μοζαμβίκη

Φωτογραφίες


Μοζαμβίκη


🇲🇿

Η Μοζαμβίκη είναι μια χώρα στο νοτιοανατολικό τμήμα της Αφρικανικής ηπείρου, με ακτές που εκτείνονται για πάνω από 2000 χιλιομέτρα και βρέχονται από τα ζεστά νερά του Ινδικού ωκεανού. Το 16ο αιώνα οι Πορτογάλοι αποίκησαν και οχύρωσαν την περιοχή με πρωτεύουσα τη Νήσο Μοζαμβίκη από την οποία πήρε το όνομά του το σημερινό κράτος. Οι Πορτογάλοι, αλλά και οι Άραβες που λυμαίνονταν την περιοχή, ανέπτυξαν μεταξύ άλλων απάνθρωπες τακτικές δουλεμπορίου, σε συνεργασία με τοπικούς φυλάρχους. Η αποικιοκρατία συνεχίστηκε μέχρι το 1964, όταν ξέσπασε μια επανάσταση που διήρκεσε 10 χρόνια και τελικά οδήγησε στην ανεξαρτησία της χώρας. Όμως, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη σύγχρονη ιστορία της Αφρικής, ένας εμφύλιος πόλεμος ακολούθησε και αιματοκύλισε τη χώρα μέχρι το 1992, ενώ ακόμα και στη σημερινή περίοδο της ειρήνης και δημοκρατίας, οι εχθροπραξίες συνεχίζονται σποραδικά. Παρ’ ότι πρόκειται για ένα γοργά αναπτυσσόμενο κράτος, είναι από τα φτωχότερα στην παγκόσμια κατάταξη, ενώ η εκτεταμένη διαφθορά αλλά και οι φυσικές καταστροφές συντελούν στο γεγονός αυτό. Πρόσφατες ανακαλύψεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου στις βόρειες επαρχίες, υπόσχονται να αναδείξουν τη Μοζαμβίκη ως την κορυφαία παραγωγό χώρα στον κόσμο. 


Άνθρωποι

Ως τυπικοί Αφρικανοί, οι άνθρωποι της Μοζαμβίκης είναι καλοσυνάτοι, περήφανοι, υπομονετικοί και πολύ ανέμελοι. Κάποιοι θα αντιμετωπίσουν το λευκό επισκέπτη με τη στερεοτυπική αντίληψη πως κατέχει πλούτο, κάτι που δεν απέχει ιδιαίτερα από την πραγματικότητα δεδομένου του μέσου εισοδήματος στη χώρα. Κάποιοι πάλι, αυτοβούλως θα προσφερθούν να βοηθήσουν όσο μπορούν, σε κάποιες περιπτώσεις ως φύλακες άγγελοι. Γενικά ένιωθα ασφαλής, και στο ταξίδι αυτό, αλλά όπως σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, χρειάζεται κάποια επιφύλαξη όταν πέσει το σκοτάδι στις μεγάλες πόλεις.


Τόποι

Οι προορισμοί με το σημαντικότερο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη βρίσκονται κατά μήκος της τεράστιας ακτογραμμής της χώρας. Οι αποστάσεις είναι μεγάλες και το ελλιπές δίκτυο μεταφορών, σε συνδυασμό με τις εχθροπραξίες στα κεντρικά και βόρεια της χώρας που υποχρεώνουν συνοδεία στρατιωτικής φάλαγγας, κάνουν τις μετακινήσεις χρονοβόρες και επίπονες. Η πρωτεύουσα Maputo βρίσκεται στο νοτιότερο σημείο και πολύ κοντά στα σύνορα με τη Νότιο Αφρική και τη Σουαζιλάνδη (Eswatini). Βορειότερα, η περιοχή του Inhambane και Tofo αποτελεί παραθαλάσσιο πόλο έλξης, όπως και στη συνέχεια το Vilanculo με το μαγευτικό αρχιπέλαγος Bazaruto. Σχεδόν στο κέντρο βρίσκεται η παραθαλάσσια πόλη Beira. Ο βορράς της χώρας είναι λιγότερο επισκέψιμος και ιδιαίτερα αυθεντικός. Η Nampula, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, είναι σημαντικό κέντρο εμπορίου και παρά το περιορισμένο ενδιαφέρον της, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την εξερεύνηση της γύρω περιοχής ή τη μετάβαση προς τα συνοριακά περάσματα με το Μαλάουι. Μια σιδηροδρομική γραμμή συνδέει το λιμάνι της Nacala με τη Nampula και εν συνεχεία με πόλεις του Μαλάουι, μεταφέροντας κυρίως κάρβουνο και σε περιορισμένα δρομολόγια επιβάτες. Στις ακτές της επαρχίας αυτής, ανήκει και η περίφημη Νήσος Μοζαμβίκη, από την οποία πήρε η χώρα το όνομά της. Το νησί αυτό που συνδέεται με μια γέφυρα μήκους 3,5 χλμ με την ενδοχώρα, παρουσιάζει μια εξέχουσα ομορφιά στα ερειπωμένα ή συντηρημένα κτίρια αποικιοκρατικής αρχιτεκτονικής των Πορτογάλων στη γειτονιά της Stonetown, την παραγκούπολη Macuti, το φρούριο São Sebastião και τις αμμουδιές με τα γαλαζοπράσινα νερά που το αγκαλιάζουν. Στον απώτερο βορρά η πόλη Pemba, πρωτεύουσα της επαρχίας Cabo Delgado παρουσιάζει έντονη ανάπτυξη μετά από την ανακάλυψη κοιτασμάτων υγροποιημένου φυσικού αερίου. Το δυσπρόσιτο αρχιπέλαγος Quirimbas αποτελεί ένα σημείο απαράμιλλου φυσικού κάλλους και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Oι δυνατότητες διαμονής εδώ είναι περιορισμένες και μόνο στη μικροσκοπική νήσο Ibo, ενώ στα υπόλοιπα νησιά, όπως και στο αρχιπέλαγος Bazaruto, η μετάβαση με παραδοσιακό καΐκι dhow όταν η παλίρροια το επιτρέπει και η ελεύθερη κατασκήνωση είναι η μόνη λύση. Υπάρχουν όμως και μερικά ιδιωτικά νησιά με resorts, σε αστρονομικά κόστη. 


Κάτω στις ακτές της Αφρικής

Ιανουάριος  2020

Μετά από 24 περίπου ώρες περιπλανήσεων στους αιθέρες και τα αεροδρόμια διαφόρων γεωγραφικών παραλλήλων, πατάμε το έδαφος της Μοζαμβίκης, στην παγκοσμίως άγνωστη πόλη της Nampula (Ναμπούλα), πρωτεύουσα του βορρά της χώρας. Το θερμό, υγρό, τροπικό κλίμα του νοτίου ημισφαιρίου υποδέχεται το δέρμα μου που αδημονούσε να νιώσει την απεξάρτηση από τα πολλά ρούχα. Μετά από τη βόλτα στην πίστα του αεροδρομίου, μας υποδέχεται μια ένστολη κυρία που επιτρέπει την είσοδο στη χώρα μετά τον έλεγχο του πιστοποιητικό εμβολιασμού για κίτρινο πυρετό…

Περισσότερα...

Ένα τρακτέρ μεταφέρει τις αποσκευές στο μικρό θάλαμο των αφίξεων και ένας υπάλληλος σε ένα παλιό ξύλινο γραφείο σφραγίζει τα διαβατήρια. Εμείς και ένας Ασιάτης είμαστε οι μόνοι που αιτούμαστε βίζα επί τόπου, περιμένοντας σε ένα γραφείο έξω απ’ το κτίριο των αφίξεων, με ακατάστατη χαρτούρα και οκνηρούς υπαλλήλους. Το αυτοκόλλητο χαρτάκι με τη μουτσούνα μου κόστιζε $50 και κατέλαβε μια ολόκληρη σελίδα στο διαβατήριο, ενώ η σφραγίδα εισόδου στριμώχνεται πάνω σε μια σχεδόν γεμάτη σελίδα, μετά από παράκλησή μου. Εν τω μεταξύ, ένας υπάλληλος του αεροδρομίου που το χνώτο του μύριζε αλκοόλ, είχε προσφερθεί εδώ και ώρα να μας πάει στο κατάλυμά μας δωρεάν με το αμάξι του. Τι πιο φυσικό απ’ το να εμπιστευθείς έναν άγνωστο μεθυσμένο οδηγό μόλις πατήσεις το πόδι σου σε μια αφρικανική χώρα! Τελικά τον ευχαρίστησα με μια μπίρα στο hostel και δυο δολάρια δώρο. Οι Κυριακές στην Αφρική είναι μάλλον πιο ιερές απ’ τις δικές μας και δε βρίσκεις καταστήματα ανοιχτά, ούτε ανταλλακτήρια συναλλάγματος. Ευτυχώς, για κάποιο λόγο το τραπεζικό σύστημα ανθεί στις φτωχές αυτές χώρες και τα ΑΤΜs πλεονάζουν. Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της αδιάφορης πόλης, μια γιορτή, μια χοροεσπερίδα, ηχεί μέσα από ένα μαγαζί, ιδανικό καλωσόρισμα για δείπνο μετά μουσικής και μια εισαγωγή στις υπέροχες πορτογαλόφωνες μελωδίες της Μοζαμβίκης. 

Ανυπομονώ να αναχωρήσουμε για τον κύριο προορισμό του ταξιδιού, πρώτα όμως πρέπει να προμηθευτούμε τοπική κάρτα κινητού και συνάλλαγμα. H υπάλληλος της τηλεφωνικής εταιρίας μας παραπέμπει στο σύζυγό της και αυτός με τη σειρά του σε κάποιον γνωστό του στη μαύρη αγορά, γαλλόφωνο εκ Γουινέας. Έτσι λειτουργούν οι δουλείες στην Αφρική. Παραλαμβάνουμε τα ογκώδη ντόπια “τούβλα”, με μεγαλύτερο χαρτονόμισμα σε κυκλοφορία αυτό των 1000 meticais (€14) και στη συνέχεια φορτωνόμαστε σαν υποζύγια τα σακίδιά μας πηγαίνοντας προς το σταθμό του τρένου. Μέρος των αποσκευών είναι και ένας σάκος με γραφική ύλη για τα παιδιά, πάγια τακτική κάθε ταξιδιού στην Αφρική, την οποία τελικά θα κουβαλάμε μέχρι το Μαλάουι. Φτάνουμε στο σταθμό του τρένου απ’ όπου υπάρχει δρομολόγιο κάθε Τρίτη και Σάββατο με κατεύθυνση προς δυσμάς. Οι διαδρομές με τρένο είναι απολαυστικές σε όλη τη γη, όμως στην Αφρική η εμπειρία είναι ιδιαίτερα υποσχόμενη. Σκοπός ήταν να κινηθούμε προς το Μαλάουι, μετά από μια εβδομάδα. Τίποτα όμως δε λειτουργεί με πρόγραμμα στην Αφρική και αυτό που σ’ εμάς φαντάζει απλό, όπως η έκδοση ενός μεταχρονολογημένου εισιτηρίου, εδώ είναι αδύνατο. 

Φεύγοντας άπραγοι, αναζητάμε λεωφορείο για τον επόμενο προορισμό, αυτόν που χρόνια ονειρευόμουν. Η Nήσος Μοζαμβίκη απέχει μόλις 4 ώρες οδικώς λένε, όμως οι διαδρομές στην ήπειρο αυτή έχουν πάντα απρόβλεπτη διάρκεια. Τα μεταφορικά μέσα αντιθέτως είναι προβλέψιμα βασανιστικά. Τα τυπικά απαρχαιωμένα λεωφορειάκια, εδώ ονομάζονται chapas και πρέπει ως συνήθως να γεμίσουν ασφυκτικά για να ξεκινήσουν, εξασφαλίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερα εισιτήρια. Οι επιβάτες κάθονται κυριολεκτικά ο ένας πάνω στην αγκαλιά του άλλου υπομένοντας αδιαμαρτύρητα και η ζέστη σε συνδυασμό με την περιορισμένη ατομική υγιεινή κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Στην πρώτη αυτή διαδρομή αποφασίσαμε να αγοράσουμε μια επιπλέον κενή θέση για περισσότερη άνεση, όμως αυτό δε βελτίωσε το στρίμωγμα, τα τραντάγματα από τις αμέτρητες λακκούβες ούτε το “βαρύ άρωμα” των συνεπιβατών μας.

