μάλι

Φωτογραφίες


Μάλι


🇲🇱

Το Μάλι είναι μια περίκλειστη χώρα της Δυτικής Αφρικής, πρώην Γαλλική αποικία και ίσως η πιο ενδιαφέρουσα σε μια περιοχή που βρίσκεται σταθερά στη λίστα των φτωχότερων του πλανήτη. Το ξηρό και άγονο φυσικό περιβάλλον ανακουφίζει κάπως ο μέγας ποταμός Νίγηρας που διατρέχει τη χώρα απ’ το νότο προς το βορρά χαρίζοντας ζωή. Τα δεινά της φτώχειας και του υποσιτισμού μεγιστοποιούνται από τις αναρίθμητες ασθένειες που πλήττουν τον πληθυσμό, (μαλάρια, κίτρινος πυρετός, δάγκειος, τύφος, χολέρα, ηπατίτιδα, μηνιγγίτιδα, παράσιτα, εντερικά, AIDS, Ebola, κ.α.) ενώ δωρεάν υγεία δεν παρέχεται! Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ένας εμφύλιος πόλεμος πλήττει τη χώρα από το 2012, με το βόρειο μισό της να ελέγχεται από δυνάμεις ανταρτών δημιουργώντας ανθρωπιστική κρίση και βέβαια κάνοντας τον τουρισμό να λήξει οριστικά.

Όλα ξεκίνησαν κατά τη 2η επανάσταση των Touareg που διεκδικούν ένα δικό τους κράτος στην περιοχή του Sahel της δυτικής Σαχάρας, απαιτώντας την ανεξαρτησία του Azawad που περιλαμβάνει και το βόρειο τμήμα του Μάλι. 

Ισλαμιστές της Al Qaeda υποκίνησαν την εξέγερση αλλά στη συνέχεια πρόδωσαν τους Touareg και επέβαλαν τον ακραίο ισλαμικό νόμο της Sharia. Επιθέσεις, απαγωγές, τρομοκρατία, λεηλασίες μνημείων και καταστροφή των περίφημων χειρογράφων του Timbuktu, είναι μέρος των ενεργειών των ανταρτών που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. 


Άνθρωποι

Σ’ ένα προορισμό διαφορετικό, με εικόνες μοναδικές, συναντάς ανθρώπους μοναδικούς, αυθεντικούς, σχεδόν πάντοτε φιλικούς, εγκάρδιους και χαμογελαστούς, που απολαμβάνουν το τίποτα τηρώντας μια στάση ζωής δυσνόητη για εμάς τους δυτικούς… Με έναν τρόπο προσέγγισης διακριτικό, εύθυμο και με σεβασμό, θα κερδίσεις κι εσύ το χαμόγελό τους.

Οι Tuareg είναι μια μειονοτική υποομάδα της φυλής των Βερβέρων, αραβικής καταγωγής, οι οποίοι θεωρούν εαυτούς ανώτερους από τα σκουρόχρωμα αφρικανικά φύλα της περιοχής και διεκδικούν ένα δικό τους κράτος στην περιοχή του Sahel της δυτικής Σαχάρας, την οποία κατοικούν εδώ και αιώνες


Τόποι

Ας περιπλανηθούμε στο παραποτάμιο Segou με την εβδομαδιαία του αγορά, τη μαγευτική πόλη Djenné φτιαγμένη ολόκληρη από λάσπη και το Grand Mosque, το μεγαλύτερο λάσπινο κτίσμα του κόσμου, το Mopti, τη Βενετία των κολασμένων, τη χώρα των Dogon, ένα θύλακα ανιμιστών με παράξενα έθιμα. Και βέβαια τη μεγάλη πρωτεύουσα Bamako, με ένα σπάνιο συνδυασμό αποικιοκρατικής αρχιτεκτονικής και ανυπόφορης σκόνης, δρόμους που μοιάζουν βομβαρδισμένοι και ανοικτούς οχετούς σε κοινή θέα. Το μυθικό Timbuktu, η ιστορική πόλη των καραβανιών είναι δυστυχώς απρόσιτο, υπό τον έλεγχο των ανταρτών και στην οδική διαδρομή ανατινάζονται οχήματα καθημερινά. Η προσπάθεια να μπούμε σε πτήση των Ηνωμένων Εθνών για μια γρήγορη (και πολύ επικίνδυνη) επίσκεψη δυστυχώς δεν απέδωσε καρπούς. Παρ’ όλα αυτά η εμπειρία είναι μοναδική, πόσω μάλλον σε έναν τόπο που δε συναντάς ούτε έναν άλλο επισκέπτη.


Χριστούγεννα στα λημέρια της Al Qaeda…

Δεκέμβριος 2016

Με ποια λογική επιθυμεί κάποιος να περάσει τις διακοπές του στην περιοχή αυτή, είναι μια ερώτηση που δύσκολα θα απαντήσω. Τίποτα δεν είναι εύκολο στη Δυτική Αφρική, τα αξιοθέατα λίγα και η πιθανότητα του να μην επιστρέψω με είχε κυριεύσει καθώς πλησίαζε η ημέρα της αναχώρησης. Το να νικήσει το φόβο του κανείς δεν είναι εύκολο και ο φόβος αυτός είχε αιτία πραγματική.
Όταν μια απλή αναζήτηση στο internet εμφανίζει την τρομοκρατική ενέργεια στο ξενοδοχείο Radisson, τις καθημερινές επιθέσεις στις δυνάμεις του ΟΗΕ, τις απαγωγές… Όταν οι ντόπιοι σε συμβουλεύουν να διατηρείς χαμηλό προφίλ στις “κόκκινες” περιοχές, πράγμα αδύνατο τη στιγμή που είσαι ο μοναδικός τουρίστας στη χώρα! Όταν σου λένε ότι σε 1km υπάρχουν “κακοί”, όταν τρέμουν κι οι ίδιοι αντικρίζοντας κάποιον της φυλής των Touareg.

Η δίψα της εμπειρίας είναι συχνά πιο δυνατή από το φόβο. Και η ανταμοιβή κάτι που δύσκολα περιγράφεται σε λόγια και εικόνες. Άλλωστε η Δυτική Αφρική είναι… για τους φανατικούς του είδους! Ας ταξιδέψουμε στην αποπνικτική σκόνη που κατακλύζει τα μάτια και τη μύτη του οδοιπόρου, με ανεκδιήγητα μέσα μεταφοράς, με το χρόνο να κυλά σε Αφρικανικούς ρυθμούς, με απρόοπτα, με άγνοια κοινής γλώσσας επικοινωνίας (γαλλικά) και κυρίως με το φόβο της τρομοκρατίας, της απαγωγής και την εκτέλεσης, σε αυτή την αιματοβαμμένη αλλά μαγευτική χώρα.

Περισσότερα...

BAMAKO

Η πτήση κάνει μια μικρή στάση στην Istanbul και τη Niamey του Νίγηρα. Σχεδόν όλοι οι λευκοί κατέβηκαν στη Niamey και μάλλον δεν πήγαν για τουρισμό εκεί. Ένα μέλος του πληρώματος μας ρώτησε για ποιο λόγο πάμε στο Μάλι και αντέδρασε με τρόμο στην απάντηση πως πάμε για τουρισμό και χωρίς να ξέρουμε κανέναν στη χώρα.  Η πτήση φτάνει μεσάνυχτα στο Bamako. Ο έλεγχος της βίζας για την οποία ταξιδέψαμε μέχρι τη Ρώμη για την έκδοσή της, ήταν γρήγορη υπόθεση καθώς ένας ανοιχτόχρωμος κύριος (Touareg) μας εξυπηρέτησε προσωπικά. Στην έξοδο πρέπει να αντιμετωπίσουμε για άλλη μια φορά τους καλοθελητές που θέλουν να βγάλουν προμήθεια προσφέροντας ταξί και λέγοντας διάφορα ψέματα όπως ότι μας περιμένει αμάξι του ξενοδοχείου κλπ. Εμείς ως συνήθως δεν έχουμε κανέναν να μας περιμένει, η εμπειρία μας επιτρέπει να μην πιανόμαστε κορόιδα και γνωρίζουμε την κανονική τιμή που πρέπει να πληρώσουμε. Τα ταξί είναι απερίγραπτα σαράβαλα που είναι θαύμα το ότι κινούνται ακόμα. Στο εσωτερικό παντού επικρατεί ένα παχύ στρώμα χώματος, από τις τρύπες του δαπέδου διακρίνεις το δρόμο. Νομίζω δεν είχα ξαναδεί μέχρι τότε τέτοια αχούρια με ρόδες και όλα τα ταξί που θα πάρουμε θα είναι πανομοιότυπα αντίγραφα. Το πορτ μπαγκάζ υποδέχεται τα σακίδια χαρίζοντάς τους την παρθενική δόση βρομιάς ενώ τα σκισμένα καθίσματα και το χωρίς ταπετσαρίες εσωτερικό προσδίδει μια έντονη απόχρωση Αφρικής στα καθαρά ρούχα μας. Στο πανδοχείο Sleeping Camel ανοίγουν διπλές σιδερένιες πόρτες και αρκετή ώρα μετά θα ξυπνήσει κάποιος που μετά από ψάξιμο θα μας δώσει δωμάτιο. Το κατάλυμα είναι αρκετά basic για τα χρήματά του. Είναι κατώτερου επιπέδου από το “sleeping bag level” στην προσωπική μου κλίμακα αξιολόγησης και κατά συνέπεια θα αναγκαστώ να στρώσω τον υπνόσακο στο άθλιο κρεβάτι προτού ξαπλώσω κλείνοντας τη λερωμένη κουνουπιέρα. Το πρωί απολαμβάνουμε το ωραίο κλίμα της Αφρικής, μήνα Δεκέμβρη στον κήπο και για πρωινό θα “καθαρίσουμε” -δύο άτομα- ένα τσουρέκι με σοκολάτα που μεταφέρουμε απ’ την πατρίδα. Οι διατροφικές συνήθειες του συνταξιδιώτη μου δε με βοηθούν καθόλου στο να διατηρώ τη σιλουέτα μου. Διαχειριστής του καταλύματος είναι ένας νεαρός Αμερικανός παντρεμένος με ντόπια, που μας ενημερώνει πως τα μέρη που θέλουμε να επισκεφτούμε δεν είναι πολύ ασφαλή. Εμείς αντιθέτως τον ρωτάμε πώς είναι ο δρόμος για τις απροσπέλαστες περιοχές του Timbuktu και του Gao. Η απάντηση είναι αυτή που ήδη γνωρίζουμε, δηλαδή πως δε μπορούμε να πάμε και καθημερινά οι εφημερίδες γράφουν για ανατινάξεις οχημάτων και ενέδρες στη διαδρομή, κάτι που επιβεβαιώνουν όλοι. Μια μικρή βόλτα στη γύρω περιοχή θα μας καλωσορίσει στο γνώριμο και αγαπημένο χάος μιας Αφρικανικής πρωτεύουσας. Χώμα στους δρόμους και ένα πέπλο σκόνης στον αέρα, μικροπωλητές και παιδάκια στο δρόμο, ανοιχτοί οχετοί και πολλά μοτοποδήλατα. Ένα όχημα με πάνοπλη στρατιωτική φρουρά που φορά ολοκαίνουριες στολές, σου δίνει την ψευδή εντύπωση ότι ο στρατός έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Ο λόγος της παρουσίας τους είναι τελικά η γερμανική πρεσβεία που βρίσκεται δίπλα στο πανδοχείο μας. Παρά τη λαχτάρα να περπατήσω και να βγάλω φωτό, πρέπει να προλάβουμε να μετακινηθούμε εντός της μέρας προς το βορρά, τουλάχιστον μέχρι το Segou. Η περιήγηση της πρωτεύουσας θα μείνει για το τέλος του ταξιδιού, κρατώντας την ως δικλείδα ασφαλείας για την πτήση της επιστροφής. Με το που φτάνουμε στο σταθμό των λεωφορείων, τρεις-τέσσερις μαντραχαλάδες κρεμιόνται από τις πόρτες του ταξί. Μας βάζουν αμέσως σ’ ένα λεωφορείο που φεύγει εκείνη τη στιγμή. Εκτός απ’ το εισιτήριο, μας ζητά 1000CFA (€1,5) για τις αποσκευές αλλά αρνούμαστε να τα δώσουμε, κάτι που δε θα καταφέρουμε στα υπόλοιπα λεωφορεία μιας και είναι τελικά υποχρεωτικό. Μεταξύ των επιβατών, κάποιες γυναίκες ήταν πραγματικές καλλονές, μια εξωτική φυσική ομορφιά που δε χρειάζεται ιδιαίτερα φτιασίδια για να αναδειχτεί. Το όχημα δεν είναι climatisé, για οικονομία καυσίμων απ’ ότι μας λέει ο εισπράκτορας. Η ξηρή ζέστη της δυτικής Αφρικής είναι γενικά ανεκτή μιας και εξατμίζει αμέσως τον ιδρώτα, στο λεωφορείο όμως ένιωθα αποπνικτικά, με παράθυρα που δεν άνοιγαν. Ακόμα πιο βασανιστικό ήταν το ότι σταματούσαμε κάθε λίγο και λιγάκι και δεκάδες μικροπωλητές έμπαιναν μέσα πουλώντας αυγά, τηγανίτες και άλλα τοπικά εδέσματα τα υπολείμματα των οποίων πετούσαν οι επιβάτες παντού μέσα στο λεωφορείο. Για μια διαδρομή 230 χιλιομέτρων χρειαστήκαμε περίπου 6 ώρες. Καλώς ορίσατε στη δυτική Αφρική…


SEGOU

Το Segou είναι μια σκονισμένη κωμόπολη στις όχθες του ποταμού Νίγηρα. Φτάνοντας στο Segou πήγαμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο που είχα επισημάνει τυχαία στο χάρτη, το οποίο αποδείχτηκε εξαιρετικό. Άλλωστε κάποτε η χώρα ήταν πόλος έλξης λίγων ταξιδευτών και διάσημη για το περίφημο μουσικό φεστιβάλ της ερήμου. Ένας νεαρός μας προσέγγισε και πρότεινε να μας νοικιάσει το μηχανάκι του για να επισκεφτούμε τα ερείπια της παλιάς πόλης Segou-Koro, σε μια απόσταση 15 χιλιομέτρων. Σκεφτήκαμε ότι είναι μια καλή ευκαιρία για επιπολαιότητες και για να κάνουμε αισθητή τη “διακριτική” παρουσία μας, πρώτη μέρα στο Μάλι. Πράγματι η διαδρομή είχε πλάκα και επευφημίες, μιας και είναι μάλλον πρωτότυπο το θέαμα λευκών στην περιοχή και μάλιστα πάνω σε μηχανάκι που οδηγούν οι ίδιοι. Φτάνουμε στο χωριό που δεν έχει κάτι το εντυπωσιακό, το περίφημο παλάτι δε σώζεται, μόνο χωμάτινα χαλάσματα μπορείς να δεις. Μετά από μια μικρή βόλτα, μας πάνε στον τοπικό άρχοντα που μας υποδέχεται με ύφος ντίβας και ζητά ένα υπέρογκο ποσό για την περιήγηση. Φυσικά αρνούμαστε ακόμα και όταν η τιμή πέφτει στα κανονικά επίπεδα. Φεύγουμε παρά τις πιεστικές και κάπως άγριες διαθέσεις τους.

Θα αντικρίσουμε επιτέλους το ζωοδότη ποταμό Νίγηρα κάνοντας βόλτες στην όχθη του όπου θα γνωρίσουμε το μόχθο των ανθρώπων της παραποτάμιας ζώνης. Μεγάλοι και παιδιά εργάζονται στην επίπονη διαδικασία αμμοληψίας από την κοίτη του ποταμού πάνω σε πιρόγες και κατόπιν ξεφόρτωμα της άμμου σε κάρα. Η άμμος αυτή είναι πιο κατάλληλη για οικοδόμηση σε αντίθεση με την άμμο της ερήμου. Άλλοι φροντίζουν ισχνές κηπευτικές καλλιέργειες, χωρίς κάποιο υδρευτικό σύστημα. Οι ντόπιοι μας αντιμετώπισαν με περιέργεια και χαμόγελα. Επιστρέφοντας, ο κάτοχος της μοτοσικλέτας μας σύστησε ένα υπαίθριο εστιατόριο για φαγητό. Κλασικά πράγματα, τραπεζάκια πάνω στο χώμα και τη σκόνη του δρόμου, πλαστική καρέκλα, αυτοσχέδια κουζίνα και γεύσεις… απίθανες! Τόσο νόστιμη κουζίνα στο δρόμο σπάνια έχω απολαύσει. Ο chef έχει εμπειρία από κάποιο ξενοδοχείο των καιρών μιας πρότερης αίγλης. Αν βρεθείτε στο Segou αναζητήστε το Balanzan. Δεν το “κόβει το μάτι σας” αλλά αξίζει και βέβαια είμαι ο πρώτος που έγραψα γι’ αυτό στο tripadvisor. Στο restaurant προς μεγάλη μας έκπληξη εμφανίζονται τρεις Ευρωπαίες. Δεν είναι τουρίστριες φυσικά. H μεσήλικη Michelle έχει το μοναδικό ταξιδιωτικό γραφείο της περιοχής που μάλλον δε σφύζει πλέον από πελατεία και είναι παντρεμένη με έναν όμορφο νεαρό ντόπιο. Θα τη συναντήσουμε στο τέλος του ταξιδιού στο Bamako μαζί με τη δεύτερη της παρέας που διευθύνει ένα εστιατόριο εκεί. Φυσικά κατάλαβε ότι ήμουν εκείνος που της είχα στείλει email για το tour στη χώρα των Dogon. No hard feelings. Προτίμησα να το πραγματοποιήσω χωρίς οργάνωση και να βρω κάποιον ντόπιο οδηγό επί τόπου.

Την επομένη μέρα κινήσαμε προς τις όχθες του ποταμού για να υποδεχτούμε τις δεκάδες πιρόγες που κατέφθαναν κουβαλώντας κάθε λογής πραμάτεια για το εβδομαδιαίο υπαίθριο παζάρι. Γαϊδούρια αλλά και άνθρωποι φορτωμένοι εξίσου με το συμπαθές ζώο, μετέφεραν βαριά σακιά, κότες, μοτοσικλέτες και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς από τις πιρόγες στην όχθη. Ακόμα και στον πάτο της φτώχειας υπάρχουν διακριτές κοινωνικές διαφορές. Μια μερίδα του πληθυσμού δείχνει να απολαμβάνει τη θέση μιας σχετικά ανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης, ενώ άλλη ζει σε καθεστώς πραγματικής σκλαβιάς. Οι εικόνες του καθημερινού μόχθου σε αυτό το μέρος της γης έχουν ένα δικό τους μοναδικό χρώμα. Παρ’ ότι βρισκόμαστε ακόμα σε ασφαλή περιοχή, δεν υπάρχει κανένας άλλος ταξιδιώτης. Τις σκηνές στις όχθες του ποταμού θα διαδεχτούν αυτές της περιπλάνησης στα στενά στης πόλης, γεμάτα ζωή, παιδιά και σκόνη.

Όμως πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι ακόμα πιο βόρεια και η διαδρομή για τη Djenne δεν είναι απλή υπόθεση. Βρίσκουμε ένα από τα λιγοστά ταξί της πόλης για να φτάσουμε έγκαιρα στο σταθμό και να προλάβουμε το διερχόμενο λεωφορείο που έρχεται απ’ το Bamako. Προσπαθούμε να συνεννοηθούμε σε ακαταλαβίστικα γαλλικά ελπίζοντας να είμαστε στο σωστό σταθμό και να έχει θέση το όχημα. Μετά από πέντε λεπτά μας φωνάζουν να τρέξουμε στο δρόμο μιας και το λεωφορείο έφτασε κάνοντας μια πολύ σύντομη στάση. Προς μεγάλη μας έκπληξη διέθετε κλιματισμό που έκανε τη διαδρομή μια ευχάριστη πολυτέλεια. O προορισμός του όμως ήταν το Mopti και συνεπώς έπρεπε να αλλάξουμε λεωφορείο σε κάποιο σημείο της διαδρομής. Με χαρακτηριστική άνεση δύο λευκοί αποβιβάζονται στη μέση του δρόμου, στη μέση του πουθενά, πλήρεις αποσκευών και με μια κούτα γεμάτη γραφική ύλη στα χέρια, αναζητώντας οτιδήποτε έχει ρόδες. Που ευτυχώς υπάρχει, παρ’ ότι δεν έμοιαζε και πολύ με επιβατηγό όχημα. Θα πρέπει να περιμένουμε πάνω από δυο ώρες μέχρι το φόρτωμα και την αναχώρηση και αυτό θα μας δώσει την ευκαιρία να δούμε το μικρό οικισμό της φυλής Fulani που υπήρχε στη διασταύρωση και να πάρουμε μια γεύση από τις συνθήκες ζωής που δεν ήταν καθόλου υποφερτές. Ενώ περιμένουμε ακόμα να γεμίσει το λεωφορείο, ένας νωθρός αστυνομικός διακόπτει την απογευματινή του siesta για να καταγράψει τα στοιχεία μας και κάποια στιγμή ο οδηγός, προς μεγάλη μου έκπληξη, λέει ότι με ζητάνε στο τηλέφωνο! Τα νέα της άφιξής μας έχουν μάλλον κυκλοφορήσει πολύ. Ένας φίλος του ανθρώπου που μας νοίκιασε τη μοτοσικλέτα είναι στο τηλέφωνο και μας συστήνεται ως guide που θα μας περιμένει όταν φτάσουμε στη Djenne.


DJENNE

Στοιβαζόμαστε στο σαραβαλιασμένο φορτηγό που εκτελεί χρέη λεωφορείου, καθισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε φορητούς ξύλινους πάγκους, διασχίζοντας το στενό χωματόδρομο που περνά από έναν υδροβιότοπο στο εσωτερικό δέλτα του ποταμού καταλήγοντας σε ένα πορθμείο. Εκεί τα λίγα οχήματα πρέπει να περιμένουν στη σειρά για να διασχίσουν πάνω σε πλατφόρμα το ποτάμι.

Ο Amadou μας περιμένει εκεί. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά εύστροφο και καλοσυνάτο παλικάρι 30 ετών, που έχει προνοήσει να έρθει με έναν φίλο του και τα μηχανάκια τους για να μεταφέρουν εμάς, τις αποσκευές και την κούτα, χωρίς να περιμένουμε το λεωφορείο. Στη Djenne έχουν μείνει μόνο τρία ξενοδοχεία ανοιχτά. Ο πόλεμος και η επακόλουθη καταστροφή του τουρισμού κάνει ασύμφορη ακόμα και την ηλεκτροδότησή τους. Τα δύο καταλύματα που βρίσκονται μέσα στην πόλη είναι φανερά εγκαταλειμμένα και μόνο ένα τελευταίο που βρίσκεται πιο έξω έχει καλές συνθήκες και φαγητό, παρ’ ότι η τοποθεσία δε θεωρείται ασφαλής! Η Ευρωπαία ιδιοκτήτριά του έχει εγκαταλείψει τη χώρα κι ελπίζω να το αναλάβει κάποιος άλλος πριν εγκαταλειφθεί κι αυτό. O Amadou όπως ανέφερα είναι έξυπνο παιδί, μιλά αγγλικά, Dogon, Fulani και άλλες τοπικές γλώσσες, έχει γνώση της περιοχής των Dogon που θέλουμε να πάμε και γνωριμίες παντού όπως θα αποδειχθεί. Εκτός από εξαιρετικός guide είναι πλέον και φίλος. Όπου και αν πήγαμε γνώριζε τους πάντες και μπορούσε να βρει λύση σε ότι κι αν του ζητούσαμε. Ήταν πατέρας πέντε παιδιών αλλά πλέον… μόνο τριών. Δύο απ’ τα παιδιά του πέθαναν από άγνωστες ασθένειες, ίσως μαλάρια, καθώς δεν είχε χρήματα για ιατρική περίθαλψη. Αυτή είναι δυστυχώς η πικρή πραγματικότητα της υποσαχάριας Αφρικής.

Το πρωινό μας αποκαλύπτει την πόλη της Djenne χτισμένη εξ ολοκλήρου από λάσπη. Στο κέντρο της πόλης που κολυμπά μέσα στη σκόνη, δεσπόζει το μεγαλοπρεπές Μεγάλο Τζαμί. Αποτελεί το μεγαλύτερο κτίσμα από λάσπη στον κόσμο και μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco. Την εποχή των βροχών το κτίσμα λιώνει και επισκευάζεται πάλι κάθε χρόνο. Στο εσωτερικό του ένα πυκνό σύμπλεγμα από ξύλινες κολόνες στηρίζει την οροφή. Η θέα της πόλης από τις στέγες των σπιτιών είναι μαγική. Στη γύρω περιοχή εκτυλίσσονται τυπικές σκηνές της Αφρικής με ξυπόλυτα παιδάκια να τρέχουν χαρούμενα, ζωάμαξες με πραμάτειες και μικρά μαγαζάκια. Όλοι σε κοιτάζουν με περιέργεια και αναρωτιέσαι αν υπάρχουν κάποιοι με κακές διαθέσεις ανάμεσά τους, ενδεχομένως άνθρωποι των ισλαμιστών.

Σε πείσμα του φόβου αποφασίσαμε να βγούμε με τις μοτοσικλέτες έξω απ την πόλη, ψάχνοντας στην έρημο για τους νομάδες Fulani που εκείνη την εποχή διαβάσαμε πως μεταναστεύουν τα ζώα τους. Η φυλή αυτή αποτελεί το μεγαλύτερο νομαδικό πληθυσμό στον κόσμο με τις μεγαλύτερες ομάδες να βρίσκονται στη δυτική Αφρική και μικρότερες να εξαπλώνονται ανατολικά μέχρι το Sudan. Πολλοί από αυτούς φέρουν χαρακτηριστική ενδυμασία, οι άντρες φορούν χρωματιστές ρόμπες και μυτερά καπέλα ενώ οι γυναίκες συνηθίζουν να βάφουν τα χείλη και τα ούλα τους με ένα έντονα σκούρο μόνιμο τατουάζ χρησιμοποιώντας βελόνες και κάρβουνο ή indigo. Έχουν ένα ιδιαίτερο σύστημα από κοινωνικές κάστες ελεύθερων πολιτών αλλά και δούλων! Εκτός από νομάδες που εκτρέφουν τα ζώα τους στα άνυδρα, άγονα εδάφη μετακινούμενοι ανάλογα την εποχή προς αναζήτηση βοσκότοπων, υπάρχουν και Fulani που ζουν σε μικρούς οικισμούς. Επισκεφτήκαμε τα χωριά τους αλλά καταφέραμε μετά από μεγάλη αναζήτηση να βρούμε και μικρές νομαδικές κοινότητες που κατασκηνώνουν στις αχανείς εκτάσεις. Η εγκαρδιότητά τους και η φιλοξενία ήταν υποδειγματική, παρά τις πάμφτωχες συνθήκες που ζουν. Δυστυχώς δε συναντήσαμε κάποια εντυπωσιακή μετανάστευση μιας και τα λιγοστά ζώα τους ήταν διασκορπισμένα στην περιοχή. Κάποιος μας προειδοποίησε να μην προχωρήσουμε προς μια κατεύθυνση, καθώς σε μόλις ένα χιλιόμετρο εθεάθησαν αντάρτες. Γενικότερα, ο Amadou και ο κολλητός του, κάθε φορά που αντίκριζαν κάποιον Touareg με το χαρακτηριστικό λευκό του δέρμα, τα έκαναν πάνω τους απ’ το φόβο. Οι Touareg θεωρούν εαυτούς ανώτερους από τους σκουρόχρωμους Αφρικανούς, αλλά μετά τον εμφύλιο έγιναν πιο απειλητικοί. Η καθημερινότητα στη φτωχή Djenne, μοιάζει τόσο μακρινή από τη δική μας. Γυναίκες αναλαμβάνουν πλήθος κοπιαστικών εργασιών. Άλλες κουβαλούν ξύλα για μαγείρεμα, άλλες καλλιεργούν ισχνές καλλιέργειες και συγκεντρώνουν μικρά ψαράκια από τα δίχτυα των ψαράδων στις όχθες του ποταμού. Κάποιες κοσκινίζουν με τη βοήθεια του ανέμου λιγοστό αλεύρι από τον καρπό του millet. Σε ένα σημείο της πόλης υπάρχει ένα προσκύνημα όπου πριν μερικούς αιώνες, ο τοπικός ηγέτης αναγκάστηκε να θυσιάσει τη μικρή κόρη του για να κατευνάσει τα πνεύματα. Κάθε μέρα γυναίκες εισέρχονται τελετουργικά από τη μία είσοδο του μικρού αστέγαστου χώρου και ζητούν την ευλογία της αδικοχαμένης βγαίνοντας από άλλη έξοδο.

Το σχολείο ήταν κλειστό κι έτσι ζητήσαμε από τον Amadou να μας συγκεντρώσει μικρούς μαθητές για να μοιράσουμε τη γραφική ύλη. Σε λίγο, πάμφτωχα, ρακένδυτα, ξυπόλυτα παιδιά συγκεντρώθηκαν και περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους κάτω από τον καυτό ήλιο. Για μια ακόμα φορά, οι λέξεις και οι εικόνες αδυνατούν αν περιγράψουν τη συγκίνηση μιας τέτοιας στιγμής, προσφέροντας μια ελάχιστη δόση χαράς στα παιδιά της Αφρικής.

Μια κούτα… Που ταξίδεψε από τα Ιωάννινα στην Αθήνα κι από εκεί στην Αφρική, στο πολύπαθο Mali, πάνω σε σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα, λεωφορεία, πλατφόρμες ποταμών, μοτοποδήλατα και ανθρώπινα χέρια για να καταλήξει στη μακρινή Djenné. Μια κούτα που ξεχειλίζει αγάπη, εκφρασμένη από ανθρώπους απλούς, βιοπαλαιστές που απ’ το υστέρημά τους χάρισαν για άλλη μια φορά λίγο “χρώμα” στη ζωή κάποιων παιδιών. Mission accomplished. Τα παιδιά της Djenné σας ευγνωμονούν!


MOPTI

Χαράματα θα περάσουμε πάλι τον ποταμό πάνω στην πλατφόρμα παρέα με τον Amadou για να συνεχίσουμε βόρεια, προς το Sevare και το Mopti. Σε μια διασταύρωση η αστυνομία μας κατέβασε απ΄ το λεωφορείο για να καταγραφούν τα στοιχεία μας από το διοικητή του τμήματος. Χάνοντας το λεωφορείο έπρεπε να βρούμε άλλο μεταφορικό μέσο μέχρι το Mopti. Φτάνοντας, βρήκαμε ένα μικρό κατάλυμα που ανήκε σε μια ηλικιωμένη Γαλλίδα και φυσικά ήμασταν οι μόνοι ένοικοι. Η κατάσταση στο Mopti έδειχνε ακόμα πιο άθλια από τις προηγούμενες πόλεις. Πάμφτωχες γειτονιές, γκρεμισμένα και ερειπωμένα σπίτια, μύγες και σκόνη αποπνικτική. Πολλά κομμάτια της πόλης δεν ήταν ασφαλή για να επισκεφτούμε, στην αντίπερα όχθη του ποταμού δεν έπρεπε να περάσουμε, την περιοχή αυτή που εκτείνεται στην απέραντη έρημο λυμαίνονται οι αντάρτες. Οι κάτοικοι ήταν από αδιάφοροι έως εχθρικοί σε κάποιες περιπτώσεις. Η πόλη είναι χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Νίγηρα και Bani που κατακλύζονται από μακρόστενες πιρόγες, pinasse όπως τις λένε στη γαλλική. Οι όχθες της κεντρικής προβλήτας έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκουπιδότοπο, πλήθος ανθρώπων δραστηριοποιούνταν σε αυτό το χαοτικό σκηνικό και τα βρωμικά νερά του ποταμού έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική. Οι πολύχρωμες pinasse θύμιζαν τις γόνδολες της Βενετίας, μια διεστραμμένη εκδοχή της ειδυλλιακής πόλης, μια Βενετία των κολασμένων… Κάποια πλοία έχουν προορισμό το μυθικό Timbuktu. Παρ’ ότι στην περίφημη αυτή  πόλη δρουν ακόμα τζιχαντιστές αντάρτες, ο κίνδυνος απαγωγής είναι πιθανότατος και οι επιθέσεις καθημερινή υπόθεση, σκεφτόμαστε σοβαρά να πάμε. Το πλοίο όμως φεύγει μια φορά τη βδομάδα και το ταξίδι διαρκεί τρεις μέρες. Δυστυχώς δεν έχουμε αρκετό χρόνο για αυτό. Η οδική διαδρομή δεν προσφέρεται ως εναλλακτική μιας και καθημερινά ανατινάζονται οχήματα στο δρόμο αυτό. Πτήσεις φυσικά δεν πραγματοποιούνται, εκτός από ένα αεροπλάνο των Ηνωμένων Εθνών που εκτελεί καθημερινά το δρομολόγιο. Ο Amadou έχει ένα θείο που εργάζεται για τα Ηνωμένα Έθνη και μας είχε υποσχεθεί ότι θα προσπαθούσε να βρει δύο θέσεις και μάλιστα δωρεάν, δηλώνοντάς μας ως μέλη κάποιας Μ.Κ.Ο. Δεν λέχω ιδέα βέβαια πώς θα καταφέρναμε να περιπλανηθούμε ως τουρίστες στο Timbuktu που αδυνατούν να θέσουν υπό έλεγχο οι κυανόκρανοι. Δυστυχώς ή ευτυχώς, λόγω περιόδου Χριστουγέννων η μεταφορά μας δεν ήταν εφικτή όπως μας ενημέρωσε ο θείος του Amadou, προς μεγάλη μας λύπη. Του προτείναμε μάλιστα και αμοιβή, αλλά εκείνος είπε με ύφος ντίβας πως δεν έχει ανάγκη χρημάτων, κατι που μαρτυρουσε και η βαριά χρυσή καδένα στο λαιμό του. Μένοντας με ανεκπλήρωτο το όνειρο, θα αρκεστούμε σε μια βαρκάδα στον ποταμό που βάφτηκε σε μαγικές πορτοκαλί αποχρώσεις υπό το φως του δειλινού. Μικροί οικισμοί με λασπένια κτίσματα είναι διάσπαρτοι στις όχθες, γυναίκες πλένουν ρούχα στα νερά, παιδιά παίζουν και ψαράδες μαζεύουν τα δίκτυα τους. Οι φωνές των ιμάμηδων αντηχούν από τα τζαμιά.


ΧΩΡΑ ΤΩΝ DOGON

Νωρίς το πρωί επιβιβαζόμαστε σε ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο που θα μας πάει πάλι ανατολικά, στα υψίπεδα της Bandiagara. Στους κόκκινους χωμάτινους δρόμους της ομώνυμης πόλης θα προμηθευτούμε νερό και θα κατευθυνθούμε μέχρι το σημείο που ο δρόμος σταματά και ξεκινά η πεζοπορία στην απομονωμένη χώρα των Dogon. Οι Dogon είναι μια φυλή του κεντρικού Mali με ιστορία 1000 ετών. Οι Dogon έχουν δική τους γλώσσα και θρησκεία με ανιμιστικές δοξασίες, αρνούμενοι να εξισλαμιστούν. Η χώρα των Dogon δεν έχει δρόμους και απαιτεί μια πεζοπορία λίγων ή περισσότερων ημερών, ενώ για τη μεταφορά των αποσκευών και του νερού, νεαρά παιδιά εκτελούν χρέη αχθοφόρου.

Τα απομονωμένα χωριά τους είναι κτισμένα στις πλαγιές απόκρημνων βράχων ύψους έως 500μ, τα περισσότερα όμως έχουν πλέον εγκαταλειφθεί και ο πληθυσμός έχει μετακινηθεί σε χωριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην ερημική κοιλάδα. Εκτός από τα χωριά που αποτελούν μνημεία της UNESCO μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αλλόκοτα έθιμα και παραδόσεις, το περίπλοκο κοινωνικό σύστημα από κάστες, καθώς και οι αριστοτεχνικές ξύλινες μάσκες που αποτελούν μέρος της μεταμφίεσης των γιορτών τους αλλά και των επικήδειων τελετών που εκτελούνται ακόμα και χρόνια μετά το θάνατο κάποιου. Στο χωριό Songo που βρίσκεται στα πεδινά, συναντήσαμε την ανακατασκευή ενός Toguna, του ιερού κτιρίου των ανδρών. Στο κτίριο αυτό που αποτελείται από 8 στρώματα άχυρο από millet αλλά είναι τόσο χαμηλοτάβανο που δε μπορεί να σταθεί κανείς όρθιος, συσκέπτονται ολημερίς οι άντρες και λύνουν ειρηνικά τις αντιδικίες τους. Οι Dogon πιστεύουν ότι οι άνθρωποι γεννώνται με κοινά γεννητικά όργανα και γι’ αυτό επιβάλλεται η επέμβαση της περιτομής στα αγόρια ηλικίας 9 έως 12 ετών αλλά και στα κορίτσια ώστε να αποκτηθεί η φυσική ταυτότητα. Στο Songo θα συναντήσει κανείς βραχογραφίες σε έντονα κόκκινα και λευκά χρώματα που παριστούν τις τελετές αυτές. Οι παραδόσεις των Dogon αποκαλύπτουν ακριβή γνώση κοσμολογικών γεγονότων που είναι γνωστά μόνο από την ανάπτυξη της σύγχρονης αστρονομίας, καθώς επίσης φαίνεται ότι γνωρίζουν, αστερισμούς αόρατους στο γυμνό μάτι όπως του δυαδικού συστήματος αστεριών του Σείριου. Πολλοί ανθρωπολόγοι έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν πως οι Dogon έχουν κάποια εξωγήινη προέλευση, ότι πράγματι έφτασαν στη Γη από το Σείριο. Ακόμα κι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η γνώση τους κληρονομήθηκε από τους αρχαίους Αιγυπτίους, δε μπορούν να εξηγήσουν πολλά σημεία της θεωρίας τους. Ανεβαίνοντας στο ψηλότερο επίπεδο της πεζοπορίας αποκαλύπτεται μια θέα μαγευτική. Τα απόκρημνα βράχια δίνουν τη θέση τους σε μια απέραντη ερημική κοιλάδα με μικρά διάσπαρτα χωμάτινα χωριά. Στις πλαγιές των βράχων διακρίνει κανείς τα παραδοσιακά, εγκαταλειμμένα χωριά, όμως σε ψηλότερα, απρόσιτα επίπεδα παρατηρούνται κατασκευές που δύσκολα κατανοεί κανείς πώς φτιάχτηκαν. Το χωριά και τα μικρότερα καταφύγια που είναι χτισμένα σαν αετοφωλιές στους βράχους κατοικήθηκαν από τη φυλή των Tellem, οι οποίοι ήταν πυγμαίοι ή «μικροί κόκκινοι άνθρωποι» μεταξύ του 11ου και του 16ου αιώνα. Οι Tellem εξαφανίστηκαν για άγνωστους λόγους. Ακόμα και σήμερα στο Μάλι πιστεύεται ότι οι Tellem διέθεταν την υπερδύναμη της πτήσης.

Οι παραδόσεις δεν ακολουθούνται συχνά πλέον. Οι Dogon είναι ένας λαός που παρά τις πολύ φτωχές συνθήκες διαβίωσης, εκσυγχρονίζεται. Και μιας και δε μας ενδιέφερε να παρακολουθήσουμε μια τουριστική μεταμφίεση με τις παραδοσιακές μάσκες, η αυθεντικότητα περιορίστηκε σε τοπική γιορτή Μαλινέζικης disco όπου η νεολαία επιδίδετο σε ξέφρενο χορό μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης που σήκωναν τα ξυπόλυτα πόδια αγοριών και κοριτσιών.
Οι συνθήκες της διαμονής μας δεν είχαν μεγάλη ποικιλία. Πλίνθινα καλύβια με χωμάτινο πάτωμα, χωρίς πόρτες, με κρεβάτια που το στρώμα ήταν ένα πλεγμένο σχοινί και με μικρά τρωκτικά να ψαχουλεύουν τα πράγματα μας όλο το βράδυ. Αλλού χωρίς νερό και μπάνιο ενώ αλλού ως εκ θαύματος διατίθετο η πολυτέλεια του νερού.

Ένα από τα πρωινά γεύματα που φάγαμε σε κάποιο χωριό, άρχισε να μου προκαλεί συμπτώματα δηλητηρίασης. Μάλλον ευθύνεται εκείνη η ομελέτα με τα μπαγιάτικα αυγά και τις πέτρες που μου έπεσαν σκληρές στο μάσημα αλλά και στην πέψη. Παρά την ανθεκτικότητά μου σε δύσκολα ταξίδια ανά τον κόσμο, εδώ σε ένα από τα πιο δυσπρόσιτα σημεία του πλανήτη υποφέρω όλο το βράδυ με το στομάχι μου χωρίς να κλείσω μάτι. Ευτυχώς το πρωί κατάφεραν να μου βρουν coca cola που είναι εγγυημένο φάρμακο για να συνεχίσουμε την πεζοπορία κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου. Για καλή μου τύχη ένα βοοειδές υποζύγιο μετρίασε την εξάντλησή μου. Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς, είναι η δυσκολότερη μέρα του ταξιδιού, μιας και πρέπει να βρούμε τρόπο να μετακινηθούμε από τη χώρα των Dogon σε μια άγνωστη και επικίνδυνη περιοχή, χωρίς δημόσια μεταφορικά μέσα, για να περάσουμε τα σύνορα με τη Burkina Faso.  Για μια διαδρομή 60 χιλιομέτρων μέχρι την πόλη Koro βρήκαμε ένα αγροτικό όχημα χωρίς περιθώριο διαπραγμάτευσης στην τιμή. Η εναλλακτική του να πάμε με μοτοποδήλατα, φορτωμένοι με αποσκευές σε τέτοια απόσταση μας φάνηκε πιο επικίνδυνη από τους τζιχαντιστές. Και ενώ στο υπόλοιπο Μάλι η παρουσία στρατού ήταν ανύπαρκτη, στο δρόμο αυτό συναντήσαμε οχηματοπομπές με δεκάδες φορτηγά γεμάτα στρατιώτες των συμμαχικών ειρηνευτικών δυνάμεων.


KORO

Δύσκολα θα χαρακτήριζε πόλη κανείς αυτό το χάος σκόνης, βρομιάς και ανέχειας, με μια ισχνή υπαίθρια αγορά γεμάτη μύγες και έντομα μολυσμένα με άγνωστες ασθένειες. Αναμονή μερικών ωρών μέχρι να φορτωθεί το μεταφορικό μέσο. Ό,τι πιο ανεκδιήγητο με έχει μεταφέρει ποτέ. Ένα προπολεμικό μικρό λεωφορείο, σάπιο και διάτρητο παντού, συγκολλημένο πρόχειρα με δοκούς για να μη διαλυθεί. Φυσικά δε διέθετε καθίσματα αλλά οι επιβάτες στοιβάζονταν στην καρότσα μαζί με τις προμήθειες, ζωντανές και μη. Ζητήσαμε από τον οδηγό τις προνομιακές θέσεις δίπλα του και ως τουρίστες απολαύσαμε αυτή την ειδική μεταχείριση. Τα σακίδιά μας φορτώθηκαν στην οροφή, μαζί με δύο κατσίκες δεμένες μέσα σε τσουβάλια! Σκέφτηκα ότι οι κατσίκες πιθανότατα θα κάνουν την ανάγκη τους εκεί, πάνω στις αποσκευές με τα ρούχα μας. Η πρόβλεψή μου ήταν κατά βάση σωστή. Λίγο μετά την αναχώρησή μας, η τρύπια οροφή άρχισε να στάζει πάνω στα κεφάλια μας. Ακόμα και ο οδηγός ήταν δυσαρεστημένος. Λίγο πριν τα σύνορα δε συναντάς ψυχή. Ούτε ανθρώπους, ούτε χωριά., παρά μια έρημη νεκρή ζώνη. Ο οδηγός μας λέει κάτι στα γαλλικά δείχνοντάς μας το συνοριακό φυλάκιο του Μάλι που ήταν γαζωμένο από σφαίρες. Λίγους μήνες πριν, 8 συνοριοφύλακες έπεσαν νεκροί και από τότε κανείς δεν το ελέγχει. Σφραγίδα εξόδου δεν πήραμε ποτέ από το Μάλι, σε αντίθεση με την ευγενική υποδοχή που είχαμε στη Μπουρκίνα Φάσο ( Η συνέχεια του ταξιδιού στη Burkina)


BAMAKO

Επιστροφή από τη Burkina Faso στο Bamako. Μια πόλη πνιγμένη στο χώμα των δρόμων που είναι σα βομβαρδισμένοι, με τρύπες που χωρούν ολόκληρα αυτοκίνητα μέσα τους. Εικόνες που έρχονται σε αντίθεση με τις ελάχιστες γειτονιές-οάσεις που φιλοξενούν φρουρούμενα κυβερνητικά κτίρια, καθώς και κάποια καλά ξενοδοχεία και εστιατόρια με θέα το ποτάμι. Φτάνοντας στο τέλος του ταξιδιού προσφέραμε στον εαυτό μας ένα πιο αξιοπρεπές boutique hotel όπου συμπτωματικά στεγαζόταν και το εστιατόριο της Ευρωπαίας που συναντήσαμε στο Segou, με παραδοσιακή μουσική και κυρίως δυτικούς πελάτες ντυμένους με στρατιωτικές στολές. Είναι περίεργο το συναίσθημα του να περπατάς βράδυ στα κατασκόταδα μιας Αφρικανικής πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά αποφασίσαμε να σεργιανίσουμε εκτενώς στα τοπικά κλαμπάκια χωρίς να νιώσουμε ανασφάλεια. Η μουσική που κυριαρχούσε και πάλι ήταν Μαλινέζικη disco. Όμως επιτέλους, από κάπου ακούσαμε αυθεντική Μαλινέζικη μουσική. Ένα μικρό μπαρ είχε κάτι σαν οικογενειακή γιορτή και οι ήχοι των κρουστών και των υπόλοιπων οργάνων της μπάντας μας συνεπήραν. Το Bamako δεν είναι και το πιο πολυσύχναστο μέρος για διασκέδαση και δεν προσφέρεται για βραδινές εξόδους μέχρι πρωίας. Την επομένη μέρα αφιερώσαμε στη γνωριμία με την πόλη και τις αγορές της. Το Marche de Medina είναι η πιο σοκαριστικά βρόμικη αγορά που έχω βρεθεί. Η δυσωδία είναι ανυπόφορη και θυμίζει σκουπιδότοπο και όχι αγορά τροφίμων, οι μύγες πετούν σε πυκνά σύννεφα και επιτίθενται σαν καμικάζι κολλώντας πάνω στο δέρμα, οχετοί λυμάτων ρέουν κάτω απ’ τα πόδια σου, παραπληγικοί ζητιάνοι, βρέφη έρπουν ημίγυμνα εγκαταλειμμένα από κάθε λογική υγιεινής. Προσπάθησα να παραμείνω όσο ήταν δυνατόν στη ρυπαρή αυτή κατάσταση, αλλά δεν άντεξα πολύ… σε αυτό τον απόπατο των ψυχών. Μετά από πολύ περπάτημα στην εξουθενωτική ζέστη, φτάνουμε στο ζωολογικό κήπο του Bamako ο οποίος ήταν απρόσμενα φροντισμένος. Η διαβίωση των ζώων ήταν κατά πολύ καλύτερη απ’ ότι περίμενα. Λόγω της μεγάλης έκτασης και των λιγοστών ζώων, έδειχναν να απολαμβάνουν τις συνθήκες τα ζωηρά λιοντάρια, η λεοπάρδαλη, ο μικρόσωμος ελέφαντας της δυτικής Αφρικής. Μόνο οι χιμπατζήδες έδειχναν δυστυχείς πίσω από τα κάγκελα. Στις εσωτερικές εγκαταστάσεις μπορεί κανείς να δει μια τεράστια ποικιλία από πρωτόγνωρα ερπετά της Δυτικής Αφρικής, τα περισσότερα δηλητηριώδη άλλα και την υδρόβια πανίδα του ποταμού Νίγηρα που έμοιαζε να έχει βγει από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Η επόμενη στάση θα είναι η αγορά Grande Marche. Εδώ οι συνθήκες είναι πολύ πιο αξιοπρεπείς σε σχέση με την προηγούμενη υπαίθρια αγορά. Άλλωστε τα προϊόντα που πωλούνται προορίζονται κυρίως για τουρίστες, παρ’ ότι σπανίζουν πλέον. Η βόλτα συνεχίστηκε σε μερικές από τις πιο αναβαθμισμένες γειτονιές της πόλης, όπου το πράσινο αποτελεί μια ευχάριστη εξαίρεση και σε μερικά παραποτάμια εστιατόρια, άδεια από κόσμο.

Τελευταίες στιγμές του ταξιδιού στη δροσιά της μικρής “στέρνας” του ξενοδοχείου. Την ανακούφιση από τη ζέστη έρχεται να ταράξει η είδηση στο internet περί χιονοθύελλας στην Κωνσταντινούπολη και εκατοντάδες ακυρωμένες πτήσεις. Μεταξύ άλλων και η δική μας. Η εξέλιξη αυτή είναι καταστροφική για τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις μιας και την επόμενη μέρα οφείλω να παρουσιαστώ στο γραφείο. Αποφασίζουμε να πάμε στο αεροδρόμιο 5 ώρες νωρίτερα για να βρούμε κάποια λύση.  Ήμασταν οι πρώτοι που φτάσαμε στα γραφεία της Turkish Airlines και οι υπάλληλοι δε μας έδιναν και μεγάλη σημασία. Οι πτήσεις για να φύγει κανείς από την εκτός τουριστικού χάρτη χώρα ήταν ελάχιστες. Αναζητώντας τις πιθανότητες στο internet, αρνηθήκαμε να συμβιβαστούμε με τη λύση της αεροπορικής για πτήση μετά από δύο μέρες και αντιπροτείναμε την πτήση της Air France μέσω Παρισίου. Δυστυχώς αρνήθηκαν ισχυριζόμενοι πως δεν έχουν συνεργασία οι δύο εταιρίες. Ίσως ο λόγος ήταν η εξωφρενική τιμή του εισιτηρίου μιας και υπήρχαν θέσεις μόνο στην αναβαθμισμένη κλάση. Μετά από δύο ώρες, ως εκ θαύματος μας δίνουν δύο εισιτήρια. Όμως… ήταν με τελικό προορισμό το Παρίσι! Η συνεννόηση και ο δείκτης κατανόησης στην Αφρική δεν είναι εύκολη υπόθεση. τους εξηγούμε ότι η χώρα μας και τελικός προορισμός είναι η Ελλάδα. Οι υπόλοιπες τρεις ώρες αναμονής ήταν αγωνιώδεις και κουραστικές με ένα ενδιάμεσο ξέσπασμα του υπαλλήλου που απρόσμενα πέταξε το πληκτρολόγιο και εξαφανίστηκε. Ο κόσμος είχε αρχίσει να συρρέει έξω από τα γραφεία και οι ελπίδες μας να εξανεμίζονται. Ξαφνικά, 15 λεπτά πριν την πτήση, ειδοποιούν μόνο εμάς τους δύο ότι φεύγουμε. Τρέχουμε να παραδώσουμε αποσκευές χωρίς να προλάβουμε καν να πάρουμε ρούχα και αναχωρούμε με τα καλοκαιρινά για μια ολοήμερη στάση στο χειμωνιάτικο αλλά πολιτισμένο Παρίσι.

Share this Post





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *