Η Μοσούλη ήταν μια πόλη χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τίγρη κοντά στην αρχαία Ασσυριακή πόλη της Νινευή. Αν και βρίσκεται σε απόσταση μόλις 40χλμ από τα κουρδικά εδάφη, η διαφορά είναι δραματική.
Η πόλη ήρθε στο προσκήνιο των πολεμικών επιχειρήσεων κατά την εισβολή των Η.Π.Α το 2003 που μαζί με Κούρδους μαχητές κατέλαβαν την πόλη. Δύο γιοι του Saddam Hussein σκοτώθηκαν σε μετέπειτα μάχες ανακατάληψης. Από τότε η πόλη βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, με πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις. Το 2008, περίπου 12.000 Ασσύριοι χριστιανοί εγκατέλειψαν την πόλη μετά από δολοφονίες και απειλητικές πιέσεις εξισλαμισμού.
Στις 10 Ιουνίου του 2014, η τζιχαντιστική οργάνωση “Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Συρίας” (ISIS ή ISIL ή Daesh) κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Μοσούλη και ανακύρηξε το “χαλιφάτο” της, παίρνοντας στην κατοχή της σημαντικό πολεμικό εξοπλισμό από τρεις Αμερικανικές μεραρχίες, υπό την ανεπάρκεια Ιρακινού στρατού και την αδιαφορία της Βαγδάτης. Πολλοί από τους κατοίκους υποδέχτηκαν εγκάρδια τους κατακτητές που υπόσχονταν μια δίκαιη θεοκρατική διακυβέρνηση με τις προσταγές του ορθού σουνιτικού Ισλάμ. Άνθρωποι αμόρφωτοι και αγανακτισμένοι από την ανεπάρκεια της Σιιτικής κυβέρνησης της Βαγδάτης.
Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι, εγκατέλειψαν την πόλη τις δύο πρώτες μέρες με οχήματα και πεζοί, δραπετεύοντας από τις βαρβαρότητες που θα ακολουθούσαν.
Ο ISIS επέβαλε μια ακραία εκδοχή του νόμου της Sharia. Οι γυναίκες υποχρεούνταν να συνοδεύονται παντού από έναν άνδρα και να έχουν πλήρως καλυμμένο το σώμα τους, ακόμα και τα χέρια. Από προσωπικές μαρτυρίες μάθαμε ότι δολοφονήθηκαν γυναίκες επειδή απλά φορούσαν κραγιόν ή κάλτσες χρώματος διαφορετικού του μαύρου. Οι άντρες όφειλαν να αφήσουν μακριά γενειάδα σύμφωνα με τα ισλαμικά διατάγματα. Όλοι οι πολίτες έγιναν de facto φυλακισμένοι και απαγορευόταν να απομακρυνθούν απ’ την πόλη παρά μόνο με τριήμερη άδεια πληρώνοντας φόρο και αφήνοντας πίσω ως εγγύηση την περιουσία τους και μέλη της οικογένειάς τους. Οι επικοινωνίες και η πρόσβαση στο internet καταστράφηκε, οι γέφυρες του ποταμού Τίγρη ανατινάχτηκαν. Όσοι ήταν ύποπτοι για αντίσταση ενάντια στους κατακτητές, κατασκοπεία, ομοφυλοφιλία, ασυδοσία ή μοιχεία, βασανίζονταν και δολοφονούνταν βάναυσα και συνοπτικά. Η δολοφονική προπαγάνδα έπαιρνε διαστάσεις στα κοινωνικά δίκτυα των τρομοκρατών, που δημοσίευαν βίντεο με αποκεφαλισμούς, και εκτελέσεις με τρόπους που δύσκολα συλλαμβάνει και ο πιο διεστραμμένος ανθρώπινος νους. Οι γυναίκες των μειονοτικών ομάδων βιάστηκαν και δόθηκαν ή πωλήθηκαν ως σεξουαλικοί σκλάβοι στους μαχητές, ενώ όσες αντιστάθηκαν δολοφονήθηκαν. Γυναίκες και παιδιά χρησιμοποιούνταν ως βομβιστές αυτοκτονίας. Τα αρχαία μνημεία και οι εκκλησίες θεωρήθηκαν ειδωλολατρικά και καταστράφηκαν, οι βιβλιοθήκες κάηκαν, ο πολιτισμός σίγησε.
O ISIS προέβη σε εθνοκάθαρση πληθυσμού. Γύρω στους 50.000 Yazidi κατέφυγαν στα βουνά του Sinjar για να γλιτώσουν τις θηριωδίες. Εκεί παγιδεύτηκαν σε λιμοκτονία χωρίς φαγητό, νερό και φάρμακα αποτελώντας θύματα ανθρωπιστικής κρίσης και γενοκτονίας.
Τον Οκτώβριο του 2016 οι Ιρακινές, Κουρδικές και διεθνείς δυνάμεις, ξεκίνησαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο ISIS χρησιμοποίησε τους πολίτες ως ανθρώπινες ασπίδες παρασύροντάς στους στο θάνατο κάτω από τα συντρίμμια. Στα τέλη του 2017 η πόλη ανακηρύχθηκε απελευθερωμένη αλλά… ισοπεδωμένη.
Πρωτομαγιά του 2018
Με τους δύο συνταξιδιώτες μου αποφασίζουμε ένα ταξίδι-αστραπή μέσω Τουρκίας στην εμπόλεμη ζώνη του Ιράκ, χωρίς βίζα ή διαπιστευτήρια. Η Μοσούλη ελέγχεται από τον Ιρακινό στρατό και απαιτείται βίζα Ιράκ που θα έπρεπε να έχει εκδοθεί σε πρεσβεία. Το 2018 ήταν απίθανο να εξασφαλίσει κανείς τουριστική βίζα γι’ αυτή την εμπόλεμη χώρα. Μάθαμε επίσης ότι η ποινή για παράνομη είσοδο στη χώρα είναι δεκαετής φυλάκιση.
Δυο μήνε νωρίτερα είχα κάνει προετοιμασία για ανεύρεση “fixer”. Ο “fixer” είναι επάγγελμα που πληρώνεται με ρίσκο της ζωής και της ακεραιότητας αυτού που το ασκεί, για να οδηγεί δημοσιογράφους στο πεδίο της μάχης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η fixer που είχα βρει ήταν γυναίκα και λεγόταν Stella. Τελικά αποφασίζουμε να μη χρησιμοποιήσουμε τις υπηρεσίες της fixer. Eίχαμε την επιπολαιότητα να επιχειρήσαμε να περάσουμε τα σημεία ελέγχου με ένα κοινό ταξί από το Erbil. Το τοπίο άρχισε να αλλάζει δραματικά, ξερές εγκαταλειμμένες εκτάσεις, ναρκοπέδια και πολλά πολυβολεία των Κούρδων pesmerga. Καθόμουν στο μπροστινό κάθισμα και μάλλον τα χαρακτηριστικά μου δεν κραυγάζουν ότι είμαι τουρίστας. Έτσι περάσαμε το πρώτο σημείο ελέγχου όπου κυμάτιζαν οι Ιρακινές σημαίες. Στο δεύτερο όμως ο φρουρός αντιλήφθηκε τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά του συνταξιδιώτη μου. Ο αξιωματικός ήταν ανένδοτος και η προσπάθειά μας να τον μεταπείσουμε προέβη άκαρπη. Μας εξήγησε με νοήματα ότι στο επόμενο check point θα μας συλλάβουν σίγουρα, φωτογράφισε τα διαβατήριά μας και μας απέλασε. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, θέλαμε οπωσδήποτε να δούμε την τραγική Μοσούλη και τι σημαίνει πόλεμος. Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, ζήτησα από τον ταξιτζή να πάρει τηλέφωνο τη Stella, τη fixer με την οποία είχα κανονίσει αρχικά παρακαλώντας την να έρθει άμεσα να μας παραλάβει. Πράγματι η κοπέλα προσφέρθηκε και 45 λεπτά αργότερα βρισκόταν στο σημείο. Ο ταξιτζής απαίτησε ολόκληρο το ποσό της συμφωνίας παρά τις επίμονες διαπραγματεύσεις κι εγώ ξεχειλίζω από θυμό με τους συνταξιδιώτες μου για την απερίσκεπτη απόφαση. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν κομπρεσέρ από την αγωνία και απ ότι κατάλαβα και της Stella. Ευτυχώς στα τρία πρώτα σημεία ελέγχου φάνηκε να γνωρίζει τους φρουρούς (έχοντας κάνει κάποια τηλεφωνήματα προηγουμένως) και τα περάσαμε με έναν απλό χαιρετισμό. Στο 4ο μας έλεγξαν πάλι για βίζα αλλά έπεισε το φρουρό να μας αφήσει. Στη διαδρομή συναντούσαμε όλο και συχνότερα, γκρεμισμένα σπίτια, γαζωμένα από σφαίρες κτίρια, καμένα αυτοκίνητα. Φτάνουμε στον αστικό ιστό της ανατολικής Μοσούλης. Το κομμάτι αυτό έχει χτυπηθεί λιγότερο και έχει ανακάμψει. Η ζωή προσπαθεί να βρει και πάλι τους φυσιολογικούς ρυθμούς, σε μια σκονισμένη, βρόμικη, χαοτική αραβική πόλη με πλήθος κατεστραμμένων κτιρίων. Διασχίζουμε μια απ τις γέφυρες του ποταμού Τίγρη που την έχουν αποκαταστήσει. Βλέπουμε στο βάθος την επόμενη κατεστραμμένη. Με το που περνά κανείς στη δυτική πλευρά της πόλης αντικρίζει σκηνικό αποκάλυψης!
Σοκ και δέος! Μια πόλη φάντασμα, ανείπωτη καταστροφή. Δεν υπάρχει κανένα κτίριο αλώβητο, τα περισσότερα έχουν διαλυθεί, οι στέγες και οι όροφοι έχουν καταρρεύσει, οι σιδερένιοι σκελετοί τους χάσκουν σα νεκροί γίγαντες. Καμένα και συνθλιμμένα αυτοκίνητα, σκόνη, και ένα πρώτο κύμα μυρωδιάς σήψης από τα καταπλακωμένα θύματα. Άνθρωποι που χάθηκαν και δε θα αναγνωριστούν ποτέ. Σταθμεύουμε το αυτοκίνητο και περιπλανιόμαστε πεζοί. Κάποια αυτοκίνητα κινούνται μέσα στη σκόνη του έρημου δρόμου και κάποιες ένοπλες περιπολίες. Ένα λεωφορείο έχει εκτιναχτεί πάνω σε μια ταράτσα. Λιγοστοί άνθρωποι δίνουν το παρόν στο χάος. Μερικά παιδιά κινούνται φευγαλέα στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης. Πρέπει να ήταν μια πανέμορφη, παραδοσιακή πόλη. Δυο άντρες κάθονται σε ένα μαγαζί ανάμεσα στα ερείπια και τρώνε. Δίπλα βρίσκεται το σύμβολο της πόλης, το μεγάλο τζαμί Al-Nuri του 12ου αιώνα με τον περίφημο κεκλιμένο μιναρέ του. Δυστυχώς το τζαμί έχει καταστραφεί ολοσχερώς, ο μιναρές έχει γίνει σκόνη. Στις 17 Ιουλίου του 2017, κατά την υποχώρησή τους στη Μάχη της Μοσούλης, οι μαχητές του ISIS προτίμησαν να ανατινάξουν το μνημείο από το να το παραδώσουν. Το ίδιο έκαναν και με το μαυσωλείο του προφήτη Ιωνά. Παντού υπάρχουν πινακίδες που προειδοποιούν να μην αγγίζει κανείς τίποτα από τα χαλάσματα. Η διεστραμμένη ιδεολογία του ISIS έχει ναρκοθετήσει και παγιδεύσει τα πάντα, ακόμα και παιδικά παιχνίδια. Λίγο πιο πέρα μια οικογένεια προσπαθεί να ξαναχτίσει το κατεστραμμένο σπίτι της. Όλοι οι άνθρωποι που συναντήσαμε ήταν εξαιρετικά φιλικοί, μας χάρισαν το χαμόγελο μέσα στην ανείπωτη οδύνη τους. Όμως δε μπορείς ποτέ να επαναπαύεσαι. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περί τους 10.000 “sleepers” μαχητές ISIS αναμεμειγμένοι με τους κατοίκους. Καθημερινά συλλαμβάνονται και ανακρίνονται δεκάδες. Σε μια κεντρική διασταύρωση της πόλης, σκαπτικά μηχανήματα προσπαθούν να καθαρίσουν το δρόμο. Μεγάλα κτίρια έχουν γείρει από τους βομβαρδισμούς, ένα τεράστιο όρυγμα έχει ανοίξει καταμεσής του δρόμου, ένας γερανός αποσυναρμολογεί έναν πύργο πολυβολείου και ένα αστικό λεωφορείο προσπαθεί να ελιχθεί ανάμεσα στα συντρίμμια. Στην άκρη του δρόμου υπάρχουν ενεργά πυρομαχικά, βλήματα μεγάλου διαμετρήματος, ένα RPG, δυο βρεφικά παπουτσάκια… Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο έπρεπε να ελέγξουμε μήπως μας το έχουν παγιδεύσει με εκρηκτικά. Περιπλανηθήκαμε σε διάφορα σημεία της πόλης. Στα περισσότερα κτίρια δε μπορείς να μπεις γιατί δεν έχουν αποναρκοθετηθεί. Ούτε βέβαια στα χαλάσματα μπορείς να πατήσεις. Ψάξαμε πώς θα ανέβουμε σε κάποιο κτίριο για να έχουμε μια πανοραμική άποψη της κατεστραμμένης πόλης. Βρεθήκαμε σε ένα αδιέξοδο, το αυτοκίνητο πάσχιζε να περάσει ανάμεσα σε μπάζα και σίδερα. Ένας μεσήλικας που είχε χάσει τα λογικά του δεν ήταν ικανός να μας βοηθήσει και φώναζε στην ακατάληπτη γλώσσα του. Ο κεντρικός δρόμος δίπλα στο ποτάμι, δίπλα στην ανατιναγμένη γέφυρα, κοντά στο τζαμί με το “γαζωμένο” τρούλο είχε κάποτε τετράστερα ξενοδοχεία που τώρα φιλοξενούν το θάνατο. Μόνο ένα ήταν ασφαλές για να μπούμε μιας και κάποιοι εργάτες προσπαθούσαν να συμμαζέψουν μια κατάσταση που έμοιαζε μάταιη. Στην ταράτσα υπήρχαν τσακισμένες λαμαρίνες και μια μεγάλη τρύπα σε έναν τοίχο. Η θέα της πόλης συγκλονιστική. όπου και να κοιτούσες έβλεπες γκρεμισμένα, καμένα, τρυπημένα κτίρια. Απόγνωση! Ελπίζω να ζήσω αρκετά για να τη δω κάποια στιγμή ζωντανή και πάλι. Μετακινηθήκαμε στη γειτονιά που έγινε η τελική μάχη. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα όρθιο. Θεωρείται η πιο ναρκοθετημένη περιοχή στον πλανήτη. Στις άκρες του δρόμου έβλεπες ανθρώπινα οστά, λίγο πιο πέρα ολόκληρα πτώματα σε προχωρημένη αποσύνθεση. Η ανυπόφορη μυρωδιά των ανθρώπων που σαπίζουν κάτω από τα ερείπια και αυτών που δεν κατάφεραν ακόμα να περισυλλέξουν οι εθελοντές, οι μύγες, η ζέστη έκαναν την εμπειρία φρικιαστική. Ο τόπος ήταν γεμάτος γεμιστήρες όπλων, ζώνες με εκρηκτικά, κάποιες από αυτές ενεργές. Ανάμεσα στα ευρήματα μια σκισμένη φωτογραφία, μια ταυτότητα, ανθρώπων που χάθηκαν… Από ένα μικρό δωμάτιο σπιτιού, τις προηγούμενες μέρες ανέσυραν 70 πτώματα. Δυο βήματα πιο κάτω, λίγους μήνες πριν, το ποτάμι γέμισε με ανθρώπινα κορμιά.
Η δυσκολότερη ψυχικά ταξιδιωτική εμπειρία της ζωής μου φτάνει στο τέλος της.