Το καταπράσινο τοπίο και τα γόνιμα εδάφη όπου ευδοκιμούν οι αγροτικές καλλιέργειες και τα οπωροφόρα, μάνγκο, μπανανιές, παπάγια, κατακλύζουν το οπτικό πεδίο της διαδρομής, ενώ επιβλητικοί γεωλογικοί σχηματισμοί εμφανίζονται σποραδικά. Παρ’ όλο που όλοι διαβεβαίωναν ότι αναχωρούν τακτικά chapas που πηγαίνουν απ’ ευθείας στο νησί, αυτό δεν ισχύει. Το chapa κάνει παράκαμψη σε ένα χωριό όπου σημαίνει το τέλος της διαδρομής και πρέπει να μετεπιβιβαστούμε σε ένα φορτηγό. Για καλή μας τύχη καταλαμβάνουμε τις μπροστινές θέσεις, ενώ στην καρότσα στοιβάζονται άνθρωποι, ζώα και σακιά με τρόφιμα. Όμως για κακή μας τύχη το φορτηγό σταματά κάθε 200 μέτρα για να ανεβοκατεβάσει επιβάτες και εμπορεύματα, κάνοντας τη διαδρομή ατελείωτη. Όπως η εμπειρία με έχει διδάξει, ο χρόνος στην Αφρική δεν έχει καμία αξία και αν ταξιδεύει κανείς με χρονική πίεση, θα απογοητευτεί. Μετά από ώρες, αντικρίζω επιτέλους τον Ινδικό ωκεανό και η θαλασσινή αύρα ανακουφίζει το κάθιδρο κορμί μου. Φτάνοντας στη γέφυρα που ενώνει την ενδοχώρα με το νησί, τελειώνει και η διαδρομή του φορτηγού. Τα 3,5 χλμ. μήκους της, είναι δύσκολο να τα διανύσουμε πεζή και τα moto-taxi ζητάνε αδικαιολόγητα ποσά, παραδόξως όμως βρίσκουμε οικονομικότερα ένα ολόκληρο chapa μόνο για εμάς.

Νήσος Μοζαμβίκη 

Οι πρώτες εικόνες της ιστορικής Νήσου Μοζαμβίκης, που χάρισε το όνομά της στη χώρα και σήμερα αποτελεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, μου προκαλούν άκρατο ενθουσιασμό! Οπουδήποτε κι αν κοιτάξεις αντικρίζεις μια εικαστική πανδαισία. Μισογκρεμισμένα αποικιακά κτίρια με πολύχρωμες, ξεφτισμένες από το χρόνο πατίνες, είναι χτισμένα μέχρι τις αμμουδιές που γλύφουν τα γαλανά νερά του Ινδικού. Παραδοσιακά καΐκια dhows πηγαινοέρχονται κόντρα στον ήλιο που βάφει με χρυσές αποχρώσεις την παραγκούπολη που εκτείνεται στο εσωτερικό του νησιού, κάνοντας τα παραπήγματα με τις λαμαρινένιες σκεπές να μοιάζουν φτιαγμένα από ευγενές μέταλλο. Τα λιγνά φοινικόδεντρα υψώνονται μέχρι ψηλά στον ουρανό που έχει φανταχτερές γαλάζιες και μαβιές αποχρώσεις, με σύννεφα μπαμπακένια σε παιχνιδιάρικα σχήματα. Παιδιά… πολλά παιδιά ξεχύνονται στο δρόμο και στα σοκάκια. Ράθυμοι γέροντες κοιμούνται στα πεζούλια και γυναίκες ντυμένες με τις πολύχρωμες φορεσιές του αφρικανικού ισλαμισμού, κάθονται κατάχαμα πουλώντας λιγοστά κηπευτικά.
Φτάνοντας στο κατάλυμα, αντικρίζω έναν χώρο τόσο καλαίσθητο που δε μπόρεσα να συγκρατήσω τα επιφωνήματα ενθουσιασμού, ούτε να πιστέψω ότι κόστιζε τόσο οικονομικά. Όμως μπροστά στην εξώπορτα βρίσκεται μια από τις πιο γραφικές γειτονιές του νησιού που με καλεί αμέσως να ανακαλύψω.

Τι μαγευτικός τόπος εκτυλίσσεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου! Απέναντι, το μεγάλο τζαμί του νησιού εκτείνεται κατά μήκος του δρόμου. Έξω από τους πράσινα βαμμένους τοίχους με τα δαντελωτά πλακάκια, οι πρεσβύτεροι αναπαύονται και συζητούν. Πάνω στην άμμο, οι άντρες ασχολούνται με το μπάλωμα των διχτυών ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά καθαρίζουν ψάρια και αχινούς. Λίγο παραπέρα, ένα παροπλισμένο πλοίο σκουριάζει πάνω στην παραλία, με τις βαριές καδένες του να το δεσμεύουν γερά πάνω στην ξηρά. Τα κοκκινωπά χρώματα της οξείδωσης μαζί με τα γαλάζια απομεινάρια της μπογιάς ταιριάζουν απόλυτα με το υπόλοιπο κάδρο του θαλασσινού δειλινού. Μικρά παιδιά ξεσπούν σε αντιδράσεις ενθουσιασμού και επιδίδονται σε διαγωνισμούς ακροβατικών μπροστά στο φωτογραφικό φακό, ανεβαίνοντας στην αλυσίδα του πλοίου, πηδώντας από βάρκες, κάνοντας τούμπες στην άμμο.

Λίγο πριν το δειλινό θα μας μαγνητίσουν τα σοκάκια της λαμαρινένιας παραγκούπολης, που οι ντόπιοι ονομάζουν Macuti και όπου εκτυλίσσεται η φτωχική αλλά χαμογελαστή ζωή τους. Οι Πορτογάλοι εξόρυξαν πέτρες για την οικοδόμηση της πρωτεύουσας Stonetown και του οχυρού, οπότε το Macuti βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από το υπόλοιπο νησί, με ένα ψηφιδωτό από λαμαρίνες να απλώνεται στο οπτικό πεδίο δίνοντας στο σκηνικό μια χροιά ειδυλλιακή.

Εκεί στις φτωχογειτονιές, με τις κότες που περιτριγυρίζουν στα δρομάκια με το κοκκινόχωμα, με τα απλωμένα ρούχα, με τα παιδιά που τρέχουν χαρούμενα και τις κοπέλες που πλέκουν τα μαλλιά η μία της άλλης, εκεί που οι κυράδες συζητούν στο κατώφλι του παραπήγματός τους και που μικροί-μεγάλοι κοιτούν με περιέργεια το σπάνιο επισκέπτη… νιώθεις μια παράξενη ευδαιμονία να πηγάζει μέσα σε αυτή την συνθήκη ανέχειας.

Λίγο παραπέρα από το Macuti, ένας διαφορετικός οικισμός ξεκινά, με σοκάκια που ορίζονται από χρωματιστούς μαντρότοιχους, σπίτια αρχοντικά με πόρτες βαριές και θυρεούς που δηλώνουν περασμένους αιώνες. Δημόσια κτίρια που αποτελούν αρχιτεκτονικά κειμήλια όπως το νοσοκομείο και το κυβερνείο, λευκές εκκλησίες και αρκετά ερειπωμένα κτίρια, συνθέτουν μια σαγηνευτική ατμόσφαιρα. Η Stonetown είναι ένας οικισμός πολύ επιμελημένος και καλαίσθητος, γεγονός σπάνιο στην Αφρικανική ήπειρο, με κάποιες ομοιότητες με τη συνώνυμή της πόλη λίγο βορειότερα, στην Τανζανία και το νησί της Ζανζιβάρης. Όμως εδώ όλα είναι σε μικρότερη έκταση και ο τόπος πολύ πιο ξεχασμένος από τον τουρισμό, τουλάχιστον την εποχή αυτή.

Ένας όχλος με κόκκινα μπλουζάκια είναι συνωστισμένος λίγο πιο πέρα, μόλις τελείωσε κάποια πολιτική συγκέντρωση που δεν κατάφερε να διαταράξει τη γαλήνη του τόπου. Οι άνθρωποι φιλικοί και χαμογελαστοί, ζητούν να τους φωτογραφήσω, όπως θα συμβεί στα περισσότερα μέρη που επισκεφθήκαμε. Μόλις 500 μέτρα απέχει η μια πλευρά του νησιού από την άλλη και μια μεγάλη παραλία χαρίζει στιγμές απόλαυσης στα ενθουσιώδη παιδιά που πλατσουρίζουν στα ρηχά νερά.  

Τα βράδια στη νήσο είναι εξίσου μαγευτικά. Ο σταυρωτός αστερισμός του νότου κρύβεται κάπου πίσω από τις φυλλωσιές των φοινικιών που χορεύουν στο ζεστό άνεμο. Ένα πεζούλι με θέα στον απέραντο Ινδικό επιθυμεί να με κρατήσει εκεί για όλο το βράδυ, μπορεί και για πάντα. Οι διατροφικές ανάγκες παραμερίζουν το ρομαντισμό και τα λιγοστά μέρη για φαγητό κλείνουν νωρίς. Σε μια από τις ντόπιες ταβέρνες εθεάθησαν μεγάλα ψάρια κάποια ώρα πριν, παραδόξως όμως δεν υπήρχαν πλέον, οπότε θα αρκεστούμε σε αστακό, σε πάμφθηνη τιμή. Η νυχτερινή διασκέδαση είναι σχεδόν ανύπαρκτη στο ήσυχο νησί και το γραφικό μπαράκι πάνω στην παραλία δεν είχε κανέναν θαμώνα. Ο barman μετράει τις σταγόνες ώστε να μην ξεχειλίσει η μικρή μεζούρα ρούμι αλλά για εμάς ακόμα και η διπλή δεν είναι αρκετή.


Σπανίως μνημονεύω καταλύματα, όμως το Patio dos quintalinhos – Casa di Gabriele, είναι ένας από τους πιο καλόγουστους και value for money ξενώνες που θυμάμαι να έχω μείνει. Στην πρώτη σάλα με το ξύλινο δάπεδο και την καλόγουστη διακόσμηση, κυριαρχεί μια βάρκα που κρέμεται με σχοινιά και επιτελεί ρόλο καναπέ και κούνιας. Στη συνέχεια, συναντάς έναν αίθριο χώρο, κατάφυτο με μπανανιές και τοίχους στις αποχρώσεις της ώχρας. Περιμετρικά βρίσκονται τα δωμάτια που έχουν αναπαυτικά μεγάλα κρεβάτια και μπάνια με βασικά υλικά την τσιμεντοκονία, το ξύλο και τα ζωγραφιστά πλακάκια, ενώ μια μικρή πισίνα μισοκρύβεται στο βάθος. Όλο το οίκημα υπενθυμίζει το αποικιακό παρελθόν του νησιού.

Μια σκάλα οδηγεί στην οροφή όπου σερβίρεται ένα εξαιρετικά πλούσιο πρωινό, με χειροποίητες μαρμελάδες, φρέσκα μάνγκο, μπανάνες και… μια μικρή σαύρα που ήθελε μερίδιο. Η ταράτσα αυτή προσφέρει απαράμιλλη θέα προς διάφορες γωνιές του νησιού και κυρίως την καλύτερη αφ’ υψηλού προοπτική για φωτογράφιση του μεγάλου τζαμιού. Όλα αυτά και σε συνδυασμό με την τιμή των 2000 meticais (€29) έκανε ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη τη διαμονή.


Ένας καυτός ήλιος ανατέλλει και κάνει το δέρμα να ροδίζει από την απότομη αλλαγή εποχής. Στο cafe και τουριστικό κατάστημα Ilha Blue που ανήκει σε έναν Βρετανό, μπορεί να νοικιάσει κανείς ποδήλατα για να εξερευνήσει λίγο πιο ξεκούραστα το νησί. Ο Βρετανός είχε ζήσει και στην Αυστραλία και στη συνέχεια του ταξιδιού, κάθε λευκό που επιχειρεί στην Αφρική και δεν υποκύπτει σε παζάρια, θα τον αποκαλούμε Αυστραλό. Ο “Αυστραλός” λοιπόν μας συμβούλεψε να μη συνεχίσουμε το πρόγραμμά μας στο βορρά γιατί έχουν ξεσπάσει ένοπλες ταραχές με προβλήματα στις μετακινήσεις. Τον αγνόησα.

Μετά την ποδηλατική περιήγηση σε κάθε δρομάκι της Stonetown, στις εκκλησίες και τα χαλάσματα, η ζέστη και τα πρασινογάλαζα νερά της παραλίας κάνουν τη βουτιά επιτακτική. Κάποιος νεαρός μας ειδοποιεί για ένα ξεχασμένο τσαντάκι πάνω στο ποδήλατο, που μέσα του υπήρχε ένα κινητό. Η παραλία βρίσκεται σε ένα πανέμορφο σημείο με φόντο το κάστρο που εκτείνεται σε όλο το βόρειο ακρωτήρι. Ο βυθός είναι αδιάφορος και με αρκετά σπασμένα μπουκάλια, όμως τα ζεστά νερά των τροπικών σε κάνουν να μη θες να βγεις ποτέ απ’ το νερό. Προσεγγίζοντας το κάστρο με το ποδήλατο κάποιοι φωνάζουν για να βγάλουμε εισιτήριο. Μέχρι να μας φτάσουν είχαμε μπει στον εσωτερικό χώρο που δεν παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον.

Ένας ψαράς μεταφέρει μερικά μεγάλα πελαγίσια, όμως κι αυτός αρνήθηκε να μας πουλήσει ένα. Απ’ ότι καταλάβαμε από την εξήγησή του, τα ψάρια προορίζονται για λίγα πολυτελή ξενοδοχεία. Άλλοι νεαροί προσπαθούν να μας πουλήσουν βαρκάδα στα γύρω νησιά ή τις απέναντι παραλίες της ηπειρωτικής χώρας, όμως εγώ έχω άγχος για τη μετακίνηση στον επόμενο προορισμό, το “μυθικό” αρχιπέλαγος Quirimbas.


Από τα πρώτα χρόνια του ταξιδιωτικού μου πάθους, εξερευνώντας το νεότευκτο ψηφιακό χάρτη της google, ανακάλυψα αυτό το απομακρυσμένο σύμπλεγμα εξωτικών νησιών Quirimbas, τα περισσότερα ακατοίκητα. Επιτέλους το όνειρο μου ήταν στα πρόθυρα της πραγματοποίησης. Όμως η πρόοδος δεν έχει επηρεάσει αρκετά αυτό το σημείο της Αφρικής και η πρόσβαση στον παράδεισο εξακολουθεί να είναι αρκετά περίπλοκη. Αν λοιπόν δε διαθέσει κανείς το υπέρογκο ποσό της μετάβασης με μικρό μισθωμένο αεροπλάνο και της διαμονής σε ένα από τα resort των ιδιωτικών νησιών, θα πρέπει να περάσει μια μικρή Οδύσσεια. Παρά τη φαινομενικά μικρή απόσταση, δεν υπάρχει απ’ ευθείας οδική σύνδεση. Από το νησί της Μοζαμβίκης θα πρέπει να πάρει chapa μέχρι τη διασταύρωση του Namialo περιμένοντας στην άκρη του δρόμου το επόμενο μεταφορικό μέχρι την πόλη Pemba, που δεν περιγράφονταν ως ελκυστική. Μετά την αναγκαστική διανυκτέρευση στην Pemba, ένα ακόμα chapa που αναχωρεί στις 4 τα ξημερώματα, μετά από 5 ώρες την ξηρά περίοδο ή ακολουθώντας μεγαλύτερη διαδρομή 10 ωρών την εποχή των βροχών, φτάνει στην ακτή της Quisanga. Εκεί στο πουθενά, όταν η παλίρροια το επιτρέψει, ένα καΐκι θα φτάσει αισίως μετά από κάποιες ώρες στη νήσο Ibo. Στην προσπάθεια να γλιτώσουμε πολύτιμο χρόνο και ταλαιπωρία, αναζητούμε ιδιωτική μετακίνηση. Ως συνήθως, ο ένας με προθυμία μας παραπέμπει στον άλλο και αφού κάνoυμε το γύρο του νησιού και συναχθή ολιγομελές συμβούλιο, συνεννοούμαστε τελικά με έναν οδηγό. Παρά τη διαπραγμάτευση, το κόστος ήταν υψηλό αλλά αποφασίσαμε να το επενδύσουμε σε αυτό το τμήμα του ταξιδιού, κάνοντας οικονομία στη συνέχεια.


Αφού τακτοποιήθηκε το ζήτημα της μετακίνησης, απολαμβάνουμε αχόρταγα τις ομορφιές του νησιού, τους χαμογελαστούς ανθρώπους του Makuti, τα δειλινά που δημιουργούν έναν ζωγραφικό πίνακα με τα σπίτια, τις βάρκες, τον ωκεάνιο ουρανό. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και τα λίγα εστιατόρια είναι κλειστά. Απέναντι από μια λευκή εκκλησία, το εστιατόριο Ancora d’Ouro, έχει ειδικό μενού για τη γιορτινή μέρα. Πρόκειται για ένα πανέμορφο, ψηλοτάβανο, αποικιακό κτίριο που παρά την αίγλη που αποπνέει και τη gourmet κουζίνα του, έχει παρόμοιες τιμές με τη local ταβέρνα. Η Χριστουγεννιάτικη ακολουθία που τελείται στην απέναντι εκκλησία μας βρίσκει παρόντες, και ιδιαίτερα εδώ στους τροπικούς προκαλεί έντονο πνευματισμό. Η ψυχή όμως ευφραίνεται και με οίνο, ή στην προκειμένη περίπτωση με ρούμι στην ταράτσα του πιο γουστόζικου bar. Ξαπλωμένος στα μαξιλάρια, μετρώντας τα άστρα, με συνοδεία από υπέροχες αφροπορτογελέζικες μελωδίες, δε θέλω να φύγω ποτέ από εδώ. 

Η στιγμή του αποχαιρετισμού με το ονειρεμένο νησί έφτασε και ένα άλλο μας περιμένει. Ένα chapa για την ιδιωτική μεταφορά, μας παραλαμβάνει. Μέχρι τώρα η Αφρική μας έχει φερθεί φιλόξενα. Όμως αυτό θα αλλάξει, γιατί… Αφρική χωρίς απρόοπτα και δυσκολίες δε νοείται. Εκτός απ’ τον οδηγό, ένας ακόμα που μιλά αγγλικά και με τον οποίο κάναμε τη συμφωνία ήρθε μαζί μας. Στη διασταύρωση του Namialo, παρ’ όλο που η συμφωνία δεν ήταν αυτή, μεταφερόμαστε σε ένα sedan και το chapa με τους δύο αποχωρεί. Oι νέοι οδηγοί αρχίζουν να λένε πως δε θα μας πάνε στο Ibo αλλά θα μας παρατήσουν σε ένα μακρινό μέρος που λέγεται Macomia. Λένε επίσης ότι στο βορρά επικρατούν συνθήκες “boom boom”, κάτι που ξέρω ήδη αλλά δε με αφορά, δεδομένου του ποσού που είχα πληρώσει για να πάω πάση θυσία. Τηλεφωνώ σε αυτόν που έκανα τη συμφωνία και του λέω να επιστρέψει. Μετά από μια ώρα αναμονής καταφθάνουν, αλλά η μέρα έχει ήδη χαθεί και δεν έχει βρεθεί λύση παρά τις διαπραγματεύσεις. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω ότι δεν έχουν άδεια μεταφοράς τουριστών για να μπορέσουν να ενταχθούν στη στρατιωτική φάλαγγα που είναι απαραίτητη. Μας επιστρέφουν τα χρήματα αλλά θα πρέπει να φύγουμε με κάποιο τρόπο από εδώ και είναι μάλλον αργά για να περάσει λεωφορείο μέχρι την πόλη Pemba, το μόνο ρεαλιστικό πλάνο πλέον. Τελικά κάποιος περαστικός οδηγός που πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση, μας επιβιβάζει. Μετά από μερικές ώρες φτάνουμε στην εκ πρώτης όψεως αδιάφορη πόλη που αποτελεί πρωτεύουσα της βόρειας επαρχίας Cabo Delgado και κλείνουμε δωμάτιο στο μοναδικό οικονομικό, αλλά άθλιο ξενοδοχείο. Εν τω μεταξύ κάνουμε και κράτηση Airbnb στη νήσο Ibo και επικοινωνώντας με την ευγενέστατη και άκρως εξυπηρετική Ισπανίδα ιδιοκτήτρια του καταλύματος Baobibo, μαθαίνουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη μετάβαση. Κάτι που δεν αναφέρεται σε κανέναν ταξιδιωτικό οδηγό ή άλλες online πληροφορίες, είναι ότι υπάρχουν σποραδικά δρομολόγια ενός μικρού πλοίου που καλύπτει την απόσταση σε μόλις 4 ώρες, με εισιτήριο 700 metikais. Μια αναλαμπή χαράς με κυριεύει στην προοπτική της εύκολης και γρήγορης αυτής λύσης, αντί για την πολύωρη οδική μετακίνηση και την αναμονή της παλίρροιας για να περάσουμε στο νησί. 

Βαδίζουμε κάτω από την εξουθενωτική ζέστη της πόλης με τους φαρδείς δρόμους και την ελάχιστη κινητικότητα ψάχνοντας να επισημάνουμε το λιμάνι απ’ όπου θα παίρναμε το πλοίο την επομένη μέρα. Αυτό όμως που φανταζόμουν, δηλαδή μια προβλήτα με πλοία και κάποια υποτυπώδη εστιατόρια για να ξαποστάσουμε, δεν υπάρχει. Το λιμάνι δεν είναι παρά ένα σχεδόν έρημο καρνάγιο και το πλοίο για το νησί που μας υποδείκνυαν κάποιοι είναι ένα άσχετο μικρό φορτηγό δεμένο αρόδου. Στο υποτιθέμενο λιμάνι που η τοποθεσία του δεν εμπνέει και μεγάλη ασφάλεια, υπάρχει μόνο μια άδεια μπιραρία όπου κάνουμε μια στάση, πριν επιστρέψουμε πίσω στο μοναδικό εστιατόριο που είχαμε δει ανοιχτό. Κανονίσαμε τελικά με την Ισπανίδα να μας στείλει ταξί νωρίς το πρωί μέχρι την προβλήτα του υπαρκτού πλοίου. Το αμάξι μας οδήγησε στο άκρο της πόλης, στην παραγκούπολη που ονομάζουν Paquitequete και που δε θα φανταζόμουν ποτέ ότι ήταν η αφετηρία ενός πλοίου. Πράγματι, ένα μικρό αλουμινένιο καταμαράν ήταν σταθμευμένο όχι σε κάποια προβλήτα αλλά πάνω στην άμμο. Το σκηνικό είναι μαγευτικό με τους ψαράδες να τραβούν ομαδικά τα δίχτυα στα ρηχά, τις παράγκες με τις φοινικιές πάνω στην παραλία, κάτω απ’ το νεφελώδη πρωινό ουρανό. Τη χαρά έρχεται για ακόμα μια φορά να αντικαταστήσει η απογοήτευση! Μαθαίνουμε πως ο καπετάνιος δε θα πήγαινε στο Ibo σήμερα λόγω κακοκαιρίας, κάτι που δυστυχώς μας επιβεβαίωσε τηλεφωνικά και η Ισπανίδα. Μας διαβεβαίωσε όμως ότι την επομένη θα πραγματοποιούνταν το δρομολόγιο.

Ζητάμε από τον οδηγό να μας πάει στην παραλία Wimpe, 15 χιλιόμετρα έξω από την Pemba όπου υπήρχε ένα μοναδικό οικονομικό κατάλυμα. Στη διαδρομή αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς, ενώ ο χάρτης έχει λανθασμένη θέση του καταλύματος και δυσκολευόμαστε να το εντοπίσουμε. Τελικά βρίσκεται μακριά από τον κεντρικό δρόμο και ακόμα και το ικανό pick-up όχημα αδυνατεί να προχωρήσει μετά από κάποιο σημείο απ’ όπου πρέπει να συνεχίσουμε πεζή. Το υπόλοιπο της μέρας θα το περάσουμε σε παραλιακό εστιατόριο στο άδειο από παραθεριστές Wimpe, ενώ η βροχή συνεχίζεται ακατάπαυστα κάνοντάς με να ανησυχώ για την εξέλιξη του ταξιδιού. Επιστρέφουμε αφού πέσει το σκοτάδι, μέσα στα λασπωμένα δρομάκια του οικισμού, με το νερό φτάνει μέχρι το γόνατο και αμέτρητα βατράχια χοροπηδάνε τριγύρω. Ομολογουμένως ενδιαφέρουσα εμπειρία

Το βράδυ γίνεται χαλασμός! Ένας τυφώνας σαρώνει τα πάντα έξω, αστραπές φωτίζουν και βροντές σείουν τον τόπο, ενώ το πρωί οι καταστροφές είναι εμφανείς παντού και υπάρχει διακοπή ηλεκτροδότησης σε όλη την περιφέρεια της Pemba. Δυστυχώς τα νησιά Quirimbas θα παραμείνουν όνειρο. Ο καιρός είναι άγνωστο πότε θα βελτιωθεί, οι δρόμοι είναι πιθανότατα απροσπέλαστοι και στο Ibo έχουν γίνει επίσης ζημιές, ακυρώνοντας τις δυνατότητες αναψυχής και οπωσδήποτε την ελεύθερη κατασκήνωση που ήλπιζα να κάνουμε σε κάποιο από τα ακατοίκητα νησιά. Ένα χρόνο νωρίτερα, ένας άλλος τυφώνας προκάλεσε 600 θύματα στην ευρύτερη περιοχή, και τις επόμενες ημέρες στα τοπικά κανάλια θα βλέπουμε τις φετινές καταστροφές, με γκρεμισμένες γέφυρες και φορτηγά να κρέμονται στο κενό. Ο χρόνος που είχαμε υπολογίσει για τα Quirimbas εξανεμίστηκε και αποφασίζουμε να μη σπαταλήσουμε κι άλλον περιμένοντας καλοκαιρία, δεδομένου του ότι ξεκινά η εποχή των βροχών. Τα προγνωστικά καιρού δεν ανταποκρίνονταν στις επικρατούσες συνθήκες και το να κινηθούμε νοτιότερα ήταν εξίσου αμφίβολο. Αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στη Nampula νωρίτερα και αντί για το τρένο της Τρίτης να προλάβουμε εκείνο του Σαββάτου, με προορισμό την Cuamba και στη συνέχεια τα σύνορα με το Μαλάουι. Οι δύο μεγάλες πόλεις συνδέονται με μεγάλο λεωφορείο αντί για chapa, αλλά δεν είναι δεδομένο ούτε εδώ ότι θα έχεις κάθισμα και δε θα στέκεσαι 6 ώρες στο διάδρομο. Εν τω μεταξύ παίρνω τηλέφωνο το νεαρό που μας είχε κάνει συνάλλαγμα στην Nampula, ώστε να μας εξασφαλίσει εισιτήρια για το τρένο. Ο άνθρωπος προσφέρθηκε να πάει και να τα πληρώσει, όμως δεν πρόλαβε. 

Φτάνουμε βραδάκι στη Nampula ελπίζοντας να βρούμε εισιτήριο επιτόπου, πριν την αναχώρηση στις 4 τα ξημερώματα. Φορτωμένοι με τα σακίδια, την τσάντα με τη γραφική ύλη που δε βρήκαμε κάπου να δώσουμε και σακούλες με προμήθειες απ’ το market, ψάχνουμε μάταια στο χάρτη κάποιο κοντινό, φτηνό κατάλυμα. Τη στιγμή εκείνη ένας “φύλακας άγγελος” εμφανίζεται. Ένας καλοντυμένος κύριος με ένα πολυτελές SUV μας κάνει νόημα να μπούμε μέσα γιατί κινδυνεύουμε να μας ληστέψουν. Αποφασίζω να μπούμε χωρίς ενδοιασμό. Παρ’ ότι δε μιλάει καθόλου αγγλικά συνεννοούμαστε και μας αποκαλύπτει ότι είναι αξιωματικός της μυστικής αστυνομίας, δείχνοντάς μου το όπλο για του λόγου το αληθές και προκαλώντας μου ένα επιφώνημα έκπληξης. Μας βρίσκει ξενοδοχείο σε καλή τιμή και μας κάνει ατελείωτες βόλτες τριγύρω στην πόλη, επιδεικνύοντας τις λευκόδερμες γνωριμίες του σε φίλους και γνωστούς. Καμαρώνει δείχνοντας μας το σπίτι του και δυο εκ των τεσσάρων συζύγων του που τις συνοδεύουμε στη βραδινή τους έξοδο. Το σημαντικότερο όλων είναι πως διατάζει τέσσερις φρουρούς να έρθουν στις 3 τα ξημερώματα και να μας συνοδεύσουν μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό! Αφού δειπνήσαμε μαζί του σε ωραίο εστιατόριο με ζωντανή μπάντα, κοιμηθήκαμε ελάχιστα αλλά γεμάτοι απρόσμενες εμπειρίες. Η αστυνομική φρουρά μας συνοδεύει πράγματι ως το σταθμό και περιμένει μέχρι να επιβιβαστούμε, ενώ εισιτήρια βρήκαμε χωρίς δυσκολία.

Το τρένο είναι παλιό αλλά η classe executiva ήταν αρκετά ανεκτή κι ακόμα και στη 2η θέση, παρά τα στενά, σκληρά ξύλινα καθίσματα, δεν υπήρχαν όρθιοι. Η διαδρομή ήταν απολαυστική όπως όλες οι διαδρομές με τρένο, όμως στην Αφρική η εμπειρία αυτή είναι σπανιότερη. Σε κάθε σταθμό, ένα πλήθος απεγνωσμένων ανθρώπων προσπαθεί να φτάσει τα παράθυρα και να πουλήσει την πραμάτεια που μεταφέρει σε καλάθια πάνω στο κεφάλι. Το τοπίο είναι καταπράσινο σε όλη τη διαδρομή και οι γεωλογικοί σχηματισμοί εντυπωσιακοί. Ο συννεφιασμένος και κατά τόπους βροχερός καιρός μας ακολουθεί.

Φτάνουμε στην Cuamba που δεν είναι κάτι παραπάνω από αυτό που περιμένω. Μια σκονισμένη μεθοριακή κωμόπολη που παραδόξως διαθέτει πολλά καταστήματα τραπεζών. Υπάρχει ένα σχετικά σύγχρονο ξενοδοχείο σε υψηλή όμως τιμή, οπότε με αρκετό ψάξιμο φορτωμένοι με τα backpacks, καταλήγουμε στο αξιοπρεπέστερο guesthouse της περιοχής, το Residencial Zezinha όπου είμαστε οι μόνοι ένοικοι και το πρωινό πλούσιο, σπιτικό με τοπικές γεύσεις όπως cassawa, κοιλιές και συκώτι πουλερικών. Τα λίγα εστιατόρια της περιοχής έχουν αρκετά απολαυστικό μενού και οι μέρες παραμονής στην απομακρυσμένη πόλη είναι αρκετά ευχάριστες. Η σιδηροδρομική γραμμή χωρίζει την πόλη στα δύο, με τη βόρεια πλευρά σχετικά πιο πλούσια με χτιστά σπίτια και τη νότια με παράγκες, μια μεγάλη τοπική αγορά καθώς και το σημείο αναχώρησης των chapas. Η βροχές μας καταδιώκουν κι εδώ, ευτυχώς όχι ολημερίς, αλλά θα περάσουμε αρκετές στιγμές κάτω από τα υπόστεγα των αγορών ή πίνοντας μπίρες στα τοπικά restaurants.

Η μέρα αναχώρησης από τη Μοζαμβίκη θα είναι επίπονη και περιπετειώδης, και θα δοκιμάσει τις ψυχικές και σωματικές αντοχές. 

Όλα ξεκινούν στραβά, στην τοπική τράπεζα όπου θέλαμε να ανταλλάξουμε το περισσευούμενο συνάλλαγμα. Όμως η τράπεζα εξυπηρετεί μόνο πελάτες της και παρά την προσφορά κάποιου, η γραφειοκρατική διαδικασία είναι τόσο χρονοβόρα που τινάζει το πρόγραμμα και την υπομονή μου στον αέρα. Κάποια στιγμή χάνω την αυτοσυγκράτησή μου, μπαίνω σα μαινόμενος ταύρος μέσα στο κατάστημα πετώντας τις αποσκευές στο πάτωμα και αρχίζω να φωνάζω αδιαφορώντας  για το προσωπικό ασφαλείας. Ευτυχώς τη στιγμή εκείνη η συναλλαγή μας εκτελέστηκε και δεν είχαμε περαιτέρω μπλεξίματα. Όπως λέω συνεχώς, τίποτα δε λειτουργεί στην Αφρική και αν βιάζεσαι είσαι χαμένος. Έτσι διαδραματίζεται και η συνέχεια. Μετά από αρκετό περπάτημα φορτωμένοι, φτάνουμε στα chapa, όμως το πρώτο είναι ήδη γεμάτο και δε θέλουμε να πάμε αγκαλιά με κάποιον ντόπιο. Το επόμενο αργεί να γεμίσει πλήρως ώστε να αναχωρήσει. Κάποια στιγμή αναχωρεί αλλά μετά από μερικά μέτρα επιστρέφει πίσω γιατί κάποιος επιβάτης μετανιώνει και κατεβαίνει. Ο εκνευρισμός συνεχίζεται όταν μας ζητάνε χρήματα για τις αποσκευές στην οροφή, κάτι που πεισματικά αρνούμαστε για πολλή ώρα. Έξω βρέχει, εμείς κάνουμε “σάουνα” εγκλωβισμένοι στο ακίνητο όχημα, ένα παιδάκι κάνει την ανάγκη του απ’ το παράθυρο. Είναι ομολογουμένως αξέχαστη εμπειρία. Θα μπορούσα να πληρώσω το μικρό ποσό για την κενή θέση και να ξεκινήσουμε, αλλά έχω εξοργιστεί με την προσπάθεια ρατσιστικής μου εκμετάλλευσης. 

Μετά από τρεις ολόκληρες ώρες αναχωρούμε, αλλά μη φανταστεί κανείς ότι η συνέχεια είναι εύκολη. Όπως γνωρίζαμε ήδη, το chapa δεν πάει μέχρι τα σύνορα της γειτονικής χώρας, αλλά μας αφήνει σε μια διασταύρωση στο πουθενά απ’ όπου θα πρέπει να βρούμε κάποιους με μοτοσικλέτες. Ευτυχώς η βροχή έχει κοπάσει και βρίσκουμε αμέσως δίκυκλα σε αδιαπραγμάτευτη τιμή 300 metikais έκαστο (€4.5). Τελικά η τιμή ήταν συμφέρουσα αν αναλογιστεί κανείς τη δοκιμασία που περίμενε οδηγούς και αναβάτες. Ουσιαστικά δεν υπάρχει δρόμος μέχρι τα σύνορα του Entre Lagos, αλλά ένα μονοπάτι γεμάτο λάσπες και λακκούβες, όπου τα δίκυκλα κάνουν “πατινάζ” επί 1,5 ώρα, πλήρη επιβατών και αποσκευών, διανύοντας 25 βασανιστικά και επικίνδυνα χιλιομέτρα. 

Αν νομίζει κανείς ότι περνώντας στο έδαφος του Μαλάουι οι περιπέτειες τελείωσαν και φτάσαμε στη γη της επαγγελίας, πλανάται. Αν η 1,5 ώρα ακροβατικών στη λάσπη ήταν δοκιμασία, άλλα 45 χιλιόμετρα απόγνωσης μας περιμένουν… σχεδόν 3 ώρες βασανιστικού δρόμου με αμέτρητες λακκούβες, αλλά αυτή τη φορά υπό βροχή και με δίκυκλο που καταπονεί τα κόκαλά μου. Κατάκοποι φτάνουμε σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο, νυχτώνει, οι ντόπιοι μας περιγελούν. Ευτυχώς περνά minibus σύντομα, εδώ δεν τα λέμε chapas πλέον. Τι εμπειρία και αυτή! Καθόμαστε στις μπροστινές θέσεις. Το όχημα έχει πρόβλημα με τα φώτα και για κάποιες στιγμές κινούμαστε στα τυφλά, σε δρόμο γεμάτο πεζούς, ποδήλατα, ζώα. Ο οδηγός μετακινεί μια ηλεκτρική ασφάλεια και επανέρχονται τα φώτα για λίγο, μετά ξανά τα ίδια. Με τα πολλά φτάνουμε στο Liwonde. Του ζητάμε να μας πάει σε ένα ξενοδοχείο που είχαμε επισημάνει. Αρνείται. Επιμένουμε… Αρνείται. Μας προτείνουν ένα άλλο minibus που φεύγει αμέσως για το Blantyre. Είναι ήδη αργά αλλά το παίρνουμε για να κερδίσουμε την επόμενη μέρα. Δεν έχουμε τοπικό νόμισμα, ούτε βέβαια τηλεφωνική σύνδεση και internet. Έξω βρέχει πολύ. Φτάνουμε στη συμπρωτεύουσα στις 10:30 το βράδυ και έξω δεν υπάρχει ψυχή… μια πόλη φάντασμα. Του ζητάμε να μας πάει σε κάποιο ξενοδοχείο. Αρνείται. Του λέμε να μας αφήσει σε κεντρικό σημείο. Είμαστε μόνοι σε μια άδεια πόλη, υπό βροχή, δεν είναι ασφαλές, δεν υπάρχει ξενοδοχείο τριγύρω. Και τότε, εμφανίζονται δύο ακόμα “φύλακες άγγελοι”. Η συνέχεια στη σελίδα του Μαλάουι


Παραθέτω μερικές πληροφορίες για το ελάχιστα προσπελάσιμο σύνορο που ίσως βοηθήσουν επίδοξους ταξιδιώτες. Στο συνοριακό σταθμό Entre Lagos – Nayuchi, παραδόξως υπάρχουν κάποιες βασικές υποδομές εξαιτίας της σιδηροδρομικής γραμμής που μεταφέρει κατά κύριο λόγο κάρβουνο. Mόνο κάθε Τετάρτη υπάρχει επιβατική αμαξοστοιχία με δρομολόγιο Cuamba – Entre Lagos που δεν περνά στο Μαλάουι. Στο immigration post της Μοζαμβίκης διαπίστωσα εξοπλισμό έκδοσης visa. Η είσοδος στο Μαλάουι γίνεται εύκολα με e-visa που είχαμε εκδώσει, όμως θα πρέπει τις επόμενες μέρες να προμηθευτούμε το αυτοκόλλητο σε μία από τις δύο μεγάλες πόλεις, Lilongwe ή Blantyre. Οι δυο συνοριοφύλακες ήταν ευγενέστατοι και επιτέλους η επίσημη αγγλική γλώσσα του Μαλάουι λύνει το χάσμα συνεννόησης. Έτσι έγινε κατανοητό και το ζητούμενο φιλοδωρήματος για “Fanta” που κατ’ εξαίρεση έδωσα στον καθένα (από $1) γιατί τους συμπάθησα. Στα σύνορα υπήρχε και κάποιος που αντάλλαζε συνάλλαγμα σε καλή τιμή, κάνοντας ανώφελη την προηγούμενη ταλαιπωρία μας στην τράπεζα.

©Αλέξανδρος Τσούτης

Share this Post





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *