Φωτογραφίες
Αγκόλα
🇦🇴
Η Αγκόλα είναι μια χώρα στη νοτιοδυτική πλευρά της Αφρικής, με έκταση που ξεπερνά το 1,2 εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα, η έβδομη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής. Πάνω από 35 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε αυτή τη γη, μια σύνθεση κουλτούρας, διαλέκτων, φυλών και εποχών. Η πλειοψηφία μιλά πορτογαλικά, αλλά η πραγματική ψυχή της χώρας ομιλεί σε γλώσσες όπως τα umbundu, kimbundu, chokwe, αφηγούμενη μια προφορικής ιστορίας που δεν γράφτηκε ποτέ σε βιβλία.
Το όνομά της προέρχεται από τον τίτλο “Ngola”, που έφεραν οι βασιλείς του αρχαίου βασιλείου της Ντοντό, πολύ πριν οι Πορτογάλοι αποβιβαστούν στις ακτές της τον 15ο αιώνα. Ακολούθησαν αιώνες δουλεμπορίου, αποικιοκρατίας και ενός αιματηρού εμφυλίου που κράτησε 27 χρόνια. Κι όμως, σήμερα, παλεύει να σταθεί με το κεφάλι ψηλά, με ένα βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, χωρίς να ξεχνά τις ρίζες της.
Η Αγκόλα δεν προσφέρεται για εύκολα ταξίδια, μα όποιος την τολμήσει, ανταμείβεται. Με εικόνες και έμπειρες ποικίλες, με αμμόλοφους που αγγίζουν τον ωκεανό και γιγάντια δέντρα baobab, με χαμόγελα από πρόσχαρα πρόσωπα, με μυρωδιές και ήχους από πολύβουες αγορές. Είναι χώρα για εκείνους που ταξιδεύουν χωρίς προσδοκίες, αλλά με ανοιχτή καρδιά.
Η Αγκόλα είναι χώρα αντιφάσεων. Είναι τα απομεινάρια ενός βίαιου αποικιοκρατικού παρελθόντος και ταυτόχρονα, η περήφανη παρουσία φυλών που αντιστάθηκαν στον εκσυγχρονισμό. Είναι η Λουάντα με τους ουρανοξύστες της, είναι η άγρια έρημος Ναμίμπ, είναι τα πρόσωπα των Himba, των Mumuila, των Mucubal, των Vatua και δεκάδων ακόμα αρχέγονων φυλών.
Η Αγκόλα είναι μια χώρα πλούσια σε υπόγειους θησαυρούς και φτωχή στην επιφάνεια, μια οικονομία που τρέχει αλλά δεν φτάνει σε εκείνους που τη χρειάζονται. Η καρδιά της τοπικής οικονομίας χτυπά στον ρυθμό του πετρελαίου, καθώς είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός μαύρου χρυσού στην Υποσαχάρια Αφρική, μετά τη Νιγηρία. Μαζί με τα διαμάντια, τον χαλκό, το φυσικό αέριο και τον σίδηρο, αποτελούν τα αγαθά που δόθηκαν στη γη της. Μόνο που τα αγαθά αυτά, όπως μαρτυρά η ιστορία της, έχουν ακριβό τίμημα.
Ο αγροτικός τομέας, παρά τη γόνιμη γη παραμένει ανεκμετάλλευτος, λόγω έλλειψης υποδομών και κληρονομιάς του εμφυλίου. Η χώρα εισάγει μεγάλο ποσοστό των τροφίμων της, την ώρα που τα χωράφια της παραμένουν άσπαρτα.
Άνθρωποι
Οι Φυλές
Οι τοπικές φυλές αποτελούν τον πιο πολύτιμο ανθρωπολογικό θησαυρό της Αγκόλα, ένα πλούτο που τείνει να εξαφανιστεί από την Αφρική αλλά και παγκοσμίως. Σε ελάχιστα μέρη συναντά κανείς πλέον φυλές που διατηρούν αυτά τα σπάνια εξωτερικά χαρακτηριστικά και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, και η Ανγκόλα διαθέτει δεκάδες τέτοιες φυλές, με την ημίγυμνη περιβολή και την περίτεχνη κώμη.
Oι Himba (Χίμπα) ή OvaHimba αποτελούν μια φυλετική ομάδα που ζει στη βόρεια Ναμίμπια και στη νότια Αγκόλα. Οι Himba είναι ημι-νομαδικός λαός, με μικρούς οικισμούς και καλλιέργειες, αλλά αν χρειαστεί μετακινούνται ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και τη διαθεσιμότητα σε νερό. Είναι κυρίως κτηνοτρόφοι και σπανιότερα αγρότες, με κύρια διατροφή τους το γάλα, χυλό καλαμποκιού, αλεύρι από διάφορα ευτελή δημητριακά, βότανα και μέλι. Οι γυναίκες εκτελούν τις πιο βαριές εργασίας, όπως μεταφορά νερού, καυσόξυλων, φροντίδα των καλλιεργειών, μαγείρεμα και κατασκευή χειροτεχνημάτων και ρούχων. Αναλαμβάνουν επίσης το άρμεγμα των ζώων και την ανατροφή των παιδιών. Οι άντρες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και συχνά βρίσκονται σε βοσκοτόπια μακριά από τον οικισμό. Είναι επίσης υπεύθυνοι για τις σχέσεις με άλλους αρχηγούς χωριών. Οι Χίμπα έχουν τη δική τους γλώσσα, έθιμα και παραδοσιακές πεποιθήσεις. Πιστεύουν σε έναν μόνο Θεό, τον Mukuru, ο οποίος είναι ο δημιουργός του σύμπαντος και όλων των ζωντανών όντων. Πιστεύουν επίσης σε μια σειρά από πνεύματα προγόνων και έχουν ισχυρή παράδοση στη λατρεία των νεκρών. Οι Himba και ιδιαίτερα οι γυναίκες ακολουθούν μια ιδιαίτερη ενδυματολογική παράδοση. Κυκλοφορούν γυμνόστηθες, με μια φούστα από δέρμα, συνήθως ξυπόλυτες ή φορούν δερμάτινα σανδάλια. Χαρακτηριστικό είναι το ότι καλύπτουν το δέρμα και τα μαλλιά με ένα μείγμα λίπους και χρωστικής ώχρας που προστατεύει από τον ήλιο και τα τσιμπήματα εντόμων. Το δέρμα και οι συμπαγείς κοτσίδες των μαλλιών αποκτούν μια ιδιαίτερη υφή και κοκκινωπή απόχρωση και αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά ομορφιάς. Τα μικρά παιδιά έχουν επίσης χαρακτηριστική κώμη, τα αγόρια πλέκουν μια κοτσίδα προς το πίσω μέρος της κεφαλής, ενώ τα κορίτσια έχουν δύο κοτσίδες με κατεύθυνση προς τα εμπρός.
Οι Himba είναι πολυγαμικοί, οι άνδρες έχουν συνήθως δύο συζύγους και οι γάμοι των νέων είναι προκαθορισμένοι από την οικογένεια. Τα κορίτσια παντρεύονται σε ηλικία ακόμα και 10 ετών. Οι Himba ζουν συνήθως σε απομακρυσμένα σημεία, όμως δεν είναι απομονωμένοι από τον πολιτισμό των αστικών κέντρων με τον οποίο συνυπάρχουν.
Αρκετές ακόμα φυλές ομοιάζουν ή μιμούνται την εμφάνιση των Χίμπα.
Οι Mumuila είναι μία από τις πιο ξεχωριστές φυλές της περιοχής. Πρόκειται για μια αγροτοκτηνοτροφική φυλή που μιλάει τη γλώσσα Μπαντού. Έχουν πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, η οποία περιλαμβάνει παραδοσιακές πρακτικές, χειροτεχνίες, κοσμήματα και διακοσμήσεις σώματος. Οι γυναίκες, φορούν κοσμήματα από χάντρες και έχουν χαρακτηριστική κώμη, γνωστή ως nontombi. Για να δημιουργήσουν αυτό το μοναδικό χτένισμα, αναμειγνύουν ώχρα ή θρυμματισμένη κόκκινη πέτρα με κοπριά αγελάδας και ζωικό λίπος. Τα χτενίσματα και τα κοσμήματα των γυναικών δεν χρησιμοποιούνται μόνο για διακόσμηση αλλά και για να δείξουν την κοινωνική τους θέση μέσα στην κοινότητα. Επισκεπτόμαστε την αγορά τους, όπου οι περισσότεροι συγκεντρώνονται για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Οι Ηumbi ή Muhumbi είναι μια μεγάλη φυλετική ομάδα αγροτοκτηνοτρόφων. Πολλά στοιχεία της παραδοσιακής κουλτούρας των Χούμπι έχουν αλλοιωθεί λόγω της παρουσίας Χριστιανών ιεραποστόλων και των εμπορικών σχέσεων με τους εκσυγχρονισμένους πληθυσμούς της γειτονικής Ναμίμπια. Παρά την ξένη επιρροή, η κοινωνία των Χούμπι έχει καταφέρει να διατηρήσει φυλετικά στοιχεία της κοινωνικής της οργάνωσης, όπως τις τελετές ενηλικίωσης (‘fi co’), όπου οι νεαρές γυναίκες παρουσιάζουν εντυπωσιακά χτενίσματα σε μορφή λοφίων και “αυτιών ελέφαντα”, με ημίγυμνη περιβολή.
Πολλές ακόμα φυλές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαβιούν στη χώρα αυτή, όπως οι Vatua, Mumuila, Mufico, Muhakahona, Mundimba, Nguendelengo, Mudhimba/ Rumba.
Τόποι
Η Λουάντα, παρά την πολυτέλεια των παραθαλάσσιων ξενοδοχείων της, υπήρξε μια από τις πιο ακριβές πόλεις του κόσμου για τους ξένους εργαζόμενους, κυρίως λόγω εισαγωγών και υψηλής ανισότητας. Πίσω από τα γυαλιστερά αυτοκίνητα και τις επαύλεις με τους φρουρούς, υπάρχουν γειτονιές χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, αλλά γεμάτες ζωή.
Το Λουμπάνγκο, χτισμένο σε υψόμετρο 1.700 μέτρων, είναι μια πόλη με ξεχωριστή γοητεία, σπάνια για το σημείο αυτό του πλανήτη. Το Λουμπάνγκο έχει ιδιαίτερη αποικιακή αρχιτεκτονική, ενώ τα γύρω βουνά την αγκαλιάζουν και το φαράγγι της Tundavala κρέμεται πάνω από την απεραντοσύνη της Αφρικής.
Εκεί που η άμμος βουτάει στο κύμα, βρίσκεται η Ναμίμπ, η παραθαλάσσια έρημος με χρώμα κεχριμπαρένιο και σχήματα σεληνιακά. Οι αμμόλοφοι της Ναμίμπ, το φαράγγι Camilunga, η όαση Arco με τους φοίνικες της – όλα συνθέτουν έναν τόπο σχεδόν μεταφυσικό. Κι εκεί, στο Tombua, οι ψαράδες τραβούν τα δίχτυα τους στην πιο άγρια άκρη του Ατλαντικού.
Στον νότο, κοντά στα σύνορα με τη Ναμίμπια, βρίσκεται η περιοχή των φυλών, μια πύλη σε κόσμους αρχέγονους. Εδώ, Himba, Hakaona, Vatua, Mucubal και πολλές ακόμα φυλετικές ομάδες, ζουν ακόμη σε συμφωνία με το χώμα και τον ήλιο.
Μεγαλύτερο από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το Πάρκο Iona απλώνεται ερημικό, άνυδρο, και συνάμα γεμάτο ζωή.
Άλλα σημεία ενδιεφέροντος είναι η πόλη Benguela, το M’banza-Kongo, και οι καταρράκτες Kalandula.
Σε ιερά βουνά, αχανείς ερήμους και αρχέγονες φυλές
Δεκέμβριος 2024
Το ταξίδι στην Αγκόλα είναι κυρίως ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, σε μια αναζήτηση αυθεντικών φυλών που διατηρούν παραδοσιακά εξωτερικά χαρακτηριστικά και τρόπο ζωής. Για την εξερεύνηση των περιοχών αυτών έχουμε στη διάθεση μας δύο οχήματα 4×4 με οδηγούς και τη συνοδεία μιας τοπικής ξεναγού που γνωρίζει καλά την περιοχή των φυλών του νότου και τα απομακρυσμένα χωριά τους. Εκτός από Πορτογαλικά -τα οποία είναι απαραίτητα- σε πολλά σημεία είναι απαραίτητη η γνώση τοπικών διαλέκτων. Οι συνθήκες του ταξιδιού δεν είναι εύκολες στο νότο της Αγκόλα, οι επιλογές διαμονής είναι σε πολύ λιτά καταλύματα και σε σκηνές.
Οι φυλές του νότου
Η Αγκόλα είναι μια χώρα ελάχιστα επισκέψιμη και απέχει κατά πολύ από το να χαρακτηριστεί τουριστικός προορισμός. Όμως ακόμα και οι λίγοι επισκέπτες έχουν επηρεάσει την αυθόρμητη αλληλεπίδραση με τον πληθυσμό. Οι φυλές της Ανγκόλα, παρά τη μικρή επαφή τους με ξένους επισκέπτες, έχουν τη συνήθεια να ζητούν χρήματα ως αντάλλαγμα για τη φωτογράφιση τους. Θεωρώ δίκαιο να αμείβεται μια τοπική κοινότητα από την επίσκεψη ταξιδιωτών στα χωριά και τα σπίτια τους, όμως είμαι αντίθετος στην πρακτική της φωτογράφισης επί πληρωμή, κάτι που ενισχύει μια μορφή επαιτείας, αλλοιώνει την ανθρώπινη αλληλεπίδραση με τον πληθυσμό και αντικειμενοποιεί τους ανθρώπους. Αντιθέτως η προσφορά σε τρόφιμα, υλικά ή και χρήματα που διανέμονται ισότιμα σε όλη την κοινότητα, όπως επίσης το να επιδοκιμάζουμε και να ενισχύουμε την τοπική χειροτεχνία, είναι πράξεις που θα πρέπει να ακολουθούνται από τους επισκέπτες, με σκοπό τη διατήρηση μιας υγειούς ταξιδιωτικής νοοτροπίας, αλλά κυρίως της αξιοπρέπειας των ανθρώπων και της ακεραιότητας του τρόπου ζωής τους.
To ταξίδι δεν ξεκινά με ευνοϊκούς όρους. Βρίσκομαι ακόμα στο αεροδρόμιο της νησιωτικής χώρας Sao Tome & Principe όπου απόλαυσα ένα υπέροχο solo road trip, όμως η απογευματινή πτήση της ΤΑAG airlines για Λουάντα έχει καθυστέρηση. Θεωρώ βέβαιο ότι δε θα προλάβω την αναταπόκριση για Lubango, όπου στην πτήση αυτή επρόκειτο να συναντήσω και την παρεά μου, δυο φίλες και έναν φίλο με τους οποίους θα πραγματοποιήσω το ταξίδι αυτό ξεκινώντας από το νότο της χώρας. Φτάνοντας τελικά στη Λουάντα, δέχομαι μήνυμα από την παρέα ότι και η επόμενη πτήση έχει καθυστέρηση. Έτσι οι ελπίδες μου αναπτερώνονται και προσπαθώ να προλάβω. Το terminal των εσωτερικών πτήσεων βρίσκεται μακριά από αυτό των διεθνών, αλλά οι υπάλληλοι προσφέρονται φιλότιμα να με μεταφέρουν με όχημα του αεροδρομίου μέσα από την πίστα (μου έχει συμβεί και άλλη φορά). Τελικά, εγώ και η παρέα θα περιμένουμε 5 ολόκληρες ώρες πριν την απογείωση. Μετά από 1:30 ώρα ετοιμαζόμαστε για προσγείωση στο Lubango. Όμως ο κυβερνήτης ανακοινώνει πως λόγω ομίχλης και με προτεραιότητα την ασφάλεια όλων μας, αποφφασίζει να ακυρώσει τη διαδικασία προσγείωσης και να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Περιττό να αναφέρω το χάος που συναντάμε στο αεροδρόμιο, όπου δεν υπήρχε προσωπικό που να προσφέρει λύση διαμονής για τους επιβάτες. Κάποια μέλη της παρέας μου αποφασίζουν να μην ξενυχτήσουν περιμένοντας να μας μεταφέρει η αεροπορική σε κάποιο ξενοδοχείο, αλλά να μείνουν σε ένα πολυτελές και ακριβό. Προσωπικά δεν ταξιδεύω με αυτά τα δεδομένα, όμως αποφασίζω να μείνει η παρέα ενωμένη και να ακολουθήσω. Την επόμενη μέρα η Οδύσσεια συνεχίζεται. Από νωρίς προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με την εταιρεία για να μάθουμε τη νέα ώρα πτήσης. Έχω ταξιδέψει με πολλές αεροπορικές σε διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες, όμως αυτό που επικρατεί με την TAAG δεν το έχω συναντήσει ξανά. Το μεσημέρι μεταβαίνουμε στο αεροδρόμιο και οι προσπάθειες συνεχίζονται άκαρπες. Μας ανακοινώνεται ότι η σημερινή πτήση δε χωρά όλους τους επιβάτες. Οι διαμαρτυρίες φέρνουν αντίθετο αποτέλεσμα, οι τοπικοί μας σύνδεσμοι προσπαθούν να βρουν διπλωματική λύση και μας αναφέρουν ότι απαιτούνται πλάγια μέσα (χρηματισμός), κάτι που προσωπικά αρνούμαι. Μετά από πολλές ώρες αναμονής, ενώ το check in έχει κλείσει και η πτήση θα έπρεπε να έχει αναχωρήσει, παραμένω ο μόνος που δεν έχω λάβει κάρτα επιβίβασης. Οι φίλοι μου αρνούνται να ταξιδέψουν χωρίς εμένα. Μετά από ώρες άγχους, θυμού και απογοήτευσης, μου δίνεται επιτέλους εντολή να επιβιβαστώ και τρέχω προς το αεροσκάφος. Παραδίδω την αποσκευή μου στην πίστα και μου δίνεται ένα χειρόγραφο boarding pass. Προς μεγάλη μου έκπληξη και οργή, στο αεροπλάνοι υπάρχουν τουλάχιστον 20 κενές θέσεις. Καλώς ορίσατε για ακόμα μια φορά στην παράνοια της Αφρικανικής ηπείρου.
Μετά από λίγες ώρες ύπνου, αναχωρούμε από το Lubango το οποίο θα εξερευνήσουμε εκτενέστερα μετά από λίγες μέρες. Τα προφανή λογοπαίγνια με το όνομα της πόλης ίσως ταιριάζουν με το βαθμό ταλαιπωρίας για να φτάσουμε ως εδώ.
Πρώτη στάση: Tundavala
Η Τουνταβάλα είναι ένα εντυπωσιακό φυσικό σημείο θέασης που βρίσκεται κοντά στη Λουμπάνγκο. Βρίσκεται σε υψόμετρο άνω των 2.200 μέτρων και καταλήγει σε ένα φαράγγι με σχεδόν κάθετη πτώση περίπου 1.000 μέτρων, προσφέροντας εκπληκτική πανοραμική θέα στα γύρω τοπία που εκτείνονται μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το μεγάλο υψόμετρο χαρίζει στην περιοχή ένα δροσερό και ευχάριστο κλίμα, καθιστώντας την ιδανική απόδραση από τη ζέστη των χαμηλότερων περιοχών.
Μετά από κατάβαση σε έναν φιδωτό δρόμο, κατευθυνόμαστε νοτιότερα πρoς την Chibia.
H πρώτη επαφή με τον τοπικό πληθυσμό, αποκαλύπτει την εικόνα μιας Αφρικής αυθεντικής, με αρκετές ομοιότητες αλλά και διαφορές από άλλους τόπους της. Οι άνθρωποι είναι φιλικοί, αλλά ταυτόχρονα εγκρατείς στη θέα λευκών επισκεπτών. Όπως παντού σχεδόν, ένα απλό χαμόγελο και λίγη διασκεδαστική διάδραση, προκαλεί θερμή ανταπόκριση από τους ανθρώπους, παρά το γλωσσικό χάσμα. Αυτό που είναι όμως αισθητό και ιδιαίτερα λυπηρό, είναι η βαθιά φτώχεια, που όσο προχωράμε βαθύτερα στην καρδιά της χώρας, γίνεται σοκαριστική σε τέτοιο βαθμό που σε λίγα μέρη έχω συναντήσει, μέρη όπου υπάρχει υποσιτισμός και ανθρωπιστική κρίση, όπως το Μάλι, το Νότιο Σουδάν ή το Τσαντ.
Chibia – Mumuila
Ξεκινάμε νωρίς το πρωί από το Lubango, με πρώτη στάση την Chibia, μια πόλη με απομεινάρια πορτογαλικής αποικιακής αρχιτεκτονικής που έρχεται σε αντίθεση με την αγροτική κοινωνία του σήμερα.
Από εκεί, συνεχίζουμε προς την κοινότητα των Mumuila. Ανήκουν στη φυλετική ομάδα Bantu και ζουν από την αγροκτηνοτροφία. Το πιο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η εξαιρετικά περίτεχνη εμφάνιση των γυναικών — με τις εντυπωσιακές κοτσίδες nontombi, δημιουργημένες από μείγμα κόκκινης ώχρας, κοπριάς, βοτάνων και λίπους. Κάθε γυναίκα είναι ένας ζωντανός καμβάς, καθώς το χτένισμα και τα κοσμήματά της φανερώνουν την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και την κοινωνική της θέση.
Στην αγορά Mukuma, όπου οι γυναίκες Mumuila πωλούν τις χειροτεχνίες τους και αγροτικά προϊόντα. Στο χωριό, οι ήχοι της φύσης μπλέκουν με τις φωνές των παιδιών συνθέτοντας μια χαρούμενη συμφωνία.
Kamukuvi – Humbe – Xangongo
Μόλις ξεμυτίζει ο ήλιος της επομένης μέρας, ξεκινάμε για την αγορά Kamukuvi, για να γνωρίσουμε τους “πεδινούς Mumuila”, μια παραλλαγή της φυλής που διαφέρει σε ενδυμασία και κόμμωση από τους Mumuila των υψιπέδων που γνωρίσαμε την προηγούμενη ημέρα.
Μια θρησκευτική γιορτή στην τοπική εκκλησία μας δίνει την εικόνα της κοινωνικής ζωής μέσω της πίστης, σε αυτή τη γωνιά της γης. Στο στεγασμένος χώρος στο προαύλιο της εκκλησίας, είναι γεμάτος με κόσμο, ντυμένο με επίσημα ρούχα. Τραγουδούν εκκλησιαστικά τραγούδια και ακούν με προσήλωση το κήρυγμα του πάστορα.
Συνεχίζουμε νότια, προς την περιοχή Humbe, για να γνωρίσουμε την φυλή Humbi — έναν λαό με ξεχωριστές τελετουργίες και ενδυματολογικές εκφράσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα εντυπωσιακά χτενίσματα “αυτιών ελέφαντα”. Οι γυναίκες Humbi διατηρούν σχολαστικά αυτά τα χτενίσματα, που συμβολίζουν ηλικία, μητρότητα και κοινωνική καταξίωση. Έχουμε την τιμή να παρακολουθήσαμε μια τελετή ενηλικίωσης κοριτσιών, γνωστή ως “ficó”. Το χτένισμα ficó θεωρείται ένα από τα πιο περίπλοκα του κόσμου — ένα έργο τέχνης και τελετουργίας μαζί.
Μετά το μεσημέρι, ξεκινάμε για το Xangongo. Καθώς πλησιάζουμε, το τοπίο αλλάξει — πελώρια δέντρα μπάομπαμπ ξεχώριζαν σαν φυσικά μνημεία μέσα στην ξηρή γη.
Xangongo – Kahama – Φυλή Vatua
Το κατάλυμα δεν ήταν επαρκές για να αναπαύσει το κουρασμένο από τη σκόνη και τις κλιματικές συνθήκες σώμα μου. Ξεκινάμε από το Xangongo με κατεύθυνση το Kahama. Η διαδρομή, γεμάτη κοκκινόχωμα και μικρά χωριά, καταλήγει στο χωριό των Vatua, μια φυλή κυνηγών και τροφοσυλλεκτών. Οι Vatua, αν και στην όψη μοιάζουν με τους Himba, με τις ίδιες σχεδόν ενδυματολογικές συνήθειες, είναι γενετικά και πολιτισμικά πιο κοντά στους Khoisan, τους προαιώνιους λαούς της ερήμου. Η ζωή τους είναι άρρηκτα δεμένη με τη φύση, δεν ακολουθούν σύγχρονα πρότυπα γεωργίας ή κτηνοτροφίας και ο τρόπος ζωής τους θυμίζει τον παλαιολιθικό άνθρωπο. Το βράδυ, κατασκηνώνουμε στο χωριό τους, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια που ατενίζω μαζί με τη φυλή γύρω απ’ τη φωτιά.
Hakaona – Himba – Oncocua
Η επόμενη μέρα ξεκινά νωρίς, με τον πρώτο ήλιο να φωτίζει το απομακρυμένο χωριό του νότου της Αφρικής. Συνεχίζουμε τη διαδρομή για το χωριό των Hakaona, παραδοσιακών γεωργών και κτηνοτρόφων. Οι Muhakaona ξεχωρίζουν όχι μόνο για τη διπλή τους ενασχόληση με τη γη και τα ζώα, αλλά και για τη γλωσσική τους ταυτότητα που δεν σχετίζεται με τα Ηerero που μιλούν οι Himba.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι γυναίκες που αντί για την γνωστή κόκκινη ώχρα των Himba, χρησιμοποιούν μαύρη τύρφη και βούτυρο για τα μαλλιά τους, δημιουργώντας ένα σχεδόν γλυπτικό, μαύρο αποτέλεσμα — ένα σημάδι ταυτότητας, ομορφιάς και παράδοσης.
Συνεχίζουμε προς ένα χωριό των Himba, ίσως της πιο εμβληματικής φυλής της περιοχής. Η κόκκινη ώχρα στο δέρμα και τα μαλλιά τους, η οργάνωση της κοινότητας, και η σχέση τους με τα κοπάδια αποκαλύπτουν έναν λαό που επιμένει σε αρχέγονες αξίες. Είναι ζωντανοί φορείς μιας παράδοσης που μοιάζει να έχει σταματήσει στο παρελθόν, και παρ’ όλο που συναντά κανείς τη φυλή και στη βόρεια Ναμίμπια, εδώ είναι ιδιαίτερα αυθεντικοί και πρόσχαροι.
Το απόγευμα φτάνουμε στο πιο απομακρυσμένο σημείο της διαδρομής και το πιο αυθεντικό, τον οικισμό Oncocua, τον τόπο όπου οι παραδόσεις των Vatua, Hakaona, Himba, Mundimba και Mucubal συναντώνται. Εδώ οι ρίζες, οι αρχέγονοι πολιτισμοί της Αφρικής είναι ζωντανοί όσο σε λίγα άλλα μέρη.
Nguendelengo – Bibala – Namibe
Πρώτη στάση της ημέρας, το χωριό των Nguendelengo, μιας λιγότερο γνωστής αλλά εντυπωσιακής φυλής του νότου και ιδιαίτερα εγκάρδιας. Οι Nguendelengo διατηρούν παραδόσεις που σπάνια καταγράφονται και η πολιτισμική τους σύνθεση ενώνει επιρροές από τους ημινομαδικούς λαούς που τείνουν προς εξαφάνιση.
Όλες οι αυτόχθονες φυλές ζουν σε πολύ φτωχικές συνθήκες, όμως σε αυτά τα απομακρυσμένα μέρη το επισιτιστικό πρόβλημα είναι εμφανές! Οι άνθρωποι πασχίζουν για λίγο φαγητό, ενώ η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι απούσα. Βλέπουμε νεογέννητα ισχνά, με το ζόρι να είναι ένα κιλό σε βάρος, μωρά με μολύνσεις στα μάτια και άλλες ασθένειες. Ούτε τα φάρμακα που διαθέτουμε επαρκούν, ούτε η ιατρική ιδιότητα του συνταξιδιώτη Κ. επαρκούν για να σώσουν τον πληθυσμό αυτόν. Φυσικά οι διεθνείς οργανισμοί αρωγής είναι άφαντοι.
Lubango
Επιστρέφουμε στον πολιτισμό του Lubango όπου θα περιηγηθούμε και θα γνωρίσουμε την πόλη.
Το Lubango, πρωτεύουσα της επαρχίας Huila, είναι μια πόλη που ζει στον δικό της ρυθμό, ήρεμο αλλά συνάμα γεμάτο παλμό. Είναι η πόλη όπου το αποικιακό παρελθόν συναντά μια σύγχρονη, αφρικανική ζωντάνια που ξεχειλίζει στους δρόμους, στα παζάρια, στα πρόσωπα.
Στο ιστορικό κέντρο, περπατώντας ανάμεσα σε παλιές πορτογαλικές προσόψεις, γνωρίζουμε μια αρχιτεκτονική που θυμίζει άλλες εποχές – ψηλοτάβανα κτίρια, σιδερένια μπαλκόνια, χρώματα ξεθωριασμένα από το χρόνο. Κάποια κτίρια αν και φθαρμένα διατηρούν μια ξεχωριστή γοητεία, ενώ άλλα έχουν μετατραπεί σε μαγαζιά, καφέ ή διοικητικά γραφεία.
Η κεντρική αγορά της πόλης, η Mercado Municipal, είναι ένα από τα πιο ζωντανά σημεία της. Πάγκοι γεμάτοι με καλαμπόκι, μάνγκο, υφάσματα, σαπούνια, παπούτσια, πωλητές και πελάτες σε ένα ατελείωτο παζάρι. Οι γυναίκες ισορροπούν καλάθια στα κεφάλια τους, με απίστευτη μαεστρία, όπως συνηθίζουν σε όλη την Αφρική.
Πιο πέρα, στους δρόμους γύρω από το δημαρχιακό μέγαρο της πόλης, συναντάμε μια εικόνα γιορτής. Νύφες σε φωτογραφήσεις γάμου ποζάρουν με τα κατάλευκα νυφικά τους μπροστά στο επιβλητικό κτίριο και τη σύγχρονη πλατεία.
Στην πλατεία Jardim da Independência, η μοντέρνα πλευρά της Αφρικής σε αποσυνδέει από τις αρχέγονες και τόσο φτωχικές εικόνες των προηγούμενων ημερών.
Νέοι κάθονται σε παγκάκια ακούγοντας μουσική στα τα κινητά τους, παιδιά παίζουν, ζευγάρια και ημηκιωμένοι απολαμβάνουν τον περίπατο στην καθαρή αυτή πόλη.
Namibe
Η μέρα ξεκινά νωρίς, με κατεύθυνση δυτική, προς τη Bibala και τελικό προορισμό τον Ατλαντικό ωκεανό.
Η Moçâmedes, γνωστή σήμερα ως Namibe, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές πόλεις της νότιας Αγκόλας. Χτισμένη ανάμεσα στην απεραντοσύνη του Ατλαντικού και τις σιωπηλές εκτάσεις της ερήμου Namib, η πόλη μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον απέραντο υδάτινο και τον άγονο αμμώδη.
Η πρώτη εντύπωση είναι καθαρά αποικιακή: χαμηλά πορτογαλικά κτίρια, με πολύχρωμες προσόψεις, φαρδιές λεωφόροι και μια ηρεμία που σε κάποιες γωνιές μοιάζει με πόλη-φάντασμα. Η πόλη ιδρύθηκε από Πορτογάλους το 1840 και διατηρεί μέχρι σήμερα την αστική δομή εκείνης της περιόδου, θυμίζοντας παλιά λιμάνια της Μεσογείου, αλλά με αφρικανική καρδιά.
Στην παραλία, ο ήλιος απλώνεται πάνω σε έναν ανοιχτό, ρηχό κόλπο, με ψαρόβαρκες που μόλις έχουν βγει ή ετοιμάζονται να μπουν στη θάλασσα. Κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, υπάρχουν λίγα καφέ και εστιατόρια, ενώ στην παραλία παιδιά και ντόπιοι που απολαμβάνουν το χρόνο τους με τη χαρακτηριστική αφρικανική απλότητα.
Η παλιά σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε τη Moçâmedes με το εσωτερικό της χώρας λειτουργεί πλέον μια φορά την εβδομάδα, αλλά παραμένει ένα σιωπηλό σύμβολο της ιστορίας της πόλης ως βασικού εξαγωγικού λιμανιού. Είμαστε τυχεροί γιατί τη μέρα αυτή έχει καταφθάσει αμαξοστοιχία στο σταθμό. Μερικές ημίγυμνες γυναίκες Nguendelengo, έρχονται σε αντίθεση με τον αποικιακού ρυθμού σταθμό και με τις αμαξοστοιχίες της βιομηχανικής εποχής.
Η ιχθυαγορά αποτελεί κεντρικό κόμβο για τη βιομηχανία αλιείας της περιοχής και διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην τοπική οικονομία, υποστηρίζοντας τα προς το ζην πολλών ψαράδων και εμπόρων.
Η πόλη γίνεται ακόμα πιο μαγευτική στο χρυσαφί ηλιοβασίλεμα πάνω στον Ατλαντικό, αποκτώντας έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα.
Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στην Έρημο Namibe μια από τις αρχαιότερες ερήμους του κόσμου, που αγκαλιάζει τον Ατλαντικό σε μια σχεδόν εξωπραγματική συνύπαρξη. Η έρημος μου είναι γνώριμη, καθώς συνεχίζει μέχρι τη νότια Ναμίμπια την οποία έχω επισκευθεί, όμως οι εικόνες διαφέρουν αρκετά. Σίγουρα είναι το πιο εντυπωσιακό σημείο τοπογραφικά του ταξιδιού.
Με τα 4×4 οχήματα ξεκινάμε μια περιπέτεια εκτός δρόμου, μέσα από ένα τοπίο γεμάτο αντιθέσεις: αμμόλοφοι που φτάνουν τα 300 μέτρα, γυμνοί βράχοι, ξηρά ποτάμια και σημεία όπου η ζωή επιμένει, όπως κάποια ενδημικά φυτά που αντιστέκονται στις συνθήκες. Η σιωπή της ερήμου, σπασμένη μόνο από τον ήχο του ανέμου και των τροχών στην άμμο, με συνεπαίρνει.
Συνεχίζουμε νοτιοδυτικά προς την Tombua — το μεγαλύτερο αλιευτικό λιμάνι της Angola. Ψαράδες, βάρκες, δίχτυα, και γέλια παιδιών που παίζουν στην ακροθαλασσιά.
Συνεχίσαμε προς τη λίμνη Arco, μια όαση που μοιάζει να ξεπήδησε από το πουθενά, με αψιδωτούς βράχους από ψαμμίτη, σμιλεμένους από τον χρόνο και τον άνεμο. Ακόμα πιο πέρα το φαράγγι Camilunga. Σκαλισμένο φυσικά από τον χρόνο και τα στοιχεία, αυτό το φαράγγι συνδυάζει απότομα βράχια, φυσικές αψίδες και σημεία που προσφέρουν σκιά στον καυτό ήλιο της ερήμου.
Το απόγευμα επιστρέφουμε στην Namibe, όπου η μέρα κλείνει με λαχταριστό δείπνο θαλασσινών.
Λουάντα
Η πτήση επιστροφής από το Λουμπάγκο στην πρωτεύουσα ευτυχώς δεν είχε απρόοπτα.
Η Λουάντα είναι πια πόλη έντονων αντιθέσεων. Θορυβώδης, πολύβουη, ζεστή και βαθιά ζωντανή. Μια πρωτεύουσα που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα σε ουρανοξύστες και πρόχειρα παραπήγματα, πολυτελή εμπορικά κέντρα και φτωχογειτονιές, τραυματικές μνήμες και προοπτική.
Kεντρικό αξιοθέατο, η Fortaleza de São Miguel, το ιστορικό οχυρό των Πορτογάλων που δεσπόζει πάνω από την πόλη. Από εδώ, η θέα προς τον κόλπο της Λουάντα είναι μοναδική. Μέσα στο κάστρο, εκτίθενται παλιά κανόνια, αγάλματα αποικιοκρατών, και μαρτυρίες της πολυτάραχης ιστορίας της χώρας. Είναι ένας καλός τρόπος να κατανοήσει κανείς πώς η πόλη έζησε αιώνες δουλείας, αποικιοκρατίας και αγώνα για ανεξαρτησία.
Στο Baixa de Luanda, την παλιά πόλη, βρίσκονται οι αγορές, οι τράπεζες και τα διοικητικά κτίρια. Στο Miramar βρίσκεται η πιο αριστοκρατική συνοικία της Λουάντα, με βίλες, πρεσβείες και θέα προς τον κόλπο. Πιο πέρα, στον κόλπο της Ilha do Cabo, η Λουάντα αποκαλύπτει το κοσμικό της πρόσωπο, με παραλίες, μπαρ, εστιατόρια με θαλασσινά και μουσική lounge.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά σημεία στη Λουάντα είναι το Μουσείο της Δουλείας, που στεγάζεται σε πρώην αποικιακή κατοικία ενός δουλεμπόρου, 25χλμ νότια της πόλης. Από εκεί, χιλιάδες Αφρικανοί μεταφέρθηκαν με πλοία προς την Αμερική κατά τη διάρκεια του Ατλαντικού δουλεμπορίου. Η θέα από το μουσείο προς τον ωκεανό προκαλεί δέος, ακριβώς εκεί που οι άνθρωποι ανέβαιναν στα καράβια προς το άγνωστο.
Λίγες ημέρες πριν, ο πρόεδρος των Η.Π.Α Joe Biden επισκέφτηκε τη χώρα και απήγγειλε λόγο στο μνημείο αυτό. Παρ’ όλα αυτά, οι τυπικές αφρικανικές προχειρότητες είναι εμφανείς
To Miradouro da Lua 🌙 είναι ένα φυσικό γεωλογικό φαινόμενο. Το όνομά του σημαίνει “Τοποθεσία με θέα στο Φεγγάρι”. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό γεωλογικό ανάγλυφο, με, κοκκινωπά βράχια, σχηματισμούς από άμμο και άργιλο που διαβρώθηκαν από τον άνεμο και τη βροχή — δημιουργώντας μια σεληνιακή, σουρεαλιστική εικόνα.
Στο μυαλό μου τριγυρνούν οι εικόνες του ταξιδιού από τις σπάνιες φυλές, μέχρι τους ανεμοδαρμένους αμμόλοφους και τις φώκιες που πλατσουρίζουν στα κύματα των ακτών του ωκεανού, αλλά και τις σύγχρονες πόλεις. Εικόνες από το μεγαλείο της φύσης αλλά και την ικανότητα του ανθρώπου να ζει σε αρμονία με τα πιο αντίξοα περιβάλλοντα.
Η Αγκόλα δεν είναι προορισμός για οποιονδήποτε ταξιδιώτη. Μα για όποιον τολμήσει να απομακρυνθεί από την ασφάλεια του οικείου, για εκείνον που ταξιδεύει όχι για τον τόπο αλλά για τον άνθρωπο, η Αγκόλα ξεδιπλώνει μια σπάνια, ακατέργαστη μαγεία που συναρπάζει.
©Αλέξανδρος Τσούτης
4 Comments on “Αγκόλα”
Εξαιρετικό κείμενο και συναρπαστικές φωτογραφίες!!!
Σ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και το χρόνο που αφιέρωσες Λίνα
7:00 Σάββατο πρωί χαλαρά και βλέπω τη δημοσίευση σου. Φτιάχνω καφέ και χάνομαι στην ιστορία σου και ακόμη περισσότερα στις υπέροχες φωτογραφίες!!!! Ταξιδεύω μαζί σου, μαθαίνω πράγματα, θαυμάζω νέες εικόνες. Σε ευχαριστώ καλά ταξίδια να έχεις ❤️
Αγαπητή Γωγώ πολύ σ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και το χρόνο που αφιέρωσες. Μπορείς να βρεις κι άλλες ιστορίες που ελπίζω να σου αρέσουν, όπως Παπούα Νέα Γουινέα, Αφγανιστάν, Μαυριτανία, Ιράκ κλπ