Φωτογραφίες
Eρυθραία
🇪🇷
Στη βορειοανατολική ακτή της Αφρικής βρίσκεται μια μυστηριώδης, απομονωμένη χώρα που ονομάζεται Ερυθραία. Είναι ένα έθνος με πλούσια ιστορία που εκτείνεται σε χιλιετίες, με στρατηγική του θέση στην Ερυθρά Θάλασσα που την έχει καταστήσει σταυροδρόμι πολιτισμών. Η περιοχή αποτελούσε μέρος της αυτοκρατορίας του Aksum, η οποία ήλεγχε εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν τη Μεσόγειο με την Αφρική και την Ασία.
Τον 7ο αιώνα, η εξάπλωση του Ισλάμ έφτασε στις ακτές της Ερυθραίας, διαμορφώνοντας τις παράκτιες περιοχές και εισάγοντας νέα ήθη και έθιμα. Τα μεσαιωνικά λιμάνια της Massawa και του Adulis έγιναν σημαντικά κέντρα εμπορίου, συνδέοντας την Αφρική με τον αραβικό κόσμο και την Ινδία.
To 19ο αιώνα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπάθησαν να επεκτείνουν τις αυτοκρατορίες τους. Η Ιταλία, με στόχο να εδραιώσει μια βάση στην Αφρική, κατέλαβε την Ερυθραία στα τέλη του 19oυ αιώνα. Η ιταλική αποικιακή περίοδος άφησε ένα αρχιτεκτονικό αποτύπωμα, με τα απομεινάρια των αποικιακών κτιρίων να παραμένουν στην πρωτεύουσα Ασμάρα και άλλες πόλεις, που μοιάζουν σα να έχουν παγώσει στο χρόνο.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προέκυψαν διεκδικήσεις που οδήγησαν στην προσάρτηση της Ερυθραίας από την Αιθιοπία το 1962. Ένας σκληρός και αιματηρός αγώνας για ανεξαρτησία κράτησε μέχρι το 1991, και το 1993 καθιερώθηκε ως κυρίαρχο έθνος. To 2000 ξέσπασε πάλι πόλεμος με την Αιθιοπία, με δεκάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες θύματα από τις δύο πλευρές.
Η ανεξαρτησία έφερε ελπίδες για ένα λαμπρότερο μέλλον, όμως η Ερυθραία αντιμετώπισε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Η πολιτική κατάσταση στην Ερυθραία παρουσιάζει ένα μοναδικό νόμιμο πολιτικό κόμμα και απουσία πολυκομματικών εκλογών. Ο πρόεδρος Isaias Afwerki, βασικό πρόσωπο στον αγώνα της Ερυθραίας για ανεξαρτησία, βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας από την απαρχή της, μια ηγεσία που χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτική εξουσία και περιορισμό ελευθεριών. Η χώρα βρίσκεται σε διεθνείς σχέσεις απομόνωσης και πολλές ξένες δυνάμεις έχουν επιβάλλει διεθνές εμπάργκο. Οι διπλωματικές σχέσεις με την Αιθιοπία αποκαταστάθηκαν το 2018 και αναγνωρίστηκε η συνθήκη ειρήνης. Τα χερσαία σύνορα άνοιξαν παροδικά, αλλά πλέον μόνο αεροπορικώς επιτρέπεται η μετακίνηση μεταξύ των δύο χωρών.
Στη χώρα ισχύει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, όπου η διάρκεια και οι συνθήκες δεν είναι σαφείς.
Η Ερυθραία έχει περιορισμένη (έως καθόλου) σύνδεση στο διαδίκτυο για τους πολίτες και η πρόσβαση σε πληροφορίες ελέγχεται αυστηρά από την κυβέρνηση. Τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα.
Η πρόσβαση σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, το Twitter και άλλες, είναι μη λειτουργική. Δε διατίθεται κινητό δίκτυο δεδομένων στους πολίτες και ακόμα και οι σταθερές συνδέσεις διαδικτύου είναι σπάνιες, ακόμα και για τις επιχειρήσεις. Κάποια υποτυπώδης πρόσβαση διατίθεται σε καταστήματα internet με χρονοχρέωση και πολύ αργές ταχύτητες σύνδεσης.
Άνθρωποι
Η Ερυθραία αποτελείται από πολλές εθνοτικές ομάδες, όπως οι Tigrinya, Tigre, Afar και άλλες. Η Τιγκρίνια είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες της χώρας.
Η πλειονότητα των Ερυθραίων πιστεύει στο Ισλάμ ή τον Χριστιανισμό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ερυθραίας κατέχει πλειοψηφικό ποσοστό και ακόλουθούν διάφορα χριστιανικά δόγματα, ενώ το Ισλάμ ασκείται από σημαντική μερίδα του πληθυσμού.
Σημαντική διασπορά πληθυσμού βρίσκεται σε όλο τον κόσμο και οι πολίτες που ζουν στο εξωτερικό διατηρούν σύνδεση με την πατρίδα τους, συμβάλλοντας στην οικονομία της.
Τόποι
Η Ερυθραία αποτελείται από τρεις διακριτές περιοχές. Στα ανατολικά βρίσκονται θερμές, άνυδρες, παράκτιες πεδιάδες, ακολουθούν ψυχρότερα, εύφορα υψίπεδα που φτάνουν τα 3.000 μέτρα και τέλος το τρίγωνο Αφάρ και το βύθσισμα Danakil της Ερυθραίας, όπου τρεις τεκτονικές πλάκες απομακρύνονται η μία από την άλλη.
Οι κύριες πόλεις της χώρας είναι η πρωτεύουσα Asmara και το λιμάνι Assab στα νοτιοανατολικά, καθώς και οι πόλεις Massawa στα ανατολικά, η βόρεια πόλη Keren και η κεντρική πόλη Mendefera.
O τόπος όπου σταμάτησε ο χρόνος
Ιανουάριος 2024
Γιατί να πάει κανείς στην Ερυθραία; Αυτή η άγνωστη και ελάχιστα επισκέψιμη χώρα, συχνά χαρακτηρίζεται ως «η Βόρεια Κορέα της Αφρικής». Με μια βίζα από τις πιο δύσκολες στον κόσμο, με απουσία internet, με ειδικές άδειες και γραφειοκρατία για να μετακινηθεί κανείς οπουδήποτε και με ένα καθεστώς δικτατορίας και εσωστρέφειας, δικαιολογημένα έχει αποκτήσει τον τίτλο αυτό και κατα συνέπεια βρίσκεται εντελώς εκτός τουριστικού χάρτη. Επιπλέον, οι δύσκολες συνθήκες μετακίνησης -γνώριμες και από άλλα μέρη στην Αφρική- οι άθλιες συνθήκες διαμονής, η έλλειψη διαδικτυακής επικοινωνίας που δυσκολεύει την οργάνωση ενός ταξιδιού και το σχετικά υψηλό κόστος ακόμα και για τον ανεξάρτητο ταξιδιώτη, αποθαρρύνουν ακόμα περισσότερο. Όμως όσοι τυχεροί καταφέρουν να βρεθούν και να εξερευνήσουν τον τόπο αυτό, θα ανακαλύψουν έναν καλά κρυμμένο ταξιδιωτικό θησαυρό και έναν τόπο μαγευτικής αστικής και φυσικής ομορφιάς. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η χώρα αυτή είναι τόσο δυσπρόσιτη και χωρίς τουριστικές υποδομές, που παραμένει ανεξερεύνητη, αναλλοίωτη και αυθεντική όσο ελάχιστες άλλες στον πλανήτη.
Μετά από ένα ακόμα εκπληκτικό ταξίδι στην αγαπημένη Αιθιοπία ως αρχηγός του group των Planet Voyagers, πετώ για την απομονωμένη και μυστηριώδη Ερυθραία. Λίγο πριν την προσγείωση στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Asmara, αποκαλύπτεται ένα άγονο τοπίο με ελάχιστη οικιστική ανάπτυξη. Καθώς κοιτώ από το παράθυρο του αεροπλάνου, ξαφνικά ένα μεγάλο πτηνό χτυπά στο χείλος του αριστερού κινητήρα και ευτυχώς καταλήγει έξω από αυτόν. Οι μηχανικοί εδάφους αντιλαμβάνονται αμέσως το συμβάν σε μια οπτική επιθεώρηση, όταν πλέον το αεροσκάφος είναι σώο στο έδαφος. Είναι άλλωστε εμφανής η ζημιά, αλλά ευτυχώς δεν επηρέασε (μάλλον) τη φτερωτή της τουρμπίνας και την πτητική ικανότητα του αεροσκάφους κατά την προσγείωση. Στο διεθνές αεροδρόμιο της Asmara βρίσκεται εκτός από το αεροσκάφος της Ethiopian airlines, ένα παροπλισμένο του κρατικού αερομεταφορέα Asmara airlines που έχει αναστείλει τη δραστηριότητα του, καθώς και 2-3 μαχητικά αεροσκάφη. Το κτίριο χτίστηκε τη δεκαετία του ‘60 από τους Άγγλους και δεν έχει ανανεωθεί ιδιαίτερα από τότε. Είναι πιο μικρό και πιο απαρχαιωμένο από πολλά περιφερειακά αεροδρόμια της γειτονικής Αιθιοπίας.
Η διαδικασία έκδοσης της βίζας κατά την άφιξη είναι χρονοβόρα και άκρως γραφειοκρατική. Πολύ πιο δύσκολη όμως ήταν η προέγκριση της τους μήνες που προηγήθηκαν, μιας και όλοι στη χώρα αμελούν στο να απαντήσουν σε ηλεκτρονικά μηνύματα και e-mails, γεγονός αιτιολογημένο λόγω απουσίας υπηρεσιών internet στη χώρα, ακόμα και για τις επιχειρήσεις!
Αυτό το κοινωνικό αγαθό δεν παρέχεται στους πολίτες, οι οποίοι αναγκάζονται να καταφύγουν σε κάποια καταστήματα που προσφέρουν υπηρεσίες Wi-Fi με την ώρα, αλλά σε τραγικά αργή ταχύτητα που ουσιαστικά μόνο μηνύματα κειμένου μπορεί να υποστηρίξει. Δεδομένου του πόσο ακριβό και δυσεύρετο είναι κάτι που για τον υπόλοιπο κόσμο -πλην της Βορείου Κορέας- είναι δεδομένο, οι συνθήκες ενημέρωσης και επικοινωνίας θυμίζουν σ’ εμάς τη δεκαετία του ‘90. Διεθνής περιαγωγή δεν ισχύει επίσης, καθώς η κρατική εταιρεία επικοινωνιών δεν έχει συνάψει συμφωνία με καμία εταιρεία άλλου κράτους. Κρατικές είναι πολλές ακόμα υπηρεσίες, ακόμα και τα μεγάλα ξενοδοχεία.
Με πλήρη απομόνωση επικοινωνίας και πληροφοριών που αφορούν το ταξίδι μου, αλλά και χωρίς προετοιμασία, ξεκινώ solo για την εξερεύνηση όσων σημείων μπορώ στις λίγες μέρες που θα αφιερώσω.
