το αριστερό, για τον ευνόητο λόγο που αναφέραμε. Αυτό βέβαια δε μειώνει καθόλου την απέχθεια που νιώθεις στις πολύ συχνές χειραψίες, αλλά και την ανταλλαγή χρημάτων, διαβατηρίων και άλλων αντικειμένων. Το μπουκαλάκι με το απολυμαντικό χεριών που έχω, όπως φαίνεται πρέπει να καταναλωθεί με οικονομία για να μας φτάσει, αλλά είναι μάταιο να προσπαθείς να απολυμαίνεις το οτιδήποτε. Το Batouri, μια μικρή πόλη στο πουθενά, έχει πολύ πιο φιλικούς ανθρώπους και αναθαρρώ σε ό,τι αφορά τις φωτογραφικές και ταξιδιωτικές μου προσδοκίες. Στη βασανιστική διαδρομή, η ζέστη της ημέρας κάνει την καμπίνα του υπερφορτωμένου και με κλειστά παράθυρα αυτοκινήτου να ομοιάζει με φούρνο και ο ιδρώτας με τη σκόνη να ενσωματώνονται στο δέρμα και τα ρούχα. Οι στάσεις για ελέγχους της αστυνομίας είναι συχνές. Ο Tin-Tin αναλαμβάνει να δίνει ο ίδιος τα διαβατήριά μας και το πιστοποιητικό εμβολιασμού για τον κίτρινο πυρετό, ώστε να αποφεύγουμε τις απαιτήσεις χρηματισμού. Αντιθέτως, ο οδηγός πρέπει να πληρώνει σε κάθε έλεγχο ένα αντίτιμο στο χέρι στου αστυνόμου, όπως και διόδια σε αρκετά σημεία όπου το δρόμο κλείνει ένα κλαδί δέντρου το οποίο συνήθως σηκώνει κάποιο παιδί. Η διαδρομή διασχίζει παρθένα τροπικά δάση, πρόκειται για το περίφημο δάσος της κοιλάδας του Κονγκό, το 2ο σε έκταση μετά του Αμαζονίου. Το θέαμα όμως μετριάζεται από την κόκκινη πούδρα που καλύπτει την ατμόσφαιρα και σκεπάζει τα φυλλώματα. Όπου υπάρχουν μικρά ρυάκια, παιδιά παίζουν στα νερά και γυναίκες πλένουν ρούχα. Μετά από 8 ώρες βασανιστικής διαδρομής, αγγίζουμε τα ανατολικά σύνορα με την πολύπαθη λόγω συνεχιζόμενου εμφυλίου, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Κάνουμε μια ακόμα στάση στη συνοριακή πόλη Gari Gombo που λόγω θέσης είναι όσο πιο παρακμιακή μπορεί κανείς να φανταστεί και αργά το μεσημέρι φτάνουμε επιτέλους, κατάκοποι στη Yokaduma, συνολικά 20 ώρες μετά από την αναχώρησή μας από την πρωτεύουσα. Η Yokaduma είναι μια ακόμα μικρή σκονισμένη πόλη, σε ένα σταυροδρόμι που νότια οδηγεί στη Δημοκρατία του Κονγκό – Brazzaville και ανατολικά σε ένα ακόμα συνοριακό πέρασμα με τη Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής. Ένας μεγάλος προσφυγικός καταυλισμός από μετανάστες της γειτονικής χώρας υπάρχει στα πρόθυρα της πόλης που περικλείεται από λίγες καλλιέργειες και ένα απέραντο δάσος. Φτάνουμε με moto-taxi στο σπίτι της οικογένειας του Tin-Tin όπου τον υποδέχεται εγκάρδια η μεγάλη φαμίλια και απολαμβάνουμε κι εμείς τη φιλοξενία στο σπίτι του, που είναι πολύ άνετο για τα αφρικανικά δεδομένα. Το σπίτι διαθέτει αρκετά δωμάτια, μεταξύ άλλων και του Tin-Tin με διπλό κρεβάτι που μας το παραχωρεί. Διαθέτει χώρο καθιστικού με καναπέδες και τηλεόραση. Το βασικότερο απ΄ όλα, ακόμα πιο πολύτιμο από το ηλεκτρικό ρεύμα, είναι το τρεχούμενο νερό. Το αγαθό αυτό είναι μια πολυτέλεια των λίγων και οικονομικά εύρωστων, ασχέτως αν δεν υπάρχει εγκατάσταση μέσα στο οίκημα παρά μόνο μια βρύση στην αυλή που το βράδυ κλειδώνεται. Η τουαλέτα είναι ένα εξωτερικό παραπέτασμα από λαμαρίνα με μια τρύπα στο κέντρο. Το βράδυ γεμίζουμε κουβάδες και απολαμβάνουμε ένα κάπως κρύο μπανάκι. Προηγουμένως γνωριστήκαμε με όλους τους συγγενείς του σπιτονοικοκύρη μας, εκτός από τον πατέρα του που έχει παντρευτεί 7 φορές όπως μάθαμε. Δεν κατάλαβα αν ζει και πού βρίσκεται. Οι οικιακές δουλειές εκτελούνται αποκλειστικά από τις γυναίκες, οι οποίες μαγειρεύουν ειδικά για εμάς στην αυλή, παραδοσιακά πάνω σε ξύλα. Η φιλοξενία είναι τόσο θερμή που διοργανώνεται για εμάς και μια μικρή γιορτή με παραδοσιακές φορεσιές και χορούς. Το φαγητό είναι πεντανόστιμο, κοτόπουλο τηγανητό μαριναρισμένο με καυτερή σάλτσα, ψάρι από το ποτάμι και plantane (πράσινη μπανάνα για τηγάνισμα). Μία από τις επόμενες μέρες ο Tin-Tin απολαμβάνει ένα άλλο πιάτο με μαύρο κρέας. Τον ρωτάω τι είναι, κι αυτός δείχνει αυτό που είχε απομείνει από τα πόδια ενός… αρουραίου. Φυσικά ζητάμε να δοκιμάσουμε και μας προσφέρει ένα πιάτο με σχεδόν ολόκληρο το ζώο. Ο ίδιος το θεωρεί εξαιρετική λιχουδιά, πολύ ανώτερη του κοτόπουλου ή του ψαριού. Δοκιμάζουμε μια καλή πιρουνιά, εγώ διάλεξα ψαχνό. Στην αρχή έχει μια γεύση ανεκτή, πόσο χάλια μπορεί να είναι ένα είδος κρέατος άλλωστε! Όμως μετά από μερικά μασήματα, μια αηδιαστική επίγευση κάνει την κατάποση πολύ δύσκολη, το στομάχι ετοιμάζεται για συσπάσεις κι εγώ προσπαθώ να μετριάσω την απαίσια γεύση αναμειγνύοντάς τη μπουκιά με λίγο πουρέ plantane που… “αλλοιώνει τη γεύση” όπως λέει κι ο συνταξιδιώτης μου. Τον ρωτάμε αν τρώνε επίσης μαϊμούδες κι εκείνος προτείνει να στείλει τη μητέρα του να προμηθευτεί από την αγορά. Φυσικά αρνούμαστε.Το βραδάκι μετά το μπάνιο πίνουμε αρκετές μπίρες στο σπίτι (που θα μας τις χρεώσουν δυσανάλογα) και κάνουμε μια βόλτα στο χωριό, που λόγω της ημέρας -παραμονή Χριστουγέννων- έχει λιγοστό κόσμο στον κατασκότεινο δρόμο και τα τοπικά λαμαρινένια μπαράκια είναι άδεια από θαμώνες. Άλλωστε οι Αφρικανοί διασκεδάζουν πιο αργά το βράδυ.

Ο χρόνος ανάπαυσης είναι λιγοστός και την επομένη μέρα ψάχνουμε όχημα για να φτάσουμε στα σύνορα και τα χωρία των πυγμαίων στη ζούγκλα όπου σκοπεύουμε να διανυκτερεύσουμε. Η ανεύρεση μεταφορικού μέσου είναι και πάλι αδιαπραγμάτευτη. 20.000 CFA (€30) για ένα σαράβαλο που όμως δε μεταφέρει άλλους επιβάτες μιας και κανείς δεν πάει προς τα εκεί. Οι συνθήκες αντί για καλύτερες είναι ακόμα πιο φρικτές, το αμάξι μπάζει χώμα από παντού. Τα ρούχα, οι τσάντες και κυρίως ο φωτογραφικός μας εξοπλισμός έπαθε μεγάλο πλήγμα στα 60 χιλιόμετρα της δίωρης διαδρομής. Η διαδρομή είναι κατά τ’ άλλα πανέμορφη, μέσα στο τροπικό δάσος που διακόπτεται από ελάχιστους οικισμούς πυγμαίων. Επισκεπτόμαστε μερικά χωριά της διαδρομής μέχρι το τέλος της χώρας όπου και καταγράφουν τα στοιχεία μας οι συνοριοφύλακες και συνεχίζουμε σε έναν μικρό δρόμο παράλληλα με τη συνοριακή γραμμή.


Οι Πυγμαίοι Baka

Η φυλή των πυγμαίων Baka αριθμεί γύρω στα 30.000 άτομα που ζουν στα νοτιοανατολικά δάση του Καμερούν και γειτνιάζουν με τις γύρω χώρες (Δημοκρατία του Κογκό, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Γκαμπόν). Είναι παραδοσιακοί κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, ημι-νομάδες, με ανιμιστική θρησκεία και δεισιδαιμονίες, με δική τους διάλεκτο και είναι γνωστοί για το χαρακτηριστικά περιορισμένο ύψος τους (γύρω στα 1,50μ). Οι Baka αντιμετωπίζουν έντονες κοινωνικές διακρίσεις από τον υπόλοιπο πληθυσμό και η επιβίωσή τους καθίσταται πολύ δύσκολη στο ολοένα και μειούμενο φυσικό περιβάλλον τους.
Είναι ανήμερα των Χριστουγέννων και παρ’ ότι οι Baka δεν πιστεύουν στον Αη Βασίλη, έχουν συγκεντρωθεί σε έναν καταυλισμό με πρόσβαση σε δρόμο για να αδράξουν την ευκαιρία και να γιορτάσουν με τοπικό αλκοόλ. Μας υποδέχονται φιλικά και ζητάμε από τον αρχηγό να μας δώσει μια μικρή ομάδα με την οποία θα διαμείνουμε παραδοσιακά μια μέρα στη ζούγκλα. Ως δώρο, γνωρίζουμε ότι πρέπει να έχουμε αλκοόλ και τσιγάρα, αντ’ αυτού όμως δίνουμε κάποια χρήματα που εξαργυρώνονται αμέσως στα είδη αυτά, γεμίζοντας με πλασματική χαρά το χωριό. Τα μέλη της φυλής, στην πλειοψηφία τους άνθρωποί μικροσκοπικού σωματότυπου, κάθε ηλικίας και φύλου, άρχιζουν να μοιράζουν φακελάκια με ένα χημικό αλκοολούχο ποτό, με ωραία ομολογουμένως γεύση φρούτου. Μανιωδώς επιδίδονται όλοι στην κατανάλωση που τους γεμίζει ευδαιμονία ικανοποιώντας την εξάρτησή τους.
Εμείς, μαζί με νεαρά μέλη της φυλής, ακολουθούμε μια διαδρομή 2-3 ωρών μέσα στη ζούγκλα. Ίσως να περάσαμε για λίγο παράνομα και στο Κεντοαφρικανικό έδαφος, αλλά πιο πολύ αφοσιωθήκαμε στα μαθήματα επιβίωσης μέσα στο δάσος. Μας δείχνουν τη διαδικασία συλλογής μελιού από άγριες μέλισσες σε κηρήθρες ψηλά στα δέντρα, αφού πρώτα τις απωθούν με καπνό. Ο μάγος της φυλής αναλαμβάνει να σκαρφαλώσει και να βάλει το χέρι του μέσα στην τρύπα του κορμού. Το μέλι όμως είναι λιγοστό για να καλύψει την πείνα τους. Δε θα δίσταζαν να κόψουν ένα ψηλό δέντρο αν το μελίσσι είναι πολύ ψηλά, δε θα δίσταζαν να σκοτώσουν έναν απειλούμενο ελέφαντα του δάσους ή έναν ιπποπόταμο για να ικανοποιήσουν την ασιτία τους. Το αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση του φυσικού τους περιβάλλοντος που συνδυαστικά με την ακόρεστη υλοτόμηση, έχει μειώσει δραστικά τα θηράματα. Το δάσος ευτυχώς προσφέρει ακόμα φυτική τροφή που αποτελείται από βολβούς και ρίζες. Φτάνουμε σε έναν καταυλισμό που αποτελείται από μικρές θολωτές κατασκευές από κλαδιά και φύλλα. Φτιάχνουν μία και για εμάς. Δεν υπάρχει κάτι που να καλύπτει το έδαφος και οι ίδιοι ξαπλώνουν στο χώμα και τις στάχτες. Όμως τα μυρμήγκια της ζούγκλας είναι επιθετικά και τσιμπάνε. Οι Baka έχουν ως έθιμο να τροχίζουν τα δοντά τους μυτερά. Μας δείχνουν τη βάναυση μέθοδο, ουσιαστικά σμιλεύοντας τα με τη μασέτα. Κάποια μέλη σκαρφαλώνουν με ευκολία στα δέντρα και τις φυλλωσιές, κάποια αγόρια φλερτάρουν άγαρμπα και κτητικά τις κοπέλες και κάποιοι άλλοι πάνε για ψάρεμα στο ποτάμι. Περίμενα να δω κάποια αξιοσημείωτη ροή ποταμού, όμως πρόκειται για ένα ρηχό ρυάκι με λιμνάζοντα νερά. Η μέθοδος ψαρέματος ήταν πρωτόγονη και ανόητη. Απομονώνοντας με λάσπη κάποια τμήματα του ρυακιού, αδειάζουν με φύλλα το νερό εγκλωβίζοντας μικροσκοπικά ψαράκια. Τα μαγείρεψαν σε ένα μικρό σκεύος και με λαιμαργία μοιράστηκαν μεταξύ τους το ελάχιστο αυτό φαγητό, ενώ ο μάγος ήπιε το νερό του μαγειρέματος. Όμως η φυλή κυριεύεται από νευρικότητα και πολλοί δηλώνουν την επιθυμία να επιστρέψουν στο χωριό αθετώντας τη συμφωνία, προφανώς έχοντας σύνδρομα στέρησης του αλκοόλ.
Αποφασίζουμε να επιστρέψουμε κι εμείς πριν νυχτώσει, μιας και δεν έχει νόημα να κρατάμε κανέναν εκεί παρά τη θέλησή του. Η επιλογή είναι καλή μιας και στο χωρίο έχει ξεκινήσει γλέντι, με χορούς, τύμπανα και ανάσες που βρομούν ποτό. Μας υποδέχονται με τιμές αρχηγού κράτους. Χορεύουν μαζί μας, μας αγγίζουν και μας λένε ακατάληπτα λόγια, σε μια εκστατική γιορτή για όλους μας. Μόνο τα βρέφη, όπως συμβαίνει παντού στην Αφρική, τρομάζουν στη μορφή του λευκού ξένου και ξεσπούν σε κλάματα. Όσο περνά η ώρα και μένοντας “στεγνοί”, άρχιζουν να ζητούν, να εκλιπαρούν για περισσότερο ποτό. Ήμαστε κάθετα αρνητικοί και τους το ξεκόβουμε αμέσως. Δίνουμε στα μικρά παιδιά γραφική ύλη που μεταφέραμε ως εκεί και δυο κατσαρόλες με κοτόπουλο, ψάρι, plantane που είχαμε μαζί μας από το σπίτι στη Yokaduma. Πέφτουν λιμασμένοι πάνω στο φαγητό… οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν πραγματική πείνα. Είναι θλιβερό και ανεπίτρεπτο να συμβαίνει κάτι τέτοιο τον 21ο αιώνα, δυστυχώς όμως οι άνθρωποι αυτοί είναι έρμαια της εξάρτησής τους.
Ανάμεσά τους βρίσκονται παιδιά και ενήλικες με σημάδια υποσιτισμού, γυναίκες έγκυοι ή θηλάζουσες, μικρά παιδιά. Μια από αυτές μαγνητίζει το βλέμμα μου, θέλω να κρατήσω την εικόνα για πάντα. Ένα puzzle εκφράσεων των τριών πρωταγωνιστών συνθέτουν την εικόνα. Μια γελαστή μητέρα μοιάζει να αδιαφορεί για το βρέφος της που με την αγωνία της επιβίωσης στο βλέμμα του, πασχίζει να ρουφήξει μια σταγόνα γάλα από το ισχνό, αδειανό, ρυτιδιασμένο στήθος της, ενώ πόνος μοιάζει να διαγράφεται στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας.
Στις συνθήκες υγιεινής δε θα επεκταθώ, είναι παρόμοιες παντού στην υποσαχάρια Αφρική. Βρέφη κυλιόνται γυμνά στα χώματα όπου αποπατούν άνθρωποι και ζώα. Την προηγούμενη ημέρα ένα παιδί είχε πεθάνει. Φεύγοντας από τον καταυλισμό με συναισθήματα θλίψης, θυμού, απόγνωσης, αδικίας, αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε να σωθεί αυτός ο κόσμος…