Όσο οι υπάλληλοι του immigration δίνουν «πάσες» το διαβατήριό μου κυκλικά από γραφειο σε γραφείο, ανακαλύπτω ότι ο ένας από τους τρεις λευκούς που αναμένουν για βίζα έχει ελληνικό διαβατήριο. Παραξενεύομαι όταν μαθαίνω ότι έρχεται για κάποια δουλειά στην κρατική τηλεόραση, ενώ εκείνος παραξενεύεται που έρχομαι για τουρισμό. Δεν είμαι καθόλου προετοιμασμένος για το ταξίδι στην Ερυθραία, ενώ θα έπρεπε να το έχω μελετήσει επακριβώς. Βέβαια με τον τρόπο που ταξιδεύω πλέον, ο παράγοντας περιπέτειας μου αρέσει να εμπεριέχεται έτσι κι αλλιώς. Αρχικά δεν έχω τα απαραίτητα 70 δολάρια για την έκδοση της βίζας. Δε δέχονται ευρώ αλλά μου επιτρέπουν να βγω έξω στο ανταλλακτήριο, το οποίο θα επισκεφτώ και αργότερα για να ανταλλάξω σε τοπικό νόμισμα. Το nafka, σε ισοτιμία 1€ προς 16, δεν αναγνωρίζεται πουθενά έξω από τη χώρα, δεν επιτρέπεται η επιστροφή του και ανταλλαγή του πάλι σε ξένο νόμισμα, αλλά ούτε και η εξαγωγή του από τη χώρα. Προσπαθώ να υπολογίσω πόσα χρήματα θα χρειαστώ τις μέρες που θα μείνω και αποφασίζω να ανταλλάξω €170. Για διάφορους λόγους οικονομίας που θα ακολουθήσω, στο τέλος θα μου περισσέψουν και λίγα χρήματα. Στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών, ένας μοναδικός ιμάντας σταματά να περιστρέφεται, ενώ μια εκατοντάδα βαλίτσες κείτονται αζήτητες, τριγύρω στο πάτωμα. Αρχικά δε βρίσκω τη δική μου και με πιάνει ταραχή στην ιδέα ότι θα πρέπει να κάνω δήλωση απώλειας σε ένα τέτοιο μέρος. Η υπάλληλος στα απωλεσθέντα μου λέει αδιάφορα να σιγουρευτώ ότι όντως δεν είναι εδώ. Ψάχνοντας καλύτερα, ως εκ θαύματος τη βρίσκω παραπεταμένη. Στον προαύλιο χώρο του αεροδρομίου υπάρχουν ελάχιστα αυτοκίνητα και ταξί. Δε διαφαίνονται πολλοί τρόποι για να φύγει κανείς από εδώ και ένας ταξιτζής μου λέει πως η τιμή της κούρσας μέχρι την πόλη είναι προκαθορισμένη στα 300 Nafca (€19). Αν και δεν ξέρω τις τιμές στη χώρα, είναι μάλλον κλασική περίπτωση ταξιτζή που προσπαθεί να με κλέψει. Του λέω πως θα πάω με τα πόδια, κάτι μη ρεαλιστικό καθώς η διαδρομή είναι 7 χλμ κάτω από έντονη ζέστη. Τελικά κάποιος μεσολαβεί στο να μοιραστώ το ταξί με μια κυρία, πληρώνοντας 150 Nafka που τελικά είναι και η συνήθης χρέωση. To ξενοδοχείο που είχα επιλέξει με μια γρήγορη αναζήτηση πριν φτάσω, ονομάζεται Albergo Italia και φαινόταν οικονομικότερο σε σχέση με το πιο φημισμένο Crystal Hotel. Όμως φτάνοντας, η τιμή πόρτας για το μονόκλινο είναι 1000 ERN (€66). Αν και δείχνει πολύ γοητευτικό σαν χώρος, με απικιοκρατική αρχιτεκτονική, η μη διαπραγματεύσιμη τιμή με κάνει να το απορρίψω. Δεν πρόσκειται για κάποιο προσωπικό βίτσιο, αλλά όταν ταξιδεύω σε αναπτυσσόμενες χώρες προσπαθώ να ζω όσο το δυνατόν πιο κοντά στις συνθήκες του τοπικού πληθυσμού. Προσπαθώ να τρώω, να κοιμάμαι και να μετακινούμαι όπως και οι ντόπιοι, αντί να μένω σε πολυτελή, αποξενωμένα ξενοδοχεία ή να ταξιδεύω με ιδιωτικά οχήματα και ξεναγούς.
Φορτωμένος με τις αποσκευές λοιπόν τριγυρίζω στις γειτονιές αναζητώντας άλλο κατάλυμα. Ευτυχώς το κλίμα στην Asmara είναι σχετικά δροσερό, το υψόμετρο των 2400μ κάνει αυτή την πόλη ευχάριστη για να ζεις και πολύ διαφορετική από άλλες αφρικανικές. Τελικά εντοπίζω αρκετά καταλύματα που τιτλοφορούνται “pension” και στεγάζονται σε προπολεμικά, πολυώροφα κτίρια. Στο πρώτο ο manager λείπει και βαριέμαι να περιμένω, κάποια άλλα είναι πλήρη (!) και τελικά επιλέγω χωρίς πολλή σκέψη ένα από τα χειρότερα καταλύματα που έχω μείνει. Το δωμάτιο είναι σα φυλακή κι απ έξω βρίσκεται ένας ημισκότεινος διάδρομος με πλαστικά βαρέλια που καταλήγει στην κοινή για όλους τους ενοίκους τουαλέτα. Είναι κατειλημμένη, αλλά χωρίς να τη δω συμφωνώ στην τιμή των 160nfc (€10). Ζητάω όμως να μου αλλάξουν σεντόνια γιατί είναι γεμάτα τρίχες από πολλούς προηγούμενους ενοίκους. Η ευγενέστατη κυρία ικανοποιεί το αίτημά μου και δε χρειάζεται να στρώσω τον υπνόσακο. Το μπάνιο διαθέτει μια τούρκικη λεκάνη, μια αρχαία μπανιέρα και… δεν έχει τρεχούμενο νερό! Φυσικά δε χρειάζεται να αναφέρω την κατάσταση καθαριότητας που επικρατεί. Για να κάνει κανείς μπάνιο ή να πάει τουαλέτα θα πρέπει να μεταφέρει κουβάδες από το διάδρομο. Αποφάσισα να μην προβώ σε τίποτε από όλα αυτά.
Asmara
Η πόλη έξω είναι εκπληκτικά γοητευτική. Όπου και να κοιτάξω βλέπω κτίρια ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής μιας άλλης εποχής που έχουν διατηρηθεί στο χρόνο αντιστεκόμενα στην κατεδάφιση η οποία θα ήταν η μοίρα τους στην Ευρώπη. Η πόλη όλη είναι σα να έχει παγώσει στο χρόνο, μέσα στα μπεζ χρώματα των κτιρίων, τη σκόνη στην ατμόσφαιρα και τον αφρικανικό ήλιο, ζω μια σουρεαλιστική εμπειρία βγαλμένη από κάποια ταινία του Pasolini. Τα κτίρια βρίσκονται στο έλεος της εγκατάλειψης αλλά αυτό είναι που προσδίδει στη μαγεία της πόλης. Γενικά δεν υπάρχoυν καινούρια κτίρια.
Μα πού είναι τα αυτοκίνητα; Η κίνηση τροχοφόρων είναι ελάχιστη, στους φαρδείς δρόμους κυκλοφορούν κυρίως ποδήλατα και λίγοι πεζοί. Όλα αυτά ενισχύουν την αίσθηση ότι πρόκειται για κινηματογραφικό σκηνικό της cinecita, μόνο που οι ηθοποιοί και οι κομπάρσοι είναι όλοι αφρικανικής καταγωγής. Βρίσκομαι σίγουρα σε Αφρικανικό έδαφος; Πού είναι οι παράγκες που έχω συνηθίσει να βλέπω στις πόλεις της υποσαχάριας Αφρικής; Πού είναι οι δρόμοι με το κοκκινόχωμα; Τα παραδοσιακά καφενεία φιλοξενούν λίγους ηλικιωμένους που απολαμβάνουν τον καφέ τους σε μικρές παρέες. Γενικά όλοι οι δρόμοι έχουν μικρή ανθρώπινη παρουσία, εκτός από την κεντρική αγορά. Η πόλη είναι αρκετά καθαρή σε σχέση με κάθε άλλο μέρος στην Αφρική, οδοκαθαριστές σκουπίζουν τους δρόμους. Το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων δείχνει πολύ αξιοπρεπές, τα νέα παιδιά είναι ντυμένα μοντέρνα με διεθνείς μάρκες, κάτι που με κάνει να αναρωτιέμαι πώς αυτή η απομονωμένη δικτατορία, χωρίς διεθνείς σχέσεις και με ένα σκληρό εμπάργκο, καταφέρνει να επιβιώνει και να διατηρεί αυτό το σχετικά εύρωστο επίπεδο διαβίωσης; Η απάντηση που υποπτεύομαι και επιβεβαιώνω αργότερα, είναι όπως και αλλού οι πολίτες της διασποράς, που συντηρούν ολόκληρες οικογένειες πίσω στην πατρίδα. Φυσικά υπάρχουν και ζητιάνοι και άνθρωποι σε εμφανή φτώχεια, παρ’ όλα αυτά το γενικότερο επίπεδο των κατοίκων είναι σύγχρονο, σε αντίθεση με τα κτίρια που τους περιβάλλουν.
Συνεχίζω τη βόλτα μου στην φαρδιά κεντρική λεωφόρο με τους φοίνικες. Είναι άδεια από οχήματα, σαν τις εικόνες από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Ένας καθεδρικός ναός ευρωπαϊκού στιλ αποτελεί ορόσημο της πόλης. Απέναντι του έχω σημειώσει στο χάρτη το κτίριο του υπουργείου τουρισμού όπου θα αιτηθώ την απαραίτητη άδεια για να ταξιδέψω εκτός πρωτεύουσας. Από μια πλαϊνή είσοδο την οποία σηματοδοτεί μια παλιά επιγραφή, μπαίνω στο κτίριο και ανεβαίνω την παλιά μαρμάρινη κυκλική σκάλα. Η ώρα είναι 1:00μμ και όλες οι πόρτες είναι κλειστές. Τις κτυπώ, τις σπρώχνω, χτυπάω τα κουδούνια, αλλά κανείς δεν ανοίγει. Απογοητεύομαι, καθώς θέλω τις επόμενες μέρες να ταξιδέψω στη Massawa και αν προλάβω και στην Kasala. Στο ισόγειο σπρώχνω μια άλλη πόρτα η οποία ανοίγει και βρίσκομαι σε μια σειρά διαμερισμάτων. Από την ανοιχτή πόρτα του πρώτου βλέπω έναν γηραιό κύριο καθιστό στο κρεβάτι του να εκπλήσσεται όπως κι εγώ. Τον ρωτάω για το υπουργείο και μου κάνει ένα νόημα προς τα έξω. Πράγματι, υπάρχει ένα γραφείο στη μπροστινή πλευρά του δρόμου, όμως είναι κι αυτό κλειστό. Ρωτάω έναν ηλικιωμένο με μια βρόμικη στολή που μοιάζει με αστυφύλακα. Μάλλον έπεσα στην ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος για φαγητό. Μου λέει με σπαστά αγγλικά να έρθω πάλι στις 2:30μμ. Σιγά σιγά διαπιστώνω ότι στην Asmara, εκτός από Ιταλικά ομιλούνται και απλά αγγλικά, ακόμα και από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Οι κάτοικοι είναι ευγενικοί και συχνά ρωτούν την καταγωγή μου, αλλά γενικά δεν ασχολούνται και δεν ενοχλούν τον ξένο.
Μετά από πολύ περπάτημα ανακαλύπτω τα κυριότερα ορόσημα της πόλης, όπως το περίφημο κτίσμα Fiat Tagliero, ένα σουρεάλ αρχιτεκτόνημα που θυμίζει αεροπλάνο. Επίσης το περίφημο σινεμά με τα μεγάλα γράμματα ROMA. Το κτίριο που στεγάζει το ξενοδοχείο Nyala είναι το ψηλότερο της πόλης, αλλά δεν εμπνέει ως κάτι πολυτελές για διαμονή. Στη ρεσεψιόν με ενημερώνουν ότι είναι γεμάτο για τις επόμενες μέρες. Το Προεδρικό Μέγαρο βρίσκεται μεσα στην έκταση ενός μεγάλου πάρκου στο κέντρο της πόλης, φρουρούμενο τριγύρω. Κάποια στιγμή καθώς βαδίζω χαμένος στις σκέψεις μου, ακούω μια γυναικεία φωνή να καλεί το όνομά μου. Το μυαλό μου βραχυκυκλώνει. Πού βρίσκομαι, ποιος με ξέρει σε αυτό τον άγνωστο τόπο, ποιος μου κάνει φάρσα, μήπως είμαι πρωταγωνιστής σε ταινία με σενάριο σαν του Truman show; Τελικά μια παρέα σε ένα αμάξι, χάριν αστείου δοκίμασε να με φωνάξει με ένα τυχαίο όνομα, το οποίο κατά σύμπτωση ήταν και το όνομα του αγοριού της παρέας. Τα παιδιά μιλούν άπταιστα αγγλικά. Αποφασίζω να δοκιμάσω να επιστρέψω με τοπικό λεωφορείο, φυσικά δε γνωρίζω τον προορισμό του. Όλες οι επιγραφές που δεν ανήκουν στην εποχή της αποικιοκρατίας, είναι γραμμένες σε Amharic αλφάβητο. Το σαραβαλιασμένο λεωφορείο με τη διαλυμένη φυσούνα, διαθέτει εισπράκτορα και το εισιτήριο κοστίζει 2 nafka. Όταν φτάνω πάλι στο υπουργείο, το γραφείο είναι ανοικτό και ένας νεαρός με εξυπηρετεί σε άπταιστα αγγλικά. Το permit κοστίζει 51 ERN και απαιτεί περίπου 2 ώρες για να εκδοθεί. Χρειάζεται φωτοτυπία του διαβατηρίου και της βίζας. Σε μια χώρα με απουσία ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, όπου επικρατεί ακόμα το χαρτί και το fax, υπάρχουν πολλά φωτοτυπικά καταστήματα, αν και την ώρα αυτή τα περισσότερα είναι κλειστά. Τελικά το πιστοποιητικό δε θα μου χρειαστεί στη διαδρομή, θα μου ζητηθεί όμως στο ξενοδοχείο του προορισμού, στη Massawa. Το φαγητό στα τοπικά εστιατόρια ποικίλλει σε ποιότητα, το χειρότερο όμως είναι το εμφιαλωμένο νερό. Το μπουκάλι που έχω φέρει από την Αιθιοπία άδειασε και αυτό που αγοράζω έχει άσχημη γεύση με επίγευση πετρελαίου. Σκέφτομαι ότι κάτι δεν πήγε καλά στην εμφιάλωση, όμως θα διαπιστώσω ότι αυτό αποτελεί κανόνα, όχι τόσο στην Asmara, όσο στη Massawa.
Τα χρώματα του δειλινού βάφουν την πόλη με ροδακινί αποχρώσεις κι από το μεγάλο τζαμί ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς για προσευχή. Τα βράδια στην Ασμάρα έχουν λίγη περισσότερη ζωή, κυρίως στα παραδοσιακά καφενεία, η νεολαία όμως δεν έχει ιδιαίτερη παρουσία. Κοιμήθηκα με τα ρούχα στην ταπεινή και άβολη κλίνη μου και παρ’ όλα αυτά κρύωνα.
O δρόμος για τη Massawa
Γύρω στις 7 το πρωί της επομένης μέρας αποφασίζω να πάω με τα πόδια μέχρι το σταθμό των λεωφορείων για τη Massawa, κουβαλώντας το σάκο για περίπου 2 χιλιόμετρα. Κάνει κρύο και είμαι ντυμένος με μακρυμάνικο και μπουφάν. Πλήθος είναι συγκεντρωμένο και κάποιος τους τοποθετεί σε σειρά σημειώνοντας με μαρκαδόρο στο χέρι τους ένα νουμερο, που μάλλον αντιστοιχεί στον αριθμό των αποσκευών τους. Μάλλον δε θα καταφέρω να μπω στο πρώτο λεωφορείο, όμως περίπου 45 λεπτά αργότερα με βάζουν πρώτο στο επόμενο. Η αναχώρηση θα καθυστερήσει καμιά ώρα ακόμα, παρ’ όλο που έχουν συμπληρωθεί οι θέσεις. Μικροπωλητές συρρέουν στο διάδρομο πριν την αναχώρηση. Το εισιτήριο κόστισε 31 nafka +20 ο σάκος μου. Οι συνθήκες στο λεωφορείο είναι ικανοποιητικές μέχρι στιγμής.
Βγαίνοντας από την Ασμάρα το σκηνικό παίρνει μια νέα, αλλόκοτη μορφή. Στην αρχή συναντώνται ολόκληρα δάση από φραγκοσυκίες και άλλα μεγάλα δέντρα, ενώ στη συνέχεια αντιλαμβάνομαι το υψόμετρο στο οποίο βρίσκεται η πρωτεύουσα, πάνω από τα σύννεφα. Η απότομη πλαγιά που οδηγεί στην Ερυθρά θάλασσα απλώνεται μεγαλοπρεπώς κάτω από την άκρη του απόκρημνου δρόμου που σα φίδι ξεδιπλώνεται. Μικρά πετρόκτιστα χωριά σκαρφαλωμένα στο βραχώδες τοπίο βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, χαμηλότερα διακρίνονται καλλιέργειες σε αναβαθμίδες και στο βάθος διαδοχικές οροσειρές. Η παλιά σιδηροδρομική γραμμή ακολουθεί κι αυτή την ίδια διαδρομή. Έχει πάψει να λειτουργεί, όμως κάποια γκρουπ τουριστών κατά καιρούς μισθώνουν ολόκληρη την αμαξοστοιχία για τη διαδρομή των πρώτων 25 χιλιομέτρων. Μαζί με το τοπίο, αλλάζει δραματικά και το βιωτικό επίπεδο έξω από τις παρυφές της πρωτεύουσας. Η ανέχεια είναι αισθητή, επίσης το ισλαμικό στοιχείο κυριαρχεί.
Σε κάποιο σημείο βλέπω δυο αθλητές ποδηλασίας αφρικανικής καταγωγής ενώ σε ένα άλλο, ένα πούλμαν με δυτικούς τουρίστες έχει σταματήσει για να απολαύσουν τη θέα. Είναι και οι μόνοι που συνάντησα σε όλο το ταξίδι. Καθώς το υψόμετρο μειώνεται ραγδαία η θερμοκρασία αλλάζει απότομα επίσης και τα ρούχα που φορούσα τα αφαιρώ όλα μαζί.
Κάνουμε μια αδικαιολόγητα μεγάλη στάση στο 1/3 της διαδρομής που ο χάρτης αναφέρει ως Gahtelay. Εδώ υπάρχουν κάποια αναψυκτήρια που προσφέρουν τσάι και φαγητό που δε θα έτρωγε κάποιος δυτικός. Μια παρέα νεαρών -αγόρια και κορίτσια- με μοντέρνο παρουσιαστικό και στρατιωτικά ρούχα, παρέμειναν στο σημείο μετά την αναχώρηση, προφανώς πρόκειται να μπουν στο παρακείμενο στρατόπεδο. Η βασική θητεία είναι 18 μήνες για άντρες και γυναίκες, όπως μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστο αν κριθεί κανείς απαραίτητος για το στράτευμα. Αυτό αποτελεί έναν από τους πολλούς λόγους που οι νέοι θέλουν να μεταναστεύσουν.
Massawa
Θα πρέπει να υπολογίζει κανείς 4-5 ώρες συνολικά μέχρι την άφιξη στη Massawa. Ο σταθμός του λεωφορείου όμως βρίσκεται στη νέα πόλη που βρίσκεται πριν την ακτή και αποτελείται από καινούρια συμπλέγματα πολυκατοικιών στη μια πλευρά και παραπήγματα στην άλλη πλευρά του κεντρικού δρόμου. Δε βρίσκω κάποιο ταξί ή λεωφορείο για να πάω στα δυο διαδοχικά νησιά που συνδέονται με οδική διάβαση πάνω από τη θάλασσα κι αποτελούν την παλιά πόλη της Massawa. Έτσι, φορτώνομαι τα σακίδια μέσα στην αφόρητη ζέστη και κατευθύνομαι προς πλησιέστερο σημείο. Βρίσκω μια στάση τοπικού λεωφορείου, περιμένω και λίγο αργότερα επιβιβάζομαι σε ένα από τα χαρακτηριστικά minibus της Αφρικής που είναι γεμάτα ασφυκτικά. Οι συνεπιβάτες μου προσφέρουν τα ευγενικά τους χαμόγελα και όταν αποβιβάζομαι ανακαλύπτω πως μια γυναίκα έχει πληρώσει το εισιτήριο μου, γεμίζοντάς με ευγνωμοσύνη.
Στο πρώτο νησί της Massawa βρίσκονται 4-5 ξενοδοχεία παρατημένα στο χρόνο, ένα κτιριακό σύμπλεγμα που μάλλον ανήκει στον οργανισμό του λιμένα, καθώς και πολλά παλιά κτίρια μικρού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Το νησί έχει μήκος περίπου 1.5 χιλιόμετρα, όμως δεν έχω το κουράγιο να ψάξω πολύ για αξιοπρεπές δωμάτιο. Το hotel Africa έχει δωμάτια κλειστοφοβικά, η επόμενη επιλογή μου, το Central hotel, είναι ένα σύμπλεγμα παρατημένων κτιρίων σε ένα μεγάλο προαύλιο χώρο. Η τιμή του δωματίου είναι 600 (€38), εξωφρενικά ακριβή σε σχέση με την ποιότητα. Επιμένω σε κάρι φτηνότερο και μου δίνεται με 400 ένα δωμάτιο χωρίς κλιματισμό, έτσι κι αλλιώς προτιμώ τον ανεμιστήρα. Έχει διπλό κρεβάτι, ιδιωτικό μπάνιο με τρεχούμενο νερό, όμως για καζανάκι χρειάζονται κουβάδες νερού και το μπάνιο μυρίζει άσχημα. Αν και είχα βλέψεις για κάτι πιο άνετο στον παραθαλάσσιο αυτό τόπο, αποφασίζω να μην ασχοληθώ παραπάνω με το δωμάτιο.
Ξεκινώ προς την παλιά πόλη της Massawa που βρίσκεται βόρεια, στο 2ο στη σειρά νησί και το οποίο επίσης συνδέεται με οδικό δίαυλο πάνω από τη θάλασσα. Η πρώτη εντύπωση της πόλης είναι αποστομωτική. Είναι γεμάτη με αρχιτεκτονικά διαμάντια που πολλά δυστυχώς καταρρέουν από το βάρος του χρόνου, αλλά κυρίως από τις καταστροφές των σφοδρών βομβαρδισμών της περίφημης μάχης της Massawa, την εποχή του πολέμου με την Αιθιοπία. Μου θυμίζει έντονα τη Berbera στη Σομαλιλάνδη, εκείνη ήταν όμως λιγότερο γοητευτική και λιγότερο λαβωμένη από τον πόλεμο. Οι κάτοικοι διαμένουν στους ισόγειους χώρους των κτιρίων που διατηρούν ακόμα τη στατικότητα τους, και συνήθως τους συναντάς ράθυμους να αναπαύονται σε ένα ντιβάνι στο δρόμο, κάτω από μια σκιά για να ανακουφιστούν από τη μεσημβρινή ζέστη.
Η παλιά πόλη έχει αρκετά καφενεία, όμως δεν είδα πουθενά κάτι για φαγητό.
Κάποιες γυναίκες σταματούν ένα όχημα pickup και ζήτω να επιβιβαστώ μαζί τους. Κατεβαίνω στο νότιο άκρο του 1ου νησιού χωρίς ο οδηγός να δεχτεί χρήματα. Στο σημείο αυτό, εκτός από το μνημείο πεσόντων του πολέμου, βρίσκεται και το Read Sea hotel, ένα ξενοδοχείο όπου ελπίζω να γευματίσω ικανοποιητικά. Το μέρος αυτό έχει περάσει σίγουρα καλύτερες δόξες. Αν και πρόκειται για τεράστιο κτίσμα που κάποτε διέθετε πολυτέλεια, τώρα είναι ένα ξενοδοχείο-φάντασμα, στην υποδοχή δεν υπάρχει κανείς και ακόμα και αν είναι σε λειτουργεία, δεν πιστεύω ότι θα βρω κάτι να φάω.
Επιβιβάζομαι και σε άλλο ημιφορτηγό (πάλι δωρεάν) και κατεβαίνω στη νέα πόλη -στην ηπειρωτική χώρα- για να εξερευνήσω τις επιλογές φαγητού, μαζί με μια ακόμα προσπάθεια περιορισμένης σύνδεσης Wi-Fi. Το κατάστημα Wi-Fi βρίσκεται στον όροφο παλιού κτιρίου και ως συνήθως είναι μια παλαιά σάλα με ανεμιστήρες. Μερικές κοπέλες ντυμένες πατόκορφα με niqab μέσα στην ανελέητη ζέστη, επιδίδονται μάλλον σε chat. Εγώ δεν καταφέρνω τίποτα σχεδόν με το Wi-Fi εκτός από κάποια μηνύματα WhatsApp. Με το φαγητό στάθηκα τυχερός όμως, μιας και βρίσκω εκεί κοντά μαγαζί με νοστιμότατο ψάρι φιλέτο ψητό (130 nafka) και παρά τις χιλιάδες μύγες που πετούν στο κατάστημα. Αγοράζω ένα μεγάλο μπουκάλι νερό με προέλευση από τα Αραβικά Εμιράτα το οποίο είναι ακριβό (45n – €2,8) και έχει επίσης άσχημη γεύση.
Δε βρίσκω κανένα μεταφορικό μέσο για να επιστρέψω στο νησί, όμως περπατώ τα 3,5 χιλιόμετρα πίσω στην παλιά πόλη. Κάνω μια ενδιάμεση στάση στο ξενοδοχείο Dahlak που δείχνει ωραιότατο και οι τιμές ξεκινάνε από τα 650 για δωμάτιο με μονό κρεβάτι, ενώ πολλαπλασιάζονται στη συνέχεια. Θέλω να κανονίσω να πάω με βάρκα την επόμενη στο κοντινότερο νησί, το Green Island. Η τιμή για τους ένοικους είναι 250 όμως εγώ που δεν είμαι θα πρέπει να πληρώσω 500. Μετάνιωσα πολύ που δεν ανακάλυψα νωρίτερα αυτό το ξενοδοχείο.
Τα βράδια στην παλιά πόλη οι καφενέδες μετατρέπονται σε μπαράκια με μουσική. Όμως δεν υπάρχουν θαμμώνες παρά μόνο μερικοί ξεχασμένοι γέροντες. Ένας τους ακούει να λέω την καταγωγή μου και μου μιλά ελληνικά, όσα μπορεί να θυμηθεί. Ομοίως με τη περίπτωση του γέροντα στη Hargeisa της Σομαλιλάνδης, δούλευε για χρόνια σε ελληνικά καράβια και έβγαζε πολλά χρήματα για την εποχή. Προσπαθώ να βρω ένα μαγαζί απ’ όπου το μεσημέρι είχα αγοράσει μια υεμενίτικη μάρκα εμφιαλωμένου νερού που δε μύριζε, όμως δεν τα καταφέρνω. Τελικά αγοράζω ένα ακόμα μεγάλο μπουκάλι άλλης μάρκας που μύριζε επίσης άσχημα. Η καλοσυνάτη παντοπώλης προσφέρθηκε να μου το αλλάξει, όμως δεν υπήρχε λόγος αφού όλη η παρτίδα θα ήταν ίδια.
Ξυπνάω νωρίς την επόμενη καταστρώνοντας σχέδιο για την αποφυγή της διπλής χρέωσης της βάρκας για το Green island. Παρακάμπτω τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Dahlak και κατευθύνομαι στην προβλήτα που διακρίνω δεμένη τη βάρκα. όμως ο βαρκάρης δεν είναι εκεί. Ψάχνω στο επίσης έρημο ξενοδοχείο με τη μεγάλη πισίνα που είναι άδεια εδώ και χρόνια. Βρίσκω το πλυσταριό και ρωτάω τις γυναίκες σχετικά με κάποιο βαρκάρη, που αν είναι ο ίδιος με αυτόν που είχα διαβάσει σε κάποιο blog, ονομάζεται Abdhala. Οι γυναίκες τον φωνάζουν και εμφανίζεται αμέσως. Είναι ένας 60άρης τύπος με ξανθό μαλλί ράστα, -δεν υπάρχουν πολλοί μάλλον στη χώρα με τέτοιο παρουσιαστικό- ο οποίος μιλά μια ακατάληπτη γλώσσα. Μου λέει ότι θα πρέπει να κάνω κάποιο χαρτί στη ρεσεψιόν, εγώ κάνω ότι δεν καταλαβαίνω. Με πηγαίνει στο εξωτερικό μπαρ όπου υπάρχει σαφώς αναρτημένος ο τιμοκατάλογος των 500 και 250 ERN. Προσπαθώ να συνεννοηθώ με μια γυναίκα που έχει μεγαλύτερη κατανόηση και της λέω πως είμαι ταξιδιωτικός πράκτορας και ζητώ το ευνοϊκότερο ποσό. Εκείνη με αρκετή προσπάθεια τον πείθει.
Το Green Island απέχει λίγα λεπτά με τη βάρκα και έχει στο μισό τμήμα του μια περιμετρική αμμουδιά, ενώ στο υπόλοιπο κυριαρχούν μαγκρόβια φυτά. Τα ερείπια ενός ιταλικού κτίσματος και μια προβλήτα με σκουριασμένες σιδηροτροχιές βρίσκονται σε ένα σημείο του. Απέναντι απλώνονται τα δυο νησιά της Massawa και το λιμάνι των εμπορικών πλοίων. Στο νησί υπάρχουν μερικοί ντόπιοι ντυμένοι με παράξενες στολές. Στην αρχή βλέπω παραξενευμένος κάποιους με στολή κατάδικου και λίγο παραπέρα κάποιους με στρατιωτικές στολές και παλιά τουφέκια. Η απορία μου λύνεται όταν μαθαίνω πως συμμετέχουν σε γυρίσματα τοπικής σαπουνόπερας. Λίγο αργότερα καταφθάνει στο νησί και μια Αφρικανή τουρίστρια με τα παιδιά της. Είναι από την Αντίς Αμπέμπα και τα παιδιά της φοιτούν στο ελληνικό σχολείο, δε μιλούν όμως ελληνικά.
Επιστρέφω με mini bus και με τα πόδια στο σταθμό του λεωφορείου για την Ασμάρα το οποίο πήρε σχεδόν δυο ώρες για να γεμίσει και να ξεκινήσει. Οι συνθήκες είναι χειρότερες από την προηγούμενη διαδρομή. Ζέστη, σκόνη και στρίμωγμα. Επιπλέον, μετά από πολλές στάσεις λόγω έργων στο δρόμο, η διαδρομή θα ολοκληρωθεί μετά από 7 ολόκληρες ώρες. Στο Gahtelay, το γνωστό σημείο στάσης με τα καφενεία, αναμείναμε για τουλάχιστον μια ώρα. Ο χρόνος κυλά βασανιστικά για έναν Ευρωπαίο που εκτιμά διαφορετικά την αξία του σε σχέση με έναν Αφρικανό.
Το θέμα με το εμφιαλωμένο νερό έχει φτάσει στο απροχώρητο. Δεν αντέχω άλλο με τέτοια ζέστη χωρίς νερό και δε μπορώ να πιω τα νερά από το Ντουμπάϊ που μυρίζουν πετρέλαιο. Έχω πετάξει πολλά λεφτά σε νερά που δεν πίνονται, το μεγάλο μπουκάλι κοστίζει 45 (€2,9) και 25 (€1,6) το μικρό και είναι μια από τις δυο κοινές μάρκες που μυρίζουν πετρέλαιο. Αποφασίζω να ενυδατώνομαι με Fanta (10 nafka) ή μπύρα Asmara (15 nafka) για το υπόλοιπο της διαμονής μου στη χώρα και να πίνω μόνο μικρές γουλιές νερού. Στο λεωφορείο μου πιάνει κουβέντα ένας που γνωρίζει τη χώρα μου, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Είναι δικαστής από την Ασμάρα και επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Massawa, άλλωστε ακόμα και γι αυτόν οι συνθήκες μετακίνησης και διαμονής είναι δεινές. Συνεπιβάτης είναι επίσης μια ηλικιωμένη με ένα υπερμέγεθες χρυσό σκουλαρίκι στη μύτη. Μου είπαν ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Tigre, όμως θύμωσε πολύ όταν την έβγαλα φωτογραφία. Στην κωμόπολη Ghinda αποβιβάζονται αρκετοί από το λεωφορείο και σε συνδυασμό με το κλίμα που άρχισε πάλι να γίνεται δροσερό οι συνθήκες της μετακίνησης γίνονται πιο ανεκτές, αν και στο συγκεκριμένο λεωφορείο οι αναρτήσεις κοπανούν σαν σέικερ. Τα σύννεφα πυκνώνουν όσο πλησιάζουμε το οροπέδιο της Ασμάρα και κατόπιν επικρατεί ομίχλη που γίνεται πυκνή και ο απόκρημνος, στριφογυριστός δρόμος που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν έχει στηθαίο, γίνεται αρκετά τρομακτικός.
Asmara – Επιστροφή
Πάλι με τα πόδια παίρνω το δρόμο για το ξενοδοχείο. Με το κρύο που επικρατεί στην Ασμάρα δε μπορούσα να διανοηθώ το να κάνω μπάνιο με κρύο νερό. Τα οικονομικά ξενοδοχεία συνήθως δε διαθέτουν αυτή την παροχή, όμως το ξενοδοχείο Top Five το οποίο είχα επισημάνει στην προηγούμενη παραμονή μου στην πόλη, ευτυχώς έχει αυτή τη μικρή πολυτέλεια. Διαθέτει επίσης ένα ικανοποιητικό εστιατόριο. Μετά από τόση ταλαιπωρία ζω λίγο πιο αναβαθμισμένη εμπειρία διαμονής και διατροφής, που και πάλι απέχει πολύ από τα τουριστικά πρότυπα.
Ψάχνω μέσα στη νύχτα παντοπωλείο γιατί κοντεύω να λιποθυμήσω από τη δίψα. Βρίσκω τελικά κατάστημα ανοιχτό, παρ’ όλο που ο γηραιός παντοπώλης έχει μπλοκάρει την είσοδο με καφάσια, προφανώς για αποφυγή κλοπών. Αγοράζω ένα μικρό μπουκάλι για δοκιμή (15 ERN) και ως εκ θαύματος δε μυρίζει. Ο παντοπώλης μου λέει σε κάπως ακατάληπτα αγγλικά ότι τα containers με το νερό από το Ντουμπάι, κατά τη (λαθραία) μεταφορά του έχει με κάποιο τρόπο μολυνθεί από άλλο εμπόρευμα (πετρελαιοειδές;;;). Αναγκαστικά έχω πιει αρκετό από αυτό, αναρωτιέμαι πόσο έχω δηλητηριαστεί; Μου μίλησε επίσης για την ελληνορθόδοξη εκκλησία που θα επισκεφτώ μια επόμενη μέρα.
Νωρίς το πρωί η Ασμάρα είναι συχνά καλυμμένη με ένα πέπλο ομίχλης. Αυτό της προσδίδει μια δυστοπική ατμόσφαιρα και το κινηματογραφικό σκηνικό της παίρνει ακόμα πιο μυστηριώδη μορφή. Μερικά ακόμα χαρακτηριστικά σημεία ενδιαφέροντος είναι το ήμησι ενός παράξενου σταδίου (Bahti Meskerem) με πρόσοψη στον κεντρικό δρόμο και ο γεμάτος πιστούς, περίφημος καθεδρικός Enda Mariam του 19ου αιώνα που αναπαλαιώθηκε το 1938. Δυστυχώς ο ελληνορθόδοξος ναός ήταν κλειστός, πιθανόν σε μόνιμη βάση. Αγοράζω δυο μπανάνες από έναν πλανόδιο πωλητή κι εκείνος δεν έχει ρέστα μου τις χαρίζει!
Ένα ακόμα παράδοξο σημείο είναι ένα bowling club, με ένα παλιό ασυντήρητο παρκέ και μερικά τραπέζια μπιλιάρδου.
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν βέβαια τα αμέτρητα τοπικά μπαράκια, κάθε ώρα της ημέρας. Επίσης τα πρατήρια καυσίμων της Total που βρίσκονται παντού στην πόλη, περιλαμβάνουν συνήθως και ένα cafe-εστιατόριο με εξαιρετικό φαγητό. Στην βόρεια πλευρά της Ασμάρα βρίσκονται φτωχογειτονιές με πλίνθινα σπίτια που συνεχίζουν σε ένα ύψωμα με αμφιθεατρική θέα στην πόλη. Προφανώς δεν έχουν αποχέτευση και τουαλέτα, κάτι που μάρτυρα η ανυπόφορη μυρωδιά και τα ανθρώπινα περιττώματα που είναι σκορπισμένα παντού. Στην κορυφή του υψώματος στέκει ένα ακόμα εγκατελειμμένο κυλινδρικό κτίριο φουτουριστικού στιλ που κάποτε ήταν μπαρ. Η πρόσβαση απαγορεύεται αλλά οι φύλακες με ανακαλύπτουν κατόπιν λήψης των φωτογραφιών που ήθελα.
Η Ασμάρα είναι μικρή πόλη, την τριγυρίζεις εύκολα. Όμως όσο παραπάνω μένω, τόσο περισσότερο μου αρέσει, κάθε της γωνιά με μαγνητίζει και απολαμβάνω να περνώ το χρόνο μου σε αυτήν. Τελικά η αναχρονιστική της ατμόσφαιρα με απορροφά και με κάνει να ξεχνώ το σύγχρονο αγαθό του διαδικτύου.
Η σύντομη αλλά περιεκτική επίσκεψη στην Ερυθραία ολοκληρώνεται με τις συζητήσεις με τον τοπικό συνεργάτη μου, με σκοπό να οργανώσουμε ομαδικά ταξίδια για τους Planet Voyagers στη χώρα αυτή και να κάνουμε γνωστές τις ομορφιές και τα τόσο μοναδικά χαρακτηριστικά της. Η Ερυθραία περιμένει και αξίζει να την ανακαλύψει ο πρωτοπόρος ταξιδιώτης, πριν την έλευση του μαζικού τουρισμού που φαίνεται να αργεί ακόμα.
©Αλέξανδρος Τσούτης