Περπατάμε μέχρι το δειλινό τριγυρισμένοι από την ηρεμία της φύσης, επιστρέφοντας στο τελευταίο συνοριακό χωρίο. Κάποια παιδιά κρατούν έναν αρουραίο από την ουρά, προφανώς προοριζόμενο για την κατσαρόλα. Βρίσκουμε μια μοναχική καλύβα ενός συγγενή του Tin-Tin και ξεκουραζόμαστε. Ευτυχώς, μετά από ώρα βρίσκουμε αυτοκίνητο για να μας πάει πίσω στη Yokaduma και μάλιστα με χαμηλότερη τιμή (12.000CFA). Είμαστε όλη μέρα νηστικοί και έτσι θα παραμείνουμε, καθώς το φαγητό μας το δώσαμε στους Baka και στη Yokaduma δεν υπάρχει εστιατόριο. Επίσης για άλλη μια φορά η ανάπαυσή μας θα είναι περιορισμένη μιας και πρέπει να είμαστε στις 5 τα ξημερώματα στο σταθμό για το αυτοκίνητο της επιστροφής.
Φυσικά στη Αφρική τίποτα δε λειτουργεί στο χρόνο του κι έτσι, παρά το ξύπνημα στις 4:30πμ περιμένουμε σχεδόν 2 ώρες μέχρι να γεμίσει και πάλι το δημόσιο όχημα. Ο οδηγός ίδιος, αλλά η τιμή της κενής θέσης δεν έχει καμία έκπτωση αυτή τη φορά. Η διαδρομή διαρκεί άλλες 10 βασανιστικές ώρες. Μεταξύ άλλων το όχημα μένει από σασμάν λίγο πριν το Baturi. Με το αμάξι ακινητοποιημένο, ο οδηγός αρνείται να μας επιστρέψει κάποια χρήματα για να συνεχίσουμε το ταξίδι και θεωρεί φυσιολογικό το να περιμένουμε για όσες ώρες χρειαστεί η επισκευή. Ο Tin-Tin θυμώνει πολύ και φεύγει πεζός για το κοντινότερο αστυνομικό μπλόκο για να καταγγείλει το περιστατικό. Έχει περάσει πάνω από μια ώρα όταν εμφανίζεται ένας μηχανικός με ελάχιστα εργαλεία. Αρχίζει να αφαιρεί τον τροχό και το ημιαξόνιο, μέσα στη μέση του δρόμου και ομολογώ δεν περίμενα να τα καταφέρει. Κι όμως, κάμποση ώρα μετά το αυτοκίνητο λειτουργεί και πάλι. Ο Tin-Τin δεν έχει επιστρέψει κι εμείς φεύγουμε για την πόλη, όπου μας προλαβαίνει μετά από λίγο. Εκεί, συνοδευόμενος από έναν αστυνομικό που απλώς γελούσε, διαπληκτίζεται έντονα με τον οδηγό, ενώ συγκεντρώνονται πολλοί περίεργοι παίρνοντας θέση στον τσακωμό. Με τα πολλά και χωρίς κανένα συμπέρασμα, φεύγουμε για τη Bertoua, όπου πρέπει να περιμένουμε για το βραδινό λεωφορείο. Σε τοπικό εστιατόριο επιτέλους ικανοποιήσαμε τη διήμερη πείνα μας με κάκιστα τοπικά εδέσματα όπως σούπα με μοσχάρι όλο κόκαλα και λίπος και άθλια μακαρόνια…


Μέρος 2ο
Απ’ το Ngaoundere στo Tchamba και τη φυλή Koma

Το επόμενο σκέλος του ταξιδιού, χωρίς προγραμματισμό θα μας οδηγήσει βόρεια, εξερευνώντας την άγνωστη αυτή πλευρά της χώρας, από όπου στη συνέχεια θα πρέπει να διασχίσουμε τα σύνορα με το Τσαντ για τη συνέχιση του οδοιπορικού και την επιστροφή στην πατρίδα.

Περισσότερα...

Αποχαιρετάμε τον Tin-Tin που θα επιστρέψει στη Yaounde και μπαίνουμε στο ανέλπιστα άνετο, καινούριο και σχετικά άδειο λεωφορείο που σε 9 ώρες θα μας μεταφέρει στη βόρεια πόλη Ngaoundéré. Αν και πρόκειται για μεγάλη πόλη, δυστυχώς η booking.com δεν περιλαμβάνει κανένα συνεργαζόμενο κατάλυμα στα μέρη αυτά (το ίδιο θα συμβαίνει και στο γειτονικό Τσαντ στη συνέχεια). Φτάνουμε στις 3:30 τα ξημερώματα, ενώ στο μεταξύ κατάφερα να βρω κατάλυμα από μια Καμερουνέζικη ιστοσελίδα. Παίρνουμε για ακόμα μια φορά moto-taxi ψάχνοντας στη μαύρη νύχτα το ξενοδοχείο που είναι ένα μεγάλο, παλιό, άδειο, σχεδόν εγκαταλειμμένο κτίριο. Ζεστό νερό δεν έχει και ο ύπνος είναι και πάλι περιορισμένος. Το ξηέμρωμα τριγυρνάμε στην πόλη και να αποφασίζουμε για τη συνέχιση του ταξιδιού. Έκανα μεγάλο λάθος που έκλεισα και πλήρωσα online το ξενοδοχείο γιατί η ιστοσελίδα δεν είχε ενημερώσει για την εξόφληση και πρέπει να διαπραγματευτώ για αρκετή ώρα με την κοπέλα που είχε πρωινή βάρδια. Προσπαθώ να εξηγήσω στα γαλλικά που δε μιλώ, εκείνη παίρνει αρκετά τηλεφωνήματα μέχρι να αποκατασταθεί η αμφισβήτηση. Το Ngaoundéré είναι μια ισλαμική πόλη που ικανοποιεί το γούστο μόνο των φανατικών του είδους και βέβαια, όπως και στο υπόλοιπο ταξίδι, δεν βλέπουμε κανέναν άλλο τουρίστα που να έχασε τα λογικά του για να έρθει εδώ Χριστουγεννιάτικα. Με πληθυσμό που αυξήθηκε απότομα στο ένα εκατομμύριο λόγω Kεντροαφρικανών μεταναστών, αποτελεί την πρωτεύουσα της επαρχίας Adamawa. Τα λίγα αξιοθέατά της δεν είναι άξια λόγου. Το Μεγάλο Τζαμί της πόλης, που τμήμα του είναι υπό ανακαίνιση, δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον ενώ ακριβώς δίπλα, το παλάτι του Lamido, όπως ονομάζονται οι τοπικοί βασιλιάδες, απαιτεί εισιτήριο εισόδου. Όσο αρνούμαστε να μπούμε, τόσο η τιμή μειώνεται, όμως από μια λαθραία περιήγηση που κάνουμε δε μας ενθουσιάζει καθόλου, ούτε έχει τη μεγαλοπρέπεια παλατιού που έχουμε στο μυαλό μας. Κινούμαστε στους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης και περιπλανιόμαστε στο Grand Marché, μια χαοτική υπαίθρια αγορά μέσα σε ένα τυπικό σύννεφο σκόνης και εντόμων. Παρά τα χιλιόμετρα που διανύουμε μέσα στον καυτό ήλιο, δε βρίσκουμε ούτε ένα καφενείο ή εστιατόριο για να ανακτήσουμε δυνάμεις. Παραδόξως λίγο αργότερα συναντάμε ένα παντοπωλείο όπου αγοράζουμε κάτι να πιούμε. Απέναντι βρίσκεται ένα κοτοπουλάδικο και λίγο παραπάνω, με τη βοήθεια του internet βρίσκουμε κρυμμένο μέσα σε μια αυλή, ένα όμορφο εστιατόριο, μάλλον το μοναδικό στην πόλη με ευρωπαϊκό μενού. Πόσο απολαυστική μου φαίνεται μετά από τόσες μέρες μια μπριζόλα με μανιτάρια, μια πίτσα και μια μεγάλη μπίρα! Εκτός από εμάς, γευματίζει ένας υπερήλικας λευκός με τη νεότερη Αφρικανή σύζυγο του και τον οδηγό του. Μετά το στομαχικό σοκ κατόπιν τόσων ημερών πείνας, πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε εδώ πάνω που ήρθαμε! Δυστυχώς ο βορράς δεν αποτελεί μια περιοχή με μεγάλο ενδιαφέρον, εκτός από κάποια εθνικά πάρκα στον απώτερο βορρά που απαιτούν βεβαίως αυτοκίνητο 4Χ4, περίπλοκες διαδικασίες αδειών και στρατιωτικής συνοδείας λόγω επιθέσεων της τρομοκρατικής Boko Haram. Μια άλλη λύση θα ήταν να περάσουμε νωρίτερα από ότι είχαμε στο πλάνο τα σύνορα με το Τσαντ, όπου θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας.

Ψάχνοντας, σε λιγοστές ιστοσελίδες ανακαλύπτω κάποιες ενδιαφέρουσες φυλές στα βορειοδυτικά, κοντά στο χωριό Poli, προς τα σύνορα με τη Νιγηρία. Για να μη μας ψάχνει λοιπόν η Boko Haram, πάμε να τη βρούμε εμείς. Κάποιοι από το προσωπικό του εστιατορίου μιλούν ελάχιστα αγγλικά και ζητώ τη βοήθειά τους για ανεύρεση αυτοκινήτου. Μια κυρία με συμβουλεύει πως θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά τον εκάστοτε οδηγό και δεν είναι σοφό και ασφαλές να ψάχνουμε τυχαία. Ταξιδιωτικά γραφεία δεν υπάρχουν στην πόλη οπότε μας λέει να δοκιμάσουμε στο σταθμό των λεωφορείων. Πράγματι πηγαίνουμε εκεί και αρχίζουμε να ρωτάμε τους πάντες. Η εξυπηρετικότητα των Αφρικανών -όταν μυριστούν προμήθεια- είναι άμεση. Έτσι, μας βάζουν σε ένα ταξί και μεταφερόμαστε σε μικρή απόσταση όπου συγκεντρώνονται μερικοί ακόμα καλοθελητές. Μεταξύ αυτών και ένας νεαρός που γίνεται κολλιτσίδα, δείχνοντας μου μια κάρτα που τον παρουσιάζει ως ξεναγό τουριστών και υποσχόμενος πως γνωρίζει την περιοχή. Κάποια στιγμή καταφτάνει και ένας οδηγός αυτοκινήτου με ένα… κλασικά σαράβαλο Toyota Corolla. Συμφωνούμε την τιμή για 3 ημέρες (100.000 CFA – €150 χωρίς τα καύσιμα) συν τα χρήματα του “ξεναγού”. Οι καλοθελητές ζητούν μερίδιο κι εμείς τους παραπέμπουμε στον οδηγό για να τα βρουν μεταξύ τους. Μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο για να πάρουμε τις αποσκευές, ο οδηγός μετανιώνει και μας εγκαταλείπει. Οι μεσάζοντες που ανέμεναν την αμοιβή, δεν αργούν να βρουν άλλον οδηγό που καταφτάνει με ένα ακόμα πιο απαρχαιωμένο Corolla. Αφού δίνουμε μια προκαταβολή που καταλήγει στα χέρια των μεσαζόντων, φορτώνουμε τις αποσκευές με την ελπίδα να αναχωρήσουμε για τη μεγάλη διαδρομή. Ως συνήθως, ο χρόνος έχει πλασματική έννοια στην Αφρική, είναι μη προβλέψιμος και η αξία του μηδενική. Πρέπει πρώτα να πάμε στο σπίτι του “ξεναγού” για να πάρει ρούχα, αλλά και σε 2-3 υπαίθρια βουλκανιζατέρ για να βρούμε τροχό ρεζέρβας. Μέχρι να βάλουμε καύσιμα και να αγοράσουμε μερικά μπουκάλια νερό, πέφτει η νύχτα και ακόμα δεν έχουμε διανύσει ούτε ένα από τα 220χλμ μέχρι τον προορισμό μας. Μόνο για να βγούμε από την πόλη, πρέπει να διασχίσουμε έναν άθλιο χωματόδρομο για πολλή ώρα, αλλά η άσφαλτος που ακολουθεί είναι ακόμα χειρότερη, με συνεχείς βαθιές λακκούβες που περιορίζουν την ταχύτητά μας στα 20 χλμ/ώρα. Φυσικά οι ελπίδες να φτάσουμε κάπου εξανεμίζονται και η απογοήτευση υπερισχύει των κινδύνων του να ταξιδεύεις βράδυ στην Αφρική και μάλιστα σε επικίνδυνη περιοχή. Δεν καταφέρνουμε να διανύσουμε ούτε τη μισή απόσταση στο τμήμα του δρόμου που θεωρείται κεντρική αρτηρία με τον απώτερο βορρά της χώρας. Πρέπει να βρούμε τόπο διανυκτέρευσης. Αναθαρρούμε όταν μαθαίνουμε πως στο σημείο εκείνο υπάρχει ένα auberge, δηλαδή πανδοχείο για οδηγούς φορτηγών. Αυτό που αντικρίζουμε μέσα στο μαύρο σκοτάδι είναι ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους που κοιμούνται στο πάτωμα. Αρνούμαστε να μείνουμε εκεί και προτείναμε να ψάξουμε κάποιο άλλο που να διαθέτει κρεβάτια, ειδάλλως η έσχατη λύση θα είναι να κοιμηθούμε στο αμάξι, με όποιο κίνδυνο αυτό εγκυμονεί. Σε κάποια απόσταση υπάρχει ένα ακόμα auberge που διαθέτει κρεβάτια. Είναι η τελευταία μας ελπίδα. Όμως είναι κατασκότεινο και κανείς δεν ανοίγει την πόρτα που χτυπάμε. Περνά περίπου μισή ώρα μέχρι να ανακαλύψουμε ένα μικρό σπιτάκι πιο πίσω και να ξυπνήσουμε μια οικογένεια που δεν έδειχνε πρόθυμη να διακόψει τον ύπνο της. Ένα παιδί 6-7 ετών μας ανοίγει τα σκονισμένα δωμάτια-φυλακές που διέθεταν υποτυπώδη ντιβάνια. Φυσικά δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα ούτε νερό, παρά μόνο αυτές τις βρομερές πλαστικές τσαγιέρες με τις οποίες οι άνθρωποι στη Δυτική Αφρική πλένουν τα χέρια, το πρόσωπο και τις ευαίσθητες περιοχές. Ευτυχώς η ασιτία αναβάλλει για πολλές μέρες τις εντερικές λειτουργίες μου. Ανάβουμε φακούς για να στρώσουμε τους υπνόσακους. Το πρωί με ξυπνά ένας αρουραίος που βγήκε από το τρύπιο ταβάνι και έκοβε βόλτες πάνω σε ένα κουρτινόξυλο. Το θεώρησα αγένεια εκ μέρους του και τον έδιωξα ενημερώνοντάς τον ότι έχω φάει κάποιον συγγενή του. Ξεκινάμε πάλι το μαρτυρικό δρόμο αλλά δεν έχουμε ιδέα για την κατάσταση που μας περιμένει. Μερικές μπανάνες που αγοράζουμε στο δρόμο και μια πολτοποιημένη μπάρα δημητριακών θα είναι για άλλη μια μέρα το μοναδικό φαγητό μας. Τα 100 χιλιόμετρα διαδρομής που υπολείπονται, απλά δεν είναι δρόμος. Πρόκειται για ένα νεροφαγωμένο, γεμάτο ποταμίσιες πέτρες μονοπάτι που είναι αδιανόητο να διασχίσει ένα συμβατικό αυτοκίνητο σαν το δικό μας, ακόμα και τετρακίνητο θα δυσκολευόταν. Σε πολλά αδιάβατα σημεία πρέπει να χτίζουμε με πέτρες τα σημεία περάσματος, με όχημα να χτυπά συνεχώς πάνω σε πέτρες και αναχώματα και να περνά μέσα από ποτάμια μιας και οι περισσότερες γέφυρες είναι πεσμένες. Το χώμα εδώ είναι υπόλευκο, έτσι για ποικιλία, και τα ρουθούνια μας δημιουργούν στα χαρτομάντιλα, αφηρημένα έργα μιας διαφορετικής τεχνοτροπίας. Ο οδηγός βρίζει συνεχώς, μετανιωμένος για την απόφασή του, σε έναν δρόμο που προφανώς δε γνώριζε. Τελικά αργά το μεσημέρι φτάνουμε στο Poli, έναν ξεχασμένο οικισμό στο πουθενά με σχολείο και κοινοτικό κτίριο. Στην περιοχή ζουν οι Mbororo ή αλλιώς Wodaabe, μια υποομάδα της φυλής των Fulani που συναντάται σε όλη την υποσαχάρια περιοχή του Sahel, από το Μάλι μέχρι το Σουδάν. Υιοθετούν μια φιλελεύθερη εκδοχή του Ισλαμισμού και έχουν ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Οι γυναίκες έχουν πρόσωπα κεντημένα με τατουάζ και φορούν πολύχρωμα ρούχα. Στην άνυδρη περιοχή αυτή ζουν ως νομάδες ή σε μικρές καλύβες, διατηρώντας κοπάδια με μακρυκέρατα βοοειδή zebu. Είναι άνθρωποι πολύ φιλικοί, φιλόξενοι και αρκετά ντροπαλοί. Κάποια από τα νεαρά κορίτσια είναι πιο άνετα στο φωτογραφικό φακό ενώ άλλα λιγότερο, κατασκευάζουν μικρά μπιζού από χρωματιστές χάντρες ενώ τα αγόρια πλάθουν από λάσπη αγαλματάκια zebu. Δίνουμε γραφική ύλη, τετράδια και μαρκαδόρους στα παιδιά.

Όμως εμείς αναζητάμε κι άλλες, σπανιότερες φυλές, κάποιες πρωτόγονες τοπικές κοινότητες με ημίγυμνη περιβολή. Μας ενημερώνουν όμως πως η φυλή των Koma που αναζητούσαμε, δε βρίσκεται εκεί αλλά πολύ πιο μακριά, στο χωριό Tchamba. Ανοίγω το gps και μελετώντας το χάρτη με πιάνει απόγνωση. Μια απόσταση τουλάχιστον 110χλμ στον αφόρητα κακό δρόμο. Φυσικά ο οδηγός αρνείται να συμπεριλάβει στη συμφωνία μας τη μετάβαση εκεί και έχει δίκιο. Παραδόξως, ζητά μόνο 10.000 CFA (€15) επιπλέον και βέβαια δεχόμαστε. Αναλαμβάνω να οδηγήσω το αυτοκίνητο για να τον ξεκουράσω, και ομολογουμένως το πηγαίνω πολύ πιο γρήγορα από αυτόν και πιο ομαλά.
Λίγο έξω από το Poli και αφού “χτίσαμε” μια γέφυρα που είχε υποχωρήσει για να περάσουμε, μας σταματάει φυλάκιο της αστυνομίας στη μέση του πουθενά. Τρεις πιτσιρικάδες με πολιτική περιβολή και μια ευτραφής κυρία με χακί παντελόνι και σαγιονάρες που δεν έμοιαζαν καθόλου με αστυνομικούς, αρνούνται να μας επιτρέψουν τη διέλευση, ισχυριζόμενοι πως δεν είναι ασφαλής η περιοχή και θα πρέπει να έχουμε στρατιωτική συνοδεία. Μετά από τόση ταλαιπωρία δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουμε πίσω και προσπαθούμε να κάνουμε χρήση κάθε μέσου για να τα καταφέρουμε, από διαβεβαιώσεις περί δικής μας ευθύνης σε ενδεχόμενο συμβάν, μέχρι υποτιθέμενα τηλεφωνήματα σε πρέσβεις και υπουργούς. Η κυρία κάνει κι εκείνη τηλεφωνήματα σε κάποιον ανώτερό της, η συνεννόηση έχει χαθεί στη μετάφραση και ο “οδηγός” δεν έχει ιδιαίτερες διαπραγματευτικές ικανότητες. Πολύτιμος χρόνος χάνεται για ακόμα μια φορά μέχρι να μας ξεφουρνίσουν διακριτικά ότι η κυρία θέλει φιλοδώρημα. Είναι αρχή μας να μη χρηματίζουμε κανέναν υπάλληλο του κράτους και να επιμένουμε, όμως οι συνθήκες εδώ είναι όλες εναντίον μας και το αντίτιμο αστείο (1500CFA – €2). “Δε μας το έλεγες κυρά μου τόση ώρα;”Η κυρία τσεπώνει κρυφά τα λεφτά αλλά της “γυαλίζει” και το ορειβατικό παντελόνι του Π. που θα της ταίριαζε για uniform. Εκτός του ότι επ’ ουδενί δε θα ξεβρακωνόμασταν, θα ήταν και αδύνατο να χωρέσουν τα οπίσθιά της μέσα σε αυτό. Φεύγουμε αγανακτισμένοι για την καθυστέρηση, με μια τεράστια και δύσκολη διαδρομή μπροστά μας. Αναγκαζόμαστε μάλιστα να κάνουμε μια μεγάλη παράκαμψη σε σχέση με το δρόμο του χάρτη μιας και η πιο σύντομη ευθεία διακόπτεται από ένα ποτάμι. Στη διαδρομή συναντάμε αρκετούς οικισμούς της φυλής Mbororo με μικρά τζαμιά, ποτάμια με πεσμένες γέφυρες. Περνάμε από τις παρυφές του εθνικού πάρκου Faro, με αρκετές αντιλόπες και χιμπατζήδες μέσα σε ένα -ξερό αυτή την εποχή και σε πολλά σημεία καμένο- δάσος. Την τακτική εμπρησμών από τους ντόπιους δεν την κατανόησα, ίσως αποσκοπεί σε δημιουργία βοσκότοπων. Ένα ακόμα σημείο ελέγχου της αστυνομίας βρίσκεται στο σημείο εισόδου του εθνικού πάρκου, επίσημο αυτή τη φορά, με κανονικό κτίριο, σημαίες και χωρίς οικονομικές απαιτήσεις. Ένα διερχόμενο ημιφορτηγό, φορτωμένο μέχρι το Θεό με μπιτόνια λαθραίου καύσιμου από τη Νιγηρία, πουλά σε τιμή ευκαιρίας κι εμείς εκμεταλλευόμαστε την προσφορά. Συνεχίζουμε τον ατελείωτο δρόμο, το στίγμα δείχνει ότι κοντεύουμε, φτάνουμε και στο μεγάλο ποτάμι. Μια μεγάλη σύγχρονη γέφυρα συνδέει τη μία πλευρά με την άλλη παρ’ ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά δρόμος σε καμία κατεύθυνση. Χωρίς όμως την ύπαρξη της γέφυρας θα ήταν αδιάβατο το σημείο. Μικρά παιδιά μαζεύονται γύρω μας σε ένα ενθουσιώδες παραλήρημα, στο όμορφο αυτό σκηνικό με φόντο τον ποταμό στα φώτα το δειλινού. Μετά τη γέφυρα αρχίζουν πάλι οι εκτός δρόμου περιπέτειες, το αμάξι πασχίζει να ανέβει αναχώματα και χτυπά συνεχώς το σασί του σε πέτρες, επιβεβαιώνοντας την αντοχή των Toyota. Κάθε τρεις και λίγο κατεβαίνουμε για να ελαφρώσουμε το βάρος, έως ότου ο οδηγός εγκαταλείπει, αποφαασίζοντας να τερματίσει τη διαδρομή στη μέση του πουθενά. Έχει μεν δίκιο αλλά απ’ την άλλη πρέπει να τηρήσει τη συμφωνία. Είναι τόσο νευριασμένος που δε λέμε κουβέντα, φορτωνόμαστε τις βαριές αποσκευές και αρχίζουμε να βαδίζουμε προς το Tchamba που απέχει 9χλμ. Δε θα φτάναμε ποτέ πεζή, αλλά υπήρχε μια ελπίδα να περάσει κάποια μοτοσικλέτα. Τελικά καταφέρνουμε να μεταπείσουμε τον οδηγό λέγοντάς του ένα μικρό ψεματάκι, πως απέχουμε μόλις 4χλμ.


Το Tchamba είναι ένα αποκομμένο ακριτικό χωριό, προσεγγίσιμο κυρίως από τη Νιγηρία και λιγότερο από το Καμερούν. Ο ηλεκτρισμός δεν έχει φτάσει ακόμα εδώ, όμως εναερίτες εργάζονται για το σκοπό αυτό και υπερήφανοι μας δηλώνουν πως θα ολοκληρωθεί σε μερικούς μήνες. Καθώς το σούρουπο ντύνει με μαβιά χρώματα τον οικισμό με τα τεράστια δέντρα baobab, ο μουεζίνης καλεί από το τζαμί τους πιστούς για προσευχή και τα μικρά παιδιά γεμίζουν μπιτόνια με νερό στην κεντρική ποδοκίνητη αντλία του χωριού. Όλα αυτά δημιουργούν ένα εναλλακτικά ρομαντικό σκηνικό σε αυτή την απομονωμένη εσχατιά του πλανήτη. Εμείς αναζητούμε κατάλυμα και ευτυχώς υπάρχει το σπίτι του Lamido, του άρχοντα της περιοχής που απουσιάζει αλλά διαθέτει δυο δωμάτια με ένα απλό κρεβάτι και μια τρύπα σε ρόλο τουαλέτας απ’ όπου οι κατσαρίδες ξεπηδούσαν κατά εκατοντάδες. Η κεντρική αντλία θα απαλλάξει το κεφάλι μας από το χώμα αλλά για το υπόλοιπο σώμα θα αρκεστούμε για μια ακόμα μέρα σε υγρά μαντιλάκια. Μας καλούν σε ένα οίκημα για να φάμε επιτέλους και μάλιστα φέρνουν ειδικά για εμάς… καθίσματα. Το φαγητό περιλαμβάνει ρύζι, γαρνιρισμένο με τραγανό χώμα και κρέας γεμάτο λίπος. Ξεδιψώ και αναπληρώνω τη χαμένη ενέργεια πίνοντας αρκετό τσάι, με πλεόνασμα ζάχαρης όπως παραδοσιακά είθισται. Η χρέωση του “δείπνου” είναι αδικαιολόγητη, του καταλύματος επίσης, και είναι λάθος να πιστεύεις σε διάθεση φιλοξενίας από τη στιγμή που έχεις λευκό δέρμα, πράγμα στερεοτυπικά συνυφασμένο με πλούτο. Το χωριό έχει λίγα μικρά μαγαζάκια, ένα εκ των οποίων είναι υποτυπώδες παντοπωλείο που μπορείς να προμηθευτείς το πανταχού παρόν διάσημο αναψυκτικό, ιδανικό για πρόληψη στομαχικών διαταραχών που ευτυχώς ποτέ δεν έχω. Τα υπόλοιπα τρία μαγαζάκια πωλούν ηλεκτρισμό για φόρτιση των κινητών που έχουν όλοι. Φορτίζουμε κι εμείς και πριν πάμε για ύπνο περιηγούμαστε στα δρομάκια του χωριού, κάτω από τα baobab όπου ξαπλωμένοι σε χαλιά πίνουν το τσάι τους οι ντόπιοι συμμετέχοντας στην κοινωνική ζωή.


Η φυλή Koma

Το ξημέρωμα ξεκινάμε για τα χωριά της φυλής Koma μαζί με ένα αστικοποιημένο μέλος της φυλής σε ρόλο διερμηνέα. Διανύουμε λίγα χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο και πεζοπορούμε μερικά ακόμα σε μια ξερή σαβάνα με διάσπαρτες καλύβες, μέχρι τους πρόποδες της οροσειράς Atlantika που αποτελεί το φυσικό σύνορο με τη Νιγηρία. Φτάνοντας στον πρώτο οικισμό με λίγες καλύβες που είναι και ο πιο προσεγγίσιμος στο δεδομένο χρόνο μας, συναντάμε μόνο τον αρχηγό της φυλής, ντυμένο μονάχα με ένα τσουβάλι σε μορφή φούστας και ένα είδος μπερέ στο κεφάλι. Μας υποδέχεται εγκάρδια και μας ενημερώνει πως οι υπόλοιποι κάτοικοι απουσιάζουν σε μια ετήσια γιορτή των χωριών. Αυτό είναι μεγάλη ατυχία που θα μπορούσε όμως να μετατραπεί σε τύχη αν καταφέουμε να παρευρεθούμε στη γιορτή. Ο αρχηγός συμφωνεί να μας οδηγήσει εκεί. Αφού πεζοπορούμε για ένα 30λεπτο, ο αρχηγός σταματά για να προσευχηθεί σε μια ιερή πέτρα. Ακολουθούμε κι εμείς το τελετουργικό και οι οιωνοί φαίνονται θετικοί στον αρχηγό. Όμως, τελικά δηλώνει ότι τα πνεύματα αποφάσισαν πως πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Η απόγνωσή μας κορυφώνεται, τόσος κόπος και έξοδα για να φτάσουμε μέχρι εδώ χωρίς να καταφέρουμε το σκοπό μας! Προσπαθούμε για πολλή ώρα να διαπραγματευτούμε ή έστω να κατανοήσουμε τους λόγους, να μεταπείσουμε προσφέροντας χρήματα. Ο αρχηγός είναι αμετανόητος και αποχωρεί. Είμαι πολύ θυμωμένος και πεισματικά μαζί με το συνταξιδιώτη μου αποφασίζουμε να προχωρήσουμε μόνοι μας στην άγνωστη περιοχή. Ο τοπικός οδηγός τρομοκρατείται, προσπαθώντας για πολλή ώρα να μας μεταπείσει εγείροντας ανησυχίες για κινδύνους όπως το να χαθούμε, να μας απαγάγει η Boko Haram, να δημιουργηθεί πρόβλημα με τη φυλή ή την αστυνομία. Τίποτα δε μπορεί να μας αλλάξει την απόφαση, ούτε οι τοπικοί Θεοί. Ζητάμε έστω να μας δείξουν το μονοπάτι. Συνεχίζουμε μόνοι για αρκετές ώρες, χωρίς να είμαστε προετοιμασμένοι για μακρά πεζοπορία στα βουνά. Κουβαλώ ένα σακίδιο πλάτης που ζύγιζε πάνω από 10 κιλά, μεταφέροντας περιττό φωτογραφικό εξοπλισμό και άλλα άχρηστα αντικείμενα. Ο καθένας μας έχει από μισό μπουκάλι με νερό που πολύ σύντομα κρίνεται ανεπαρκές κάτω από τον ανελέητο αφρικανικό ήλιο. Σε κάποιο σημείο διασχίσαμε ένα ποτάμι με λιγοστό νερό που δροσίζει το κεφάλι μας αλλά βέβαια δεν είναι ασφαλές για να το πιούμε. Με μεγάλη οικονομία δροσίζουμε τα χείλη μας με το λιγοστό πόσιμο νερό και τρώμε τσίχλες για να περιορίσουμε τη δίψα. Μετά το ποτάμι και τη σύντομη ανάπαυση, το μονοπάτι χάνεται. Ένας σκύλος ακούγεται να γαβγίζει κάπου αλλά η κατεύθυνση δεν είναι σαφής λόγω αντίλαλου. Η διαδρομή γίνεται απότομα ανηφορική, ακολουθούμε την κατεύθυνση του ποταμού που όμως είναι δύσβατη, γεμάτη με τεράστιους λείους βράχους. Το σακίδιό μου επηρεάζει επικίνδυνα το κέντρο βάρους μου, με τραβά πίσω, σε έναν τόπο όπου το ενδεχόμενο ατύχημα μπορεί να απειλήσει την ίδια τη ζωή. Σε κάποια βρεγμένα σημεία γλιστρώ προς τα πίσω, σερνόμενος μπρούμυτα στο βράχο, ευτυχώς χωρίς συνέπειες. Η δοκιμασία αυτή εξαντλεί τα αποθέματα δύναμης, που σε συνδυασμό με την πείνα και την αφυδάτωση, σύντομα μετατρέπουν τη βόλτα σε άσκηση επιβίωσης. Αμφισβητώ τον εαυτό μου,  αναρωτιέμαι γιατί το κάνω όλο αυτό αντί να απολαμβάνω δυτικές ανέσεις και διακοπές ξεκούρασης και αναψυχής όπως ο περισσότερος κόσμος! Όμως πεισματικά δεν εγκαταλείπω. Απομακρυνόμαστε από την κοίτη του ποταμού και συνεχίζουμε σε ανηφορικά μονοπάτια μέσα σε ξερό δάσος. Η κούραση, η ζέστη και η αφυδάτωση, αφαιρεί την προσοχή από τον περιβάλλοντα χώρο και το έδαφος που καλύπτεται από ξερά φύλλα θα μπορούσε να κρύβει φίδια. Άλλωστε, αν δεν υπάρχουν black mambas και άλλα δηλητηριώδη φίδια στην Αφρική, τότε πού; Σε κάποιο σημείο, για να κόψω δρόμο απομακρύνομαι από το συνταξιδιώτη μου και σε ελάχιστο χρόνο, χανόμαστε μεταξύ μας! Βρίσκομαι μόνος μου μέσα στο δάσος και τον φωνάζω αλλά δε με ακούει, ούτε εγώ ακούω κάτι. Χωρίς να το γνωρίζω, έχει πλησιάζει πάλι το ποτάμι και ο θόρυβος καλύπτει τα καλέσματά μου. Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται κρίσιμη. Αναγκάζομαι να σπαταλήσω κι άλλες δυνάμεις επιστρέφοντας πίσω στο ποτάμι. Σκαρφαλώνω ξανά στα βράχια, πασχίζω να μη γκρεμοτσακιστώ. Μετά από ώρα τελικά βρίσκω πάλι τον Π. Είμαστε κοντά στις 6 ώρες άσκοπης περιπέτειας και αποφασίζουμε να προχωρήσουμε για μια ώρα ακόμα, μήπως τελικά βρούμε το χωριό. Ακολουθούμε ένα απότομο μονοπάτι που έχει μερικά σκουπίδια, δείγμα ανθρώπινης παρουσίας. Αυτό είναι καλό σημάδι. Βρίσκουμε και κάποια χαρτονομίσματα, Νιγηριανά, καμένα και σχισμένα. Αυτό είναι κακό σημάδι. Το μονοπάτι είναι προφανέστατα δίοδος διακινητών και λαθρομεταναστών. Το GPS δείχνει ότι απέχουμε περί τα 4χλμ από τη συνοριακή γραμμή αλλά το μονοπάτι γίνεται όλο και πιο απότομο. Απογοητευμένοι συνεχίζουμε στο μονοπάτι που γίνεται ακόμα πιο ανηφορικό και με δυσκολία κρατιόμαστε από θάμνους για να το ανέβουμε. Κάποια στιγμή ακούμε από μακριά φωνές. Όχι, δεν είναι η Boko Haram, ούτε έχουμε την τύχη να βρούμε τη φυλή. Είναι ο τοπικός οδηγός που φωνάζει να επιστρέψουμε. Εμείς του φωνάζουμε ότι δεν επιστρέφουμε, ας έρθει εκείνος σ’ εμάς. Όταν τελικά καταφτάνει, είναι σε πολύ ανήσυχη κατάσταση. Το μονοπάτι που βρισκόμαστε, όπως είχαμε καταλάβει κι εμείς, είναι λαθραίο πέρασμα Νιγηριανών. Αν μας συναντούσαν θα μας παρέδιδαν στη Boko Haram και δε θα μας ξανάβλεπε κανείς. Αν υπήρχε απώλεια της ζωής μας, θα δημιουργούνταν διπλωματικό ζήτημα και σοβαρές κυρώσεις και για τον οδηγό.

Για καλή μας τύχη και πρωτόγνωρη προνοητικότητα από τους Αφρικανούς φίλους μας, μας περιμένουν δύο μπουκάλια νερό που είχαν ξεμείνει στο αμάξι. Περιττό να πω ότι το αδειάζω μονορούφι. Πλησιάζοντας στο χωριό, προς μεγάλη μας έκπληξη, ακούμε ήχους τυμπάνων και κάποια γιορτή. Τα μέλη της φυλής έχουν επιστρέψει και επιδίδονται σε εορταστικούς χορούς. Πόσο ανόητα μάταιο χάσιμο χρόνου και κόπου ήταν όλο αυτό που είχαμε κάνει, διακινδυνεύοντας χωρίς λόγο!
Οι Koma είναι μια από τις τελευταίες, σπάνια αυθεντικές φυλές, που ζουν χωρίς επιρροές εκσυγχρονισμού σε 40 περίπου χωριά στα όρη Atlantika της περιοχής Adamawa, εκατέρωθεν των συνόρων Καμερούν και Νιγηρίας.
Ο οικισμός φιλοξενεί περί τα 15 άτομα. Οι γυναίκες φορούν μια αυτοσχέδια φούστα από φρέσκα φύλλα και είναι γυμνόστηθες, με μαστούς ισχνούς και κρεμασμένους. Οι λίγοι άνδρες είναι ντυμένοι με τσουβαλένια λινάτσα ενώ τα παιδιά είναι γυμνά. Ο αρχηγός και οι υπόλοιποι μας υποδέχονται εγκάρδια, γεμάτοι χαμόγελα, σα να αγνοούσαν την ξεροκεφαλιά μας. Ο αρχηγός μας βάζει να κάτσουμε δίπλα του με σταυρωμένα πόδια και μας μυεί στο παραδοσιακό τελετουργικό. Μέσα σε μια βρόμικη κολοκύθα απ’ όπου έπιναν όλοι, μας προσφέρει κρασί από γάλα, δηλαδή ένα ξινισμένο ρόφημα γεμάτο χώμα. Θα το πιω αρχηγέ μου το ποτήριον τούτο. Και μη με ξαναρωτήσει κανείς περί εμβολίων. Ο αρχηγός μας ρωτά τι δουλειά κάνουμε και για απλοποίηση της συνεννόησης δηλώνουμεε φωτογράφοι, εκφράζοντας την πρόθεση να δημοσιεύσουμε τις εικόνες και κάνοντας γνωστό τον πολιτισμό τους στη μακρινή Ευρώπη. Χορεύουμε ξέφρενα μαζί τους, μοιραζόμαστε τον ενθουσιασμό του τελετουργικού με τη γλώσσα του σώματος να εκφράζει τη συνένωση δυο τόσο διαφορετικών κόσμων. Τους προσφέρουμε τα δώρα που είχε υποδείξει ως χρήσιμα ο τοπικός οδηγός, ρύζι, καπνός, σπίρτα και σαπούνι που κάθε πλάκα του μοιράστηκε σε μικρότερα κομμάτια. Δεν κατάλαβα τη χρησιμότητα των σπίρτων, μιας και η γηραιότερη κυρία άναψε φωτιά με πέτρινο τσακμάκι σε 5 δευτερόλεπτα. Ο Π. τους χάρισε ένα βάζο με μέλι το οποίο μοιράστηκε στις κολοκύθες όλων και με τα δάχτυλα γέμισαν το στόμα τους απολαμβάνοντας τη γλύκα της πολύτιμης τροφής.


Ικανοποιημένοι, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Λόγω της απρόσμενης καθυστέρησης, αναγκαστικά θυσιάστηκε η επίσκεψη στο εθνικό πάρκο Benoue, το οποίο άλλωστε δεν πιστεύω ότι θα καταφέρναμε να διασχίσουμε με αυτό τον ακατάλληλο τύπο αυτοκινήτου. Μέσω της ίδιας βασανιστικής διαδρομής καταφέρνουμε να φτάσουμε αργά το βράδυ στο Poli. Ένα ακόμα άθλιο κατάλυμα θα μας φιλοξενήσει, χωρίς δυνατότητα ντους για μία ακόμα μέρα. Ένα πιάτο ρύζι με σάλτσα και χώμα σε υπαίθριο μαγειρειό υπό το φως του φακού, θα μετριάσει ελάχιστα τη συνεχιζόμενη ασιτία. Στο “auberge” που είναι και το μοναδικό κατάλυμα, διανυκτερεύουν και δυο μέλη μη κερδοσκοπικής δράσης χρηματοδοτούμενης από την αμερικανική πρεσβεία. Έχουν οργανώσει κάποια εκδήλωση την επόμενη μέρα με μαθητές του χωριού και μια ποδοσφαιρική ομάδα κοριτσιών που υποστήριζαν. Μιας και θέλουμε κι εμείς να παραδώσουμε επιτέλους την υπόλοιπη γραφική ύλη που μεταφέρουμε τόσες μέρες για τα παιδιά, θεωρήσαμε κατάλληλη την περίσταση. Πράγματι, το πρωί είναι συγκεντρωμένα πάνω από 100 παιδιά, ποδοσφαιριστές και μαθητές, σε μια αλάνα του χωριού. Οι μη κερδοσκοπικοί φίλοι μας, στήνουν ένα τραπέζι με την αστερόεσσα ως τραπεζομάντιλο και ηχητική εγκατάσταση. Μιας και δεν έχουμε άνεση χρόνου, μοιράζουμε τα τετράδια, τα στυλό, τους μαρκαδόρους στα παιδιά χαρίζοντάς τους -όπως σε κάθε ανάλογη πρωτοβουλία μας- μεγάλη χαρά. Μας είχαν μιλήσει για ένα ισλαμικό σχολείο του χωριού και κρατήσαμε μερικά πράγματα για να μοιράσουμε κι εκεί. Σε μια μικρή αυλή συνωστίζονται πάμφτωχα παιδιά και δασκάλες με ισλαμική περιβολή, καθώς και κάποιοι μεσήλικες διδάσκαλοι του Κορανίου. Σε αντίθεση με άλλα σχολεία που έχουμε επισκεφτεί σε διάφορες αφρικανικές χώρες, δε μας δίνουν μεγάλη σημασία ούτε νοιάζονται για την επιμέλεια των παιδιών ώστε να μοιράσουμε με τάξη και χωρίς έκτροπα τη γραφική ύλη. Το αποτέλεσμα είναι οι μαθητές να σπρώχνονται ατάκτως, να δυσκολεύουν το έργο μας και να ασκούν βία μεταξύ τους σα να βρίσκονταν στο δρόμο.

Από το Poli μέχρι τον τελικό προορισμό μας που ήταν τα σύνορα με το Chad, απέχουν 470 ολόκληρα χιλιόμετρα τους, συμπεριλαμβανομένου του γνωστού νεροφαγωμένου ανύπαρκτου δρόμου αλλά και της γεμάτης λακκούβες κεντρικής οδού. Παρά το ότι ο χάρτης εμφανίζει συντομότερες διαδρομές, ο οδηγός υποστηρίζει πως η ασφαλής διαδρομή είναι η κυκλική που περνά από τις παρυφές του Ngaoundere. Ο «ξεναγός» προσπαθούσε επανειλημμένα όλες τις προηγούμενες μέρες να μας αποσπάσει περισσότερα χρήματα, ισχυριζόμενος ότι οι 3 νύχτες αντιστοιχούσαν σε 4 μέρες. Η υπομονή μας αρχίζει να εξαντλείται με την πονηριά του και του εξηγούμε σαφώς στο χαρτί το πώς μετρώνται τα 24ωρα. Ο οδηγός από την άλλη είναι κύριος και παρ’ ότι δε μιλούσε αγγλικά, όταν του επιβεβαιώναμε το ποσό της συμφωνίας, ησύχαζε αγνοώντας τον επίμονο ξεναγό. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μας σταματά η αστυνομία που βεβαιώνει παράβαση στον οδηγό λόγω έλλειψης πυροσβεστήρα και τρίγωνου. Παρά τη γελοία αξίωση σε αυτό τη σημείο του πλανήτη όπου οι κανόνες ασφαλείας είναι άγνωστη έννοια, όπου τα δημόσια αυτοκίνητα μεταφέρουν 8 άτομα, προσπαθούμε χαμογελαστοί να κάνουμε δημόσιες σχέσεις με έναν αστυνομικό γιγαντιαίων διαστάσεων και ανοίγοντας κουβέντα για την Ελλάδα. Αποφεύγουμε το να μας βεβαιώσουν την παράβαση, ο αστυνομικός μεσολαβεί στον ανώτερό του και μας χαρίζει το πρόστιμο, ως δείγμα καλής θέλησης προς τους τουρίστες. Ο οδηγός κάνει φιλότιμη προσπάθεια να προλάβουμε τα σύνορα ανοιχτά. Εμείς, όπως όλες τις προηγούμενες, εκθειάζαμε τις οδηγικές του ικανότητες, γεμίζοντάς τον υπερηφάνεια και αγνοώντας τα μύρια εμπόδια της διαδρομής. Παρά τα γκάζια, φτάνουμε στη συνοριακή πόλη Touboro λίγο μετά τις 6 το απόγευμα όπου και πληροφορούμαστε πως τα σύνορα είχαν κλείσει από τις 5. Έτσι, θα μείνουμε σε ένα ακόμα ελεεινό auberge χωρίς τρεχούμενο νερό. Το βράδυ της προπαραμονή πρωτοχρονιάς, διασκεδάζουμε με παρηγοριά πολλές μπίρες σε τοπική ντίσκο με πλειοψηφία ανδρών και λίγες κοπέλες… βρόμικες και αξιολύπητες που έψαχναν απεγνωσμένα πελάτες. Στις 7 το πρωί περιμένουμε μάταια το δημόσιο αυτοκίνητο να έρθει στο “auberge” να μας πάρει. Η διαδικασία θα είναι τελικά η γνωστή. Παίρνουμε moto-taxi μέχρι το σταθμό, αναμονή μέχρι να γεμίσει το όχημα και στρίμωγμα εγώ και ο Π. στο κάθισμα του συνοδηγού μέχρι τα σύνορα απ΄ όπου θα συνεχίσουμε μέχρι το Moundou του Chad. Ακόμα 190 χιλιόμετρα βασανισμού σε ένα όχημα που παθαίνεις ασφυξία από το καυσαέριο που γεμίζει την καμπίνα, τα μάτια δακρύζουν κι εγώ έχοντας την τύχη να κάθομαι στην πλευρά του παραθύρου κάνω όλη τη διαδρομή με το κεφάλι έξω σαν σκύλος. Τα σύνορα είναι μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ένα κλαδί δέντρου χωρίζει τις δύο χώρες.

Cameroon-Chad- BorderΗ καταγραφή των διαβατηρίων γίνεται χειρόγραφα βέβαια, σε 3 διαφορετικά κτίσματα. Στο ένα βρίσκεται ένας νωθρός αστυνομικός, ενώ στο δεύτερο δυο πολύ φιλικοί νεαροί με κάποιες γνώσεις αρχαίων Ελλήνων, όπως του Θαλή και άλλων. Στο τρίτο κτίριο, βρίσκεται ένας αυστηρός κύριος με γυαλιά ηλίου, κελεμπία και κατάλευκο τουρμπάνι τυλιγμένο πολλές φορές στην κεφαλή, όπως παραδοσιακά φορούν στη χώρα αυτή. Ένας ακόμα στρατιώτης θα αδειάσει κάτω στα χώματα όλο το περιεχόμενο των αποσκευών μας κι εμείς θα προσπαθούμε να κρατήσουμε στην αγκαλιά μας τα λίγα εναπομείναντα καθαρά ρούχα! Καλώς ήρθατε στο Τσαντ. Νέες περιπέτειες μας περιμένουν, νέες εμπειρίες και (τρίτοι) κόσμοι να ανακαλύψουμε…

©Αλέξανδρος Τσούτης

Share this Post





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *