Οι Εικόνες
Παπούα Νέα Γουινέα
🇵🇬
Η Παπούα Νέα Γουινέα είναι μια χώρα στην Ωκεανία που καταλαμβάνει το ανατολικό μισό του δεύτερου σε μέγεθος νησιού στον κόσμο.
Η PNG με τις λιγοστές πόλεις, τις μικρές αγροτικές κοινότητες και κυρίως την αχανή τροπική ζούγκλα που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της, αποτελεί μια απ’ τις πιο ανεξερεύνητες περιοχές του πλανήτη. Πρώην αποικία της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Αυστραλίας, ανεξαρτητοποιήθηκε το 1975 αντιμετωπίζοντας μέχρι και σήμερα εσωτερικές ταραχές και εμφύλιες διαμάχες. Αν και θεωρείται επίσημα χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου, το υπέδαφός της κρύβει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου, πετρελαίου, πολύτιμων μετάλλων ενώ τα πλούσια εδάφη της παράγουν ξυλεία, καφέ, φοινικέλαιο κλπ.
Με πάνω από χίλιες διαφορετικές φυλές και αντίστοιχες γλώσσες, η ανθρωπολογική πολυμορφία της είναι μοναδική, ενώ μέχρι και λίγα χρόνια πριν, πολλές απομονωμένες φυλές επιδίδονταν σε κανιβαλιστικές συνήθειες.
Η χώρα έχει ελάχιστες υπερτιμημένες τουριστικές υποδομές απευθυνόμενες κυρίως σε λίγα τουριστικά groups πλουσίων Αυστραλών, οι καταγεγραμμένες πληροφορίες είναι λιγοστές, ελλιπείς και ο ανεξάρτητος ταξιδιώτης θα χρειαστεί ευελιξία, αντοχή και ικανότητες πρωτοπόρου. Το οδικό δίκτυο είναι μηδαμινό και σχεδόν όλοι οι προορισμοί συνδέονται μεταξύ τους μόνο με μικρά ελικοφόρα αεροπλάνα. Η έλλειψη τουριστικής υποδομής δημιουργεί αδικαιολόγητα υψηλά κόστη για τον ταξιδευτή, το χειρότερο value for money που έχω συναντήσει, με υπερτιμημένες διαμονές σε βρομερά παραπήγματα, κάκιστη διατροφή και απουσία μεταφορικών μέσων.
Άνθρωποι
Οι Παπουανοί, παρά το άγριο παρουσιαστικό τους είναι άνθρωποι εξαιρετικά φιλόξενοι, φιλικοί και εξυπηρετικοί προς τον ξένο που κάθε άλλο παρά συνηθισμένο θέαμα αποτελεί. Ο πολιτισμικός πλούτος των αμέτρητων φυλών αποκαλύπτεται στα ετήσια φεστιβάλ που διοργανώνονται σε διάφορα μέρη και όπου έχει την ευκαιρία να δει κανείς τις εξωπραγματικές φορεσιές, τα πολύχρωμα βαμμένα πρόσωπα και να βιώσει τον εκστασιακό χορό των συμμετεχόντων.
Το betelnut (γνωστό και ως buai) είναι μια μάλλον αποκρουστική και ανθυγιεινή συνήθεια μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών στη χώρα αυτή και στους Νήσους του Σολομώντα . Είναι ένα ήπιο διεγερτικό που αποτελείται από τρία συστατικά που μασιόνται ταυτόχρονα. Ο καρπός ενός μαλακού καρυδιού και ένα χλωρό κλαδάκι (betel leaf ή fruit leaf ή daka) βουτηγμένο σε λευκή σκόνη από ασβεστόλιθο και τριμμένο κοχύλι. Εκτός από την άμεσα διεγερτική του επίδραση, προκαλείται ακατάσχετη κατακόκκινη σιελόρροια, ενώ κάθε δρόμος, κάθε γωνία, κάθε λακκούβα είναι σημαδεμένη από κόκκινα φτύσματα που εκσφενδονίζονται ανά πάσα στιγμή μέσα από σάπια δόντια και στόματα γεμάτα τον μασημένο πολτό. Η κοινωνική έκταση του θέματος είναι προφανής, όλοι καταναλώνουν ένα ποσό του πενιχρού εισοδήματός τους στους υπαίθριους πάγκους πώλησης που υπάρχουν παντού, ενώ στα αεροπλάνα και τους δημόσιους χώρους εκτός από τη σήμανση απαγόρευσης καπνίσματος υπάρχει και αυτή που αφορά το betelnut. Απ ότι διαπίστωσα, το να μασάει ένας λευκός betelnut, αποτελεί παραδοξότητα και θεωρείται τιμή το να ακολουθεί το έθιμο αυτό.
Τόποι
Ποταμός Sepik.
Στο ταξίδι αυτό θα εξερευνήσουμε τα βάθη του ποταμού Sepik, που σαν φίδι εκτείνεται μέσα στην πυκνή ζούγκλα για πάνω από 1000 χιλιόμετρα. Μετά από ταξίδι 2 ημερών, μια πτήση, ένα οτοστόπ και κάποιες ώρες με το κανό κόντρα στη ροή του ποταμού, θα φτάσουμε στο Ambunti, έναν μικρό παραποτάμιο οικισμό όπου θα παραβρεθούμε σε ετήσιους εορτασμούς προς τιμήν του κροκοδείλου, του τιμώμενου ερπετού που ενδημεί στην περιοχή. Τα μέλη των φυλών, με τις ημίγυμνες ενδυμασίες τους συγκεντρώνονται στη γιορτή, ζωσμένοι με μικρούς ζωντανούς κροκόδειλους ή κάνοντας λιτανείες με μεγαλύτερους και μασώντας το διεγερτικό betelnut* επιδίδονται σε φρενήρεις χορούς. Με λίγη τύχη, επιμονή και την πολύτιμη βοήθεια των ντόπιων, ένα πλοιάριο-κλινική θα γίνει το privé αναπαυτικό κατάλυμά μας…
Trobriand islands
Μικρές κουκίδες χαμένες στη θάλασσα του Σολομώντα, ένα αρχιπέλαγος κοραλλιογενών ατόλων, απαρτίζει τα νησιά Trobriand, γνωστά στους ανθρωπολόγους και ως “νησιά της αγάπης” λόγω της ερωτικής ελευθερίας που αποτελούσε παράδοση στις κοινωνίες αυτές. Κατά τους εορτασμούς της συγκομιδής του Yam, ενός λαχανικού συγγενούς της γλυκοπατάτας και βασικής τροφής στα νησιά, οι συνήθειες αυτές λέγεται πως αναβιώνουν σε κάποιο βαθμό. Εδώ και με την έγκριση του chief του νησιού, θα μας παραχωρηθεί απ’ το σημερινό της κάτοικο η καλύβα του διάσημου ανθωπολόγου του προηγούμενου αιώνα Bronisław Malinowski.
The Highlands
Θα βρεθούμε στα υψίπεδα με το φθινοπωρινό κλίμα και το μόνος σημαντικός δρόμος της χώρας που ενώνει την παραθαλάσσια πόλη Lae με τις, Goroka, Mount Hagen, καταλήγοντας στο Tari. Εδώ θα παρακολουθήσουμε ετήσιες γιορτές με πλήθος φυλών ντυμένων με τις πολεμικές τους φορεσιές, εκδηλώσεις πιο οργανωμένες αλλά συγκλονιστικές, με ελάχιστους ξένους επισκέπτες.
Port Moresby
Η γενικά αδιάφορη πρωτεύουσα με τη φήμη μεγάλης επικινδυνότητας, ήρθε να διαψεύσει και πάλι τις πληροφορίες. Θα γνωρίσουμε τις κακόφημες παραγκουπόλεις που ισορροπούν χτισμένες σε στύλους πάνω απ’ το νερό και αντί για ληστεία, οι άνθρωποι αυτοί θα μας κλέψουν την καρδιά με την ενθουσιώδη υποδοχή τους.
Στη γη των καλόκαρδων “κανίβαλων”…
Αύγουστος 2016
Αθήνα, Ρώμη, Χονγκ Κονγκ, Μανίλα, Πορτ Μόρεσμπυ. Οι τέσσερις πρώτες πτήσεις απ’ τις δεκαέξι συνολικά του ταξιδιού παρ’ ολίγο να ακυρωθούν καθώς ένας τροπικός κυκλώνας στο Χόνγκ Κόνγκ καθήλωσε τις πτήσεις της προηγούμενης ημέρας απειλώντας να τινάξει όλο το πρόγραμμα του ταξιδιού… στον ασιατικό αέρα. Δυο μέρες δρόμος με μια στάση στις Φιλιππίνες, στην καυτή, υγρή και πνιγμένη στο καυσαέριο Μανίλα…
Μετά από 40 και πλέον ώρες φτάνουμε επιτέλους στο Port Moresby, την πρωτεύουσα της μυθικής Παπούα Νέα Γουινέα. Χωρίς καμία οργάνωση ταξιδιού πλην των πτήσεων, θα τολμήσουμε να ανακαλύψουμε λίγα από τα μυστικά της πιο ανεξερεύνητης χώρας του πλανήτη. Με πάνω από χίλιες διαφορετικές φυλές και αντίστοιχες γλώσσες, η ανθρωπολογική πολυμορφία της είναι μοναδική, ενώ μέχρι και λίγα χρόνια πριν, “τρώγονταν μεταξύ τους” επιδιδόμενοι σε κανιβαλιστικές συνήθειες. Περισσότερα για την “τοπική κουζίνα” όμως θα πούμε στη συνέχεια…
Tech Cannibalism. Η φωτό μου που διακρίθηκε από το National Geographic
Δε θα μείνουμε πολύ στο Port Moresby γιατί μας περιμένει άλλη μία τετράωρη πτήση για την πόλη Wewak, στη βόρεια ακτή του νησιού. Μετά από ανώφελες προσπάθειες εύρεσης τίμιας ισοτιμίας Ευρώ και Παουανού Kina στο διεθνές αεροδρόμιο, συνεχίζουμε χωρίς τοπικό χρήμα.
Η θέα μαγευτική, αλλά η μυρωδιά στο αεροπλάνο ανυπόφορη. Σηκώθηκα να αλλάξω θέση πριν σβήσει η ένδειξη για τις ζώνες αδιαφορώντας για την επίπληξη του πληρώματος. Η αλλαγή θέσης δεν είχε αποτέλεσμα. Μύριζε το ίδιο κάθε τμήμα του αεροπλάνου, όλοι οι συνεπιβάτες είχαν την ίδια μυρωδιά! Έχω πάει σε πολλά μέρη που οι συνθήκες και οι συνήθειες των ανθρώπων τους κάνουν να παραμελούν την προσωπική υγιεινή, αλλά τόσο αποπνικτική ατμόσφαιρα μέσα σε αεροπλάνο δε μου είχε ξανατύχει. Σκέφτηκα πως θα συνηθίσω κι εδώ αυτή τη νέα οσφρητική εμπειρία που θα συνοδεύει τελικά όλο το ταξίδι και ίσως στο τέλος μυρίζω κι εγώ ομοίως.
Μετά από μερικές στάσεις σε διάφορα αεροδρόμια, φτάνουμε απόγευμα στον μικρό αεροδιάδρομο του Wewak. Και τώρα τι κάνουμε; Το “ταξιδάκι” δε σταματά εδώ. Πρέπει να βρούμε την ίδια μέρα όχημα μέχρι τον ποταμό Sepik για να κερδίσουμε χρόνο. Φορτωμένοι με τα ασήκωτα σακίδια βγαίνουμε από τα χωράφια του αεροδρομίου και περπατάμε στο δρόμο… χωρίς προορισμό. Τα δημόσια μεταφορικά μέσα που ονομάζονται PMVs (Private Motor Vehicles) και ουσιαστικά είναι φορτηγά, είχαν φύγει απ’ το πρωί κι έτσι έπρεπε να βρούμε ιδιωτικό μέσο μεταφοράς. Μια πρώτη γεύση με τις τιμές της χώρας θα μας γεμίσει απόγνωση. Η ώρα περνάει και ο ήλιος πλησιάζει στη δύση του ενώ τρεις κατάκοποι υπερφορτωμένοι λευκοί περιμένουν στο δρόμο απογοητευμένοι. Οι ντόπιοι είναι περίεργοι με τους λευκούς, ευγενικοί, φιλικοί. Αν πέσει όμως το σκοτάδι τα πράγματα ίσως αγριέψουν, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιγράφουν την επικινδυνότητα της χώρας. Ένα Land Cruiser σταματά για να μας πιάσει κουβέντα ο οδηγός του. Του προτείνουμε να μας μεταφέρει στο Pagwi, μια διαδρομή τεσσάρων ωρών. Η αρχική τιμή είναι λιγότερο απ’ το μισό σε σχέση με αυτές που βρίσκαμε ως τώρα. Την παζαρεύουμε ακόμα χαμηλότερα και ξεκινάμε. Μάθαμε πως το αυτοκίνητο ανήκει σε κάποια κοινωφελή οργάνωση… και μάλλον έτσι εξηγείται η τιμή που καταφέραμε. Πρώτα θα κάνουμε μια στάση με καύσιμα που πωλούνταν από βαρέλι. Παραδόξως, η πληρωμή έγινε με πιστωτική κάρτα και POS σε αυτό το ερημικό σημείο! Τοπίο πυκνής ζούγκλας μας τριγυρίζει καθώς ανεβαίνουμε τα υψίπεδα αποχαιρετώντας το πορφυρό δειλινό στη θάλασσα.
Φτάνουμε βράδυ στο Pagwi. Ο δρόμος τελειώνει στις λιγοστές καλύβες που είναι χτισμένες στις όχθες του ποταμού και ο οδηγός (και το βιβλίο επίσης) λέει ότι υπάρχει μόνο ένα guesthouse στον οικισμό. Και είναι επικίνδυνο να περπατήσουμε ψάχνοντας κάτι άλλο. Το guesthouse μας εισάγει στον παραλογισμό του χειρότερου value for money που έχω συναντήσει. Με τιμή $60, μας προσφέρθηκαν δυο πανβρώμικα δωμάτια με μικρά διαλυμένα κρεβάτια και ελεεινά στρώματα κυρτωμένα από την πολυετή χρήση. Η πανίδα του κρεβατιού ίσως έχει ενδιαφέρον για κάθε εντομολόγο, πιθανόν περιλαμβάνει ψύλλους, τσιμπούρια, κοριούς ή και πιο εξωτικά έντομα… Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίζω να στρώσω sleeping bag. Στο μπάνιο δυο τεράστιες κατσαρίδες μου γνέφουν με τις κεραίες τους. Ευτυχώς ο κήπος προσφέρεται επίσης για τουαλέτα και θα απολαύσουμε και ένα δροσερό, παραδοσιακό μπάνιο… με κουβά στο μπαλκόνι της καλύβας. Για φαγητό δε γίνεται λόγος. Θα αρκεστούμε σε μερικές μπάρες δημητριακών που θα αποτελούν βασική τροφή μας πλέον.
ΠΟΤΑΜΟΣ SEPIK
Ξημέρωμα στον ομιχλώδη ποταμό Sepik που ξεδιπλώνεται μπροστά μας, στριφογυρίζοντας σα φίδι για 1000 χιλιόμετρα στην τροπική ζούγκλα. Ο μεγαλύτερος ποταμός της χώρας φιλοξενεί μια απ’ τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις κροκοδείλων στον κόσμο. Η σημασία του ερπετού στις δοξασίες των φυλών του ποταμού, αποτυπώνεται μεταξύ άλλων στο “κεντημένο” δέρμα πολλών ανδρών με τρόπο που να ομοιάζει με το δέρμα του κροκόδειλου.
Περπατάμε στην πολυσύχναστη όχθη σε αναζήτηση κανό για να ανέβουμε το ποτάμι με τελικό προορισμό το Ambunti, με σκοπό να παρευρεθούμε στο ετήσιο crocodile festival.
Παρά το γεγονός του φεστιβάλ στον άνω Sepik, καμία βάρκα δεν έχει προορισμό το Ambunti και τα καύσιμα για privé μεταφορά κόντρα στο ρεύμα του ποταμού κοσστίζουν ακριβά. Άλλη μια αναμονή αρκετών ωρών μας γεμίζει εικόνες, ανθρώπων φορτωμένων προμήθειες να γεμίζουν τα δεκάδες κανό στο μαγευτικό σκηνικό.
Κάποια στιγμή βρίσκουμε την πολυπόθητη βάρκα μας. Έχουμε ξεμείνει από εμφιαλωμένο νερό και η ζέστη εντείνει τη δίψα. Όπως θα ανακαλύψουμε αργότερα, σε πολλά μέρη της χώρας το μόνο νερό που μπορεί να βρει κανείς είναι της βροχής! Για καλή μας τύχη προς το παρόν, ανακαλύπτουμε ένα μαγαζί βασικών προμηθειών σε ένα νησί του ποταμού.
Η διαδρομή στο ποτάμι μαγευτική. Τα καφετί νερά και οι φοινικιές, οι μικροί παραποτάμιοι οικισμοί που διακόπτουν αραιά το επαναλαμβανόμενο σκηνικό… Αμαζόνιος, Orinoco, Mekong… ή κάποιος άλλος μέγας ποταμός συγχέονται στο μυαλό μου κάνοντάς με να ξεχνώ που βρίσκομαι.
Μετά από περίπου 3 ώρες το Ambunti εμφανίζεται. Μικρές διάσπαρτες καλύβες αποτελούν τον οικισμό, μια εκκλησία με ψηλό λαμαρινένιο καμπαναριό, καταπράσινο χαμηλό γρασίδι και στο βάθος ένας λόφος με πυκνή βλάστηση. Αποβιβαζόμαστε και ψάχνουμε για κατάλυμα. Το μοναδικό guesthouse είναι πλήρως κατειλημμένο από την εταιρία χρυσού και τους φιλοξενούμενούς της. Mια ευγενέστατη παχουλή κυρία μας συστήθηκε ως σύζυγος κάποιου τοπικού κυβερνήτη μασώντας betelnut και φτύνοντας ανέμελα το κόκκινο σάλιο της. Η εταιρία χρυσού της περιοχής είναι χορηγός του φεστιβάλ, προφανώς ως ελάχιστη ανταπόδοση του περιβαλλοντικού αποτυπώματός της.
Ένας από εμάς έμεινε να προσέχει τις αποσκευές και οι δύο βγήκαμε στο χωριό προς αναζήτηση. Οι επιλογές ήταν όλες παρόμοιες. Καλύβες από μπαμπού με σκληρό πάτωμα δίχως στρώμα, δίχως πόρτες, ούτε καν εξωτερικούς τοίχους, ανοιχτές από παντού και μάλιστα σε τσουχτερή τιμή. Ο ιερέας της λαμαρινένιας εκκλησίας μας έδειξε και τα δικά του δωμάτια, ίδιας πολυτέλειας και ακριβότερης τιμής. Απογοήτευση. Παρ’ όλα αυτά η φιλικότητα των ντόπιων άρχισε να γίνεται αισθητή. Όλοι οι περαστικοί, από περιέργεια και ενδιαφέρον προσφέρονταν να μας βοηθήσουν. Μας πρότειναν κάποιες περιπτώσεις που δεν είχαν τελικά αποτέλεσμα, μέχρι που κάποιος μας πρόσφερε το πιο απρόσμενο κατάλυμα ever!
Ένα παροπλισμένο πλοιάριο στις όχθες του ποταμού, κάποτε εκτελούσε χρέη πλωτής κλινικής στα απομακρυσμένα χωριά. Καθώς η έλλειψη χρηματοδότησης για καύσιμα έχει δέσει εδώ και καιρό το σκαρί αυτό, οι τρεις κουκέτες του, το σαλονάκι και τα σπάνια facilities όπως ρεύμα από φωτοβολταϊκό και νερό από τη δεξαμενή του, θα μετέτρεπαν τη διαμονή σε εμπειρία πολλών αστέρων και με χαμηλότατο κόστος. Τα πέντε άστρα του Σταυρού του Νότου λοιπόν και οι γαλαξίες θα φωτίσουν τη βραδιά αυτή. Μετά από τόσες μέρες μετακινήσεων θα απολαύσουμε ένα μπάνιο με κουβά στο deck του πλοίου και φρεσκομαγειρεμένο φαγητό, άσπρο ρύζι και noodles από τα χεράκια της συζύγου του σπιτονοικοκύρη, σερβιρισμένο on board από τα μέλη της οικογένειας σε μια χώρα που δεν υπάρχουν εστιατόρια! Τα αναπαυτικά κρεβάτια με τα καθαρά σεντόνια θα κάνουν τα μάτια να κλείσουν βαριά σε έναν γλυκό ύπνο.
Η δεύτερη μέρα στο Ambunti ξεκινά με breakfast στο δωμάτιο-πλοίο-κλινική, σερβιρισμένο από τον οικοδεσπότη μας. Τσάι που ήπια με λαχτάρα μιας και έχουμε ξεμείνει από πόσιμο νερό και φρυγανιές με φιστικοβούτυρο. Που συμπληρώθηκαν βέβαια με μερικές από τις δεκάδες μπάρες δημητριακών που κουβαλάμε στις αποσκευές μας. Η έλλειψη νερού αρχίζει να γίνεται πρόβλημα. Δεν υπάρχει πουθενά στο Ambunti εμφιαλωμένο. Ίσως μας φέρουν την επόμενη μέρα με τη βάρκα. Προς το παρόν θα πρέπει να πιούμε το βρόχινο αφού το απολυμάνουμε με ταμπλέτες καθαρισμού, με απαίσια γεύση και τόσο τοξικές που δεν ξέρεις τελικά αν είναι πιο επικίνδυνο να τις πάρεις ή όχι.
Σήμερα είναι μέρα προετοιμασίας του Crocodile Festival. Λίγο πριν την περιοχή των εκδηλώσεων, συναντάς μια υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται διάφορα αγαθά σε μικρές ποσότητες. Τα συστατικά του betelnut κυριαρχούν όπως και άλλα ψιλολόγια, φιστίκια σε πεντάδες, ταμπάκο σε μικρά ματσάκια, λαχανικά, κόκκινες γρανίτες σε νάυλον σωληνάρια. Και ένα μαύρο αποξηραμένο κρέας απ’ το εξωπραγματικό πουλί cassowary.
Στο χώρο του φεστιβάλ συναντάμε τις πρώτες ημίγυμνες κυρίες που με χαρά ποζάρουν μαζί μας ευχαριστώντας μας για την προτίμηση.
Όλο και περισσότερες φυλές αρχίζουν να ετοιμάζουν τις φορεσιές για τους ξέφρενους χορούς τους. Φτερά cassowary και άλλων πουλιών, κοχύλια, χορταρένιες φούστες, δόντια κροκοδείλων και αγριόχοιρων, τόξα και ακόντια και βέβαια ολόσωμο make up είναι μόνο λίγα από τα υλικά των παραδοσιακών αυτών στολών. Το εξωφρενικό ντεκόρ κάποιων στολών συμπληρώνουν μικροί ζωντανοί κροκόδειλοι με φιμωμένο στόμα, ζωσμένοι δυο-δυο πάνω σε άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά. Όλοι ανεξαιρέτως πόζαραν με υπερηφάνεια στο φακό, κάτι που έκανε δύσκολη την απαθανάτιση αυθόρμητων στιγμών. Και όλοι αυτοί με το άγριο παρουσιαστικό και την πρωτόγονη περιβολή, σε κάθε κλικ της φωτογραφικής μου μου απαντούσαν ευγενικά σε άπταιστα αγγλικά: Thank you sir. Η παρουσία λευκών στο Crocodile festival είναι μηδαμινή προς το παρόν.
Εγώ θα αφεθώ εκεί, θα αφομοιωθώ μέσα στην εκστατική μέθη του χορού των φυλών. Θέλω να βαφτώ, να ντυθώ τις φορεσιές με τους ζωντανούς κροκόδειλους και να εξαφανιστώ μαζί με τους αυτόχθονες. Κι αυτοί παραξενεμένοι βλέπουν για πρώτη φορά κάποιον λευκό να μασάει betelnut και να φτύνει το κατακόκκινο σάλιο όπως κάνουν και οι ίδιοι μέσα από τα σάπια δόντια τους…
Tο betelnut… αυτή η αποκρουστική και ανθυγιεινή συνήθεια μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών. Τρία συστατικά που μασιόνται ταυτόχρονα. Ο καρπός ενός μαλακού καρυδιού και ένα χλωρό κλαδάκι βουτηγμένο σε λευκή σκόνη από limestone και τριμμένο κοχύλι. Εκτός από την άμεσα διεγερτική του επίδραση, προκαλείται ακατάσχετη κατακόκκινη σιελόρροια βάφοντας το στόμα αλλά και το έδαφος τριγύρω από τα κόκκινα φτύσματα που εκσφενδονίζονται ανά πάσα στιγμή μέσα από τα μπουκωμένα με τον αηδιαστικό πολτό στόματα. Βλέπω ένα παιδάκι περίπου 9 χρονών με κατακόκκινο στόμα. Τον ρωτώ: Γιατί το μασάς αυτό εσύ μικρό παιδί; Δεν είναι καλό για την υγεία σου! _It’s our customs sir. Μου απαντά αφήνοντάς με άφωνο… Απ ότι διαπίστωσα πάντως, το να μασάει ένας λευκός betelnut, αποτελεί γι αυτούς παραδοξότητα και για πολλούς, μεγάλη τιμή.
Εδώ βρίσκομαι στο στοιχείο μου. Έχω εθιστεί μάλλον στην παρακμή των τροπικών, στον κολλώδη ιδρώτα, τα μολυσμένα με μαλάρια κουνούπια, τις άθλιες συνθήκες. Μου λείπει το κρεβάτι μου, τα καθαρά μου ρούχα. Αλλά δε θέλω να γυρίσω. Ίσως μου σάλεψε το μυαλό, όπως του Marlon Brando στο Apocalypse Now. Είμαι εδώ, χαμένος στον άγνωστο τόπο που με ρουφά, με κάνει να θέλω να μείνω για πάντα στην τροπική υγρασία.
Ίσως συνήθισα και τη βαριά, αβάσταχτη οσμή των ανθρώπων εδώ, μπορεί να μυρίζω το ίδιο κι εγώ παρ’ ότι επιμελώ τη δυτική υγιεινή μου. Μπάνιο με κουβά πάνω στο παροπλισμένο πλεούμενο, λευκό γυμνό δέρμα σε κοινή θέα, δεκάδες μάτια και πνιχτά γέλια από τις βάρκες που περνούν στο ποτάμι.
Την προηγούμενη νύχτα, πάνω απ’ τον ποταμό κυριαρχούσε ο γαλαξίας και ο Σταυρός του νότου. Τη βραδιά αυτή μια τροπική καταιγίδα, ένας μίνι τυφώνας έριξε βαριά βροχή. Ο ποταμός έλαμπε, ο ουρανός άστραφτε πίσω από τις φοινικιές και εκρηκτικές βροντές μας ξύπνησαν τρομαγμένους μέσα στο πλοιάριο, στη μέση της νύχτας.
Ο ήλιος δεν έλαμπε το πρωί στο ομιχλώδες τοπίο του Sepik. Η βροχή συνεχιζόταν σποραδικά. Εκδηλώσαμε ανησυχία για τη σημερινή διεξαγωγή του φεστιβάλ. Τουλάχιστον όμως το ζήσαμε χθες. Παρατηρούμε ένα μικρό κρουαζιερόπλοιο που εμφανίστηκε στο ποτάμι γεμάτο λευκούς μεσήλικες που ήρθαν να ζήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι της εμπειρίας, αλλά σε συνθήκες αποστειρωμένες που δε ζηλεύω. Εμείς πάλι θα γεμίσουμε τα μπουκάλια με το νερό που κυλά στη βρόμικη υδρορροή της στέγης του πλεούμενου και θα κάνουμε μια βουτιά στα ορμητικά λόγω καταιγίδας νερά του ποταμού. Όσο περνούσε η ώρα και κόπαζε η βροχή, εμφανιζόντουσαν τα κανό με τα πληρώματα. Σήμερα οι αποσκευές ήταν βαρύτερες. Τεράστιοι δεμένοι κροκόδειλοι μεταφέρονταν για να συμμετέχουν στην τελετή. Στην εκδήλωση, το οπτικό πεδίο “μολύνονταν” σε μικρό βαθμό από το παράταιρο θέαμα τυπικών ευτραφών τουριστών που προσπαθούσαν να εισπράξουν το φωτογραφικό τους μερίδιο, κάποιες φορές εκμεταλλευόμενοι τη δική μας αλληλεπίδραση με τους αξιαγάπητους συμμετέχοντες που με μεγάλη χαρά πόζαραν μπροστά στο φακό ή σου ζητούσαν να τους απαθανατίσεις θεωρώντας το τιμή. Παρά τη μικρή αυτή οπτική παρέμβαση, το crocodile festival παραμένει αυθεντικό, μη τουριστικό, μια μοναδική εμπειρία ζωής…
Η στυφή γεύση του betelnut και η ακόλουθη απώλεια σάλιου σε συνδυασμό με την αφόρητη υγρασία και ζέστη έκαναν επιτακτική την αναζήτηση κρύας μπίρας. Αν και είναι πιο εμπορεύσιμη από το νερό, στο φεστιβάλ δεν πωλείται γιατί με το αλκοόλ η κατάσταση εύκολα ξεφεύγει στη χώρα αυτή. Αντ’ αυτού μερικοί πιτσιρικάδες προσφέρθηκαν να μας πάνε κάπου που πουλάνε μπίρες. Η εξυπηρετικότητα των ντόπιων δεν αποσκοπεί σε κανένα αντάλλαγμα. Για κάποιο λόγο τους ευχαριστεί η συναναστροφή με τους ξένους και τα χιλιόμετρα πορείας μέσα στη ζέστη που καταβάλλουν εμάς, αυτούς δεν τους πτοούν. Ο κόπος μάταιος καθώς βρέθηκαν μόνο ζεστές μπίρες. Για δείπνο είχαμε ζητήσει κρέας. Μια κότα ή ένα μικρό γουρούνι, κανένα ψάρι ή και κροκόδειλο. Στο crocodile festival όμως δε σφάζεται το τιμώμενο ζώο, το χοιρινό προορίζεται για ειδικές περιστάσεις και η επόμενη λύση, η κότα, ήρθε ζωντανή! Κάτι δεν κατάλαβαν; Μάλλον ήθελαν έγκριση πριν τη μαγειρέψουν. Η μαγειρική της κυρίας του σπιτονοικοκύρη ήταν ανέλπιστα αξιόλογη, κάτι που δεν θα το συναντήσουμε εύκολα στην υπόλοιπη χώρα.
Η μέρα της αναχώρησης έφτασε. Η εμπειρία του Sepik ήταν τόσο δυνατή που ακόμα κι αν τέλειωνε εδώ το ταξίδι, θα ένιωθα γεμάτος. Αναπολώντας, θα ήθελα να μείνω περισσότερο εδώ, να ακολουθήσω τον ποταμό και να γνωρίσω τα απομακρυσμένα του χωριά. Σε μια χώρα όμως χωρίς οδικό δίκτυο, ο επισκέπτης είναι δεσμευμένος από ακριβές πτήσεις σε συγκεκριμένες ημερομηνίες.
Βρισκόμαστε και πάλι σε αναζήτηση μέσων μεταφοράς για την επιστροφή… Οι δημόσιες σχέσεις μας και η καλοσύνη ενός νεαρού Αυστραλού της εταιρίας χρυσού, μας εξασφάλισε δωρεάν μεταφορά με βάρκα μέχρι το Pagwi και στη συνέχεια με αυτοκίνητο μέχρι το Wewak και μάλιστα με πολλά καφάσια μπίρες που μοιραζόμαστε στη διαδρομή.
Έχουμε μια μικρή ανάπαυλα στον πολιτισμό της πόλης του Wewak, άλλα με συνθήκες όχι αισθητά ευκολότερες. Το guesthouse είναι μέτριο αλλά το φαγητό ικανοποιητικό. Μπροστά του εκτείνεται μια απέραντη παραλία και τα ζεστά, ήρεμα νερά της θάλασσας Bismarck θα προσφέρουν ένα απολαυστικό κολύμπι στα χρώματα του δειλινού.
Πρωινή περιπλάνηση στο Wewak. Ευτυχώς οι τράπεζες εδώ έχουν πολύ καλή ισοτιμία μιας και το λιγοστό συνάλλαγμα που είχαμε τελείωσε. Παρά τις πρώτες αναστολές σχετικά με την επικινδυνότητα των πόλεων της χώρας, συναντήσαμε κι εδώ ευγενέστατους ανθρώπους. Παραλιακές βόλτες με φόντο τα φορτηγά πλοία, πολύχρωμη τοπική αγορά και super market με κάποια βασικά προϊόντα αλλά και μικρές κατσαρίδες να τρέχουν στα ράφια (έχω μια απέχθεια στο έντομο αυτό).
Πετάμε για Port Moresby και το αεροπλάνο κυριευόταν πάλι από λιποθυμική ατμόσφαιρα. Θα χρειαστώ καιρό ακόμα για να συνηθίσω.
Τα ξενοδοχεία παρέχουν δωρεάν μεταφορά απ το αεροδρόμιο. Κατά τ’ άλλα όμως οι παροχές δεν είναι αντάξιες της τιμής τους. Στριμωχτήκαμε πάλι τρία άτομα σε ένα δίκλινο με κοινό μπάνιο. Μια ακόμα νύχτα κακού ύπνου. Από αύριο μας περιμένουν τα νησιά…
Ποταμός Sepik – οι εικόνες
TROBRIAND ISLANDS
Μικρές κουκκίδες χαμένες στη θάλασσα του Σολομώντα, ένα απομονωμένο αρχιπέλαγος κοραλλιογενών ατόλων απαρτίζει τα νησιά Trobriand, γνωστά στους ανθρωπολόγους και ως “νησιά της αγάπης” λόγω της ερωτικής ελευθερίας που αποτελούσε παράδοση στις κοινωνίες αυτές. Κατά τους εορτασμούς του “milamala”, πανηγυρίζοντας τη συγκομιδή της ζωτικής για το νησί τροφής που λέγεται Yam -ένα λαχανικό συγγενές της γλυκοπατάτας- οι συνήθειες αυτές λέγεται πως αναβιώνουν σε κάποιο βαθμό. Μη φανταστεί κανείς ένα σεξουαλικό παράδεισο και μη σπεύσετε να βρείτε εισιτήριο. Το μικρό αεροπλάνο προσεγγίζει το νησί Kiriwina αποκαλύπτοντας φανταχτερά τιρκουάζ νερά στα αβαθή νότια του νησιού. Μικροί και μεγάλοι, γαντζωμένοι στο συρματόπλεγμα θαυμάζουν το θέαμα του αεροπλάνου. Ο πιλότος κατεβαίνει για να παραλάβει μια αρμαθιά καβούρια από κάποιον ψαρά κι εμείς επιβιβαζόμαστε σε ένα φορτηγό θέλοντας να δoκιμάσουμε την τύχη μας σε ένα απομακρυσμένο χωριό του νησιού.
Το βιβλίο έγραφε ότι ο μεγάλος αρχηγός όλου του νησιού ζει εκεί και τον συναντά κανείς να κάθεται συνήθως σε μια καρέκλα κάτω απ’ το σπίτι του.
Αυτό ήταν και το πιο ακριβές που αναφέρει για τη χώρα το βιβλίο, μιας και πράγματι βρήκαμε τον paramount chief, τον υπέρτατο αρχηγό του νησιού αραχτό στην πλαστική καρέκλα κάτω από το μoναδικό χτιστό σπίτι της περιοχής. Ο απαθής γηραιός chief δε μιλούσε αγγλικά και με τη διερμηνεία ενός υπαρχηγού εξηγήσαμε ότι επιθυμούμε να φιλοξενηθούμε στο χωριό. Ο αρχηγός δέχτηκε και αφού συμφωνήσαμε την τιμή μας προσέφεραν μια καλύβα. Τα χρήματα δεν ήταν λίγα για καλύβα αλλά δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε οικία. Έξω απ’ την είσοδο δεσπόζει μια μπρούτζινη πλακέτα που ενημερώνει ότι εδώ κατοίκησε ο διάσημος ανθρωπολόγος του προηγούμενου αιώνα Bronisław Malinowski. Εντάξει προφανώς έχει ανοικοδομηθεί από τότε, πάντως εμείς ξεσπιτώσαμε το σημερινό ιδιοκτήτη αλλά και το πνεύμα του κ. Malinowski. Ως γνήσιοι δυτικοί καλοπερασάκηδες αρχίσαμε να μεριμνούμε για το βραδινό μας δείπνο παραγγέλνοντας ψάρια, πόσιμο νερό αλλά και άλλα facilities όπως γεννήτρια ρεύματος. Αυτό άρχισε να αυξάνει το κόστος, σε βαθμό που νιώσαμε πως μας κλέβουν λιγάκι.
Μερικοί νεαροί προσφέρθηκαν να μας συνοδεύσουν μέχρι την κοντινότερη παραλία, περίπου 4-5 χιλιόμετρα μακριά. Φτάνοντας συναντήσαμε λιγοστούς χωρικούς, παιδάκια και μια καλοσυνάτη γυναίκα με το μωρό της που μας ζήτησε τσιγάρο και πιάσαμε κουβέντα. Πάρ’ ότι κάποτε είχε φύγει απ’ το νησί για να σπουδάσει, επέλεξε να επιστρέψει εκεί ζώντας στους χαλαρούς νησιωτικούς ρυθμούς. Η θάλασσα στην παραλία αυτή ήταν άγρια παρά το κοραλλιογενές φράγμα που μετρίαζε τη μανία του ωκεανού. Ρηχά νερά και κοφτερά κοράλλια έκαναν το κολύμπι ελάχιστα απολαυστικό. Και κάποια στιγμή ανακαλύπτουμε πως το νερό είναι γεμάτο από παράξενες μικρές μέδουσες με δηλητηριώδη μπλε πλοκάμια! Ένα δελφίνι έκανε άλματα έξω από το φράγμα…
Πίσω στο χωριό το δείπνο ήταν απογοητευτικό. Μόνο Yam, γλυκοπατάτες και tapioca. Με τη δεύτερη μπουκιά, το πλεονάζον άμυλο γίνεται κόλλα στο διψασμένο στόμα. Ψάρια δε βρέθηκαν. Ούτε εμφιαλωμένο νερό αν και ευτυχώς υπάρχει τσάι. Και βέβαια ρεύμα που με την ευγενική μας χορηγία απολαμβάνει όλο το χωριό που έχει μαζευτεί κάτω απ τη λάμπα παρατηρώντας τους παράξενους λευκούς να τρώνε. Παίρνω το θάρρος τελευταίος να βάλω το φορτιστή της φωτογραφικής στο επισφαλές φορτίο της γεννήτριας. Η γεννήτρια ακούγεται να βραχυκυκλώνει επιβεβαιώνοντας το φόβο μου. Ο φορτιστής μυρίζει κάρβουνο κι εγώ χτυπάω το κεφάλι μου στο μπαμπουδένιο τοίχο. Παρ’ ότι έχω προνοήσει να πάρω και δεύτερη κάμερα, νιώθω πως οι φωτογραφικές μου προσδοκίες ματαιώνονται. Όμως δεν παραιτούμαι. Στα απομονωμένα Trobriands, στο ξεχασμένο χωριό Omarakana, έχω internet, έστω και αργό. Η προνοητικότητα του να πάρω τοπική κάρτα sim με data plan μου έδωσε ελπίδες. Προσπαθώ να βρω κάποιον στην Ελλάδα που να μπορέσει να μου στείλει φορτιστή με courier στην πρωτεύουσα όπου θα βρίσκομαι σε τέσσερις μέρες. Στέλνω mail σε μερικά καταστήματα ηλεκτρικών στο Port Moresby. Τελικά όμως δεν ήταν δυνατό να έρθει έγκαιρα από Ελλάδα και κανένα κατάστημα στην PNG δε διαθέτει φορτιστές Canon. Μια ευγενέστατη εκπρόσωπος ενός καταστήματος με πληροφόρησε για κάποιο forum εκπατρισμένων που ασχολούνται με τη φωτογραφία. Την παρακάλεσα να ρωτήσει εκ μέρους μου μιας και η σύνδεσή μου σερνόταν. Και ως εκ θαύματος, την επόμενη κιόλας μέρα βρέθηκε κάποιος που προσφέρθηκε να μου δανείσει για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού! Δυσκολεύομαι ακόμα να το πιστέψω και αμφιβάλλω αν θα συνέβαινε αυτό στην Ευρώπη ή κάπου αλλού!
Ο πρωινός ήλιος ανατέλλει μαζί με την ανανεωμένη μου διάθεση. Κινήσαμε για την παραλία Kaibola, την καλύτερη του νησιού όπως λένε. Περίπου 7-8 χιλιόμετρα περπάτημα μέσα από μικρά χωριουδάκια, με κυρίαρχο το ξύλινο και περίτεχνα διακοσμημένο “σπίτι του Yam” να υψώνεται ψηλότερο από κάθε άλλο κτίσμα . Τα Trobs σπάνια τα επισκέπτονται τουρίστες και δεν υπάρχει μεγαλύτερη διασκέδαση για τα αμέτρητα παιδάκια από την εμφάνιση λευκών στο χωριό. Όμως μια κρουαζιέρα απ’ την Αυστραλία που εμφανίζεται μια φορά το μήνα, απειλεί την αυθεντικότητα τουλάχιστον του νησιού Kiriwina.
Φτάνοντας διαπιστώνω πως πρόκειται πράγματι για μια μαγευτική παραλία με αρκετά ζωντανό βυθό παρά τις επιπτώσεις της υπεραλιείας. Και παρ’ ότι οι εορτασμοί του milamala τελείωσαν λίγες μέρες πριν, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε μερικούς από τους νησιώτες με τις παραδοσιακές τους φορεσιές για να τους φωτογραφίσουμε δίνοντας από καρδιάς ένα φιλοδώρημα. Λίγο παραπέρα κάποιοι ψαράδες περιέφεραν ένα τεράστιο καλαμάρι το οποίο σπεύσαμε να το κατοχυρώσουμε λύνοντας το διατροφικό θέμα της ημέρας, με πεντανόστιμο barbeque σε κοραλλένια θράκα συνοδεία ινδικής καρύδας. Στην επιστροφή ένας χωρικός μας ζητούσε θυμωμένος χρήματα για μια καρύδα που μας είχε προσφέρει το πρωί. Μιας και κρατούσαν όλοι κοφτερές ματσέτες, δεν επεκταθήκαμε σε πολλή διαπραγμάτευση και εκείνος αρκέστηκε σε 1 kina.
Τα καλομαθημένα μας κόκκαλα πονούν από το σκληρό πάτωμα της καλύβας, η τουαλέτα στο δάσος και το μπάνιο με τον κουβά άρχισαν να μας πτοούν. Έτσι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στον κύριο οικισμό του νησιού, τη Losuia, που διαθέτει guesthouse. Ξανά κι εδώ οικονομική διαπραγμάτευση για ένα άνετο δωματιάκι με 2 κρεβάτια και ένα στρώμα στο πάτωμα. Μεγάλη αναβάθμιση παρά την κατσαρίδα που κυνηγούσα ένα βράδυ. Και εστιατόριο! Με κρύες μπίρες αλλά όχι πολύ πλούσιο μενού. Τα γνωστά πλέον, Yam, γλυκοπατάτα, tapioca αλλά και κέτσαπ για να λιπαίνεται ο οισοφάγος και να μην πάμε από πνιγμό στη στεριά. Θα είναι άδικο να παραλείψω ότι περιλάμβανε και ψάρι αλλά μικρό και καχεκτικό. Μας πληροφόρησαν πως το μενού διέθετε και χελώνα που αρνηθήκαμε κατηγορηματικά ανακαλώντας την εικόνα των δύσμοιρων ζώων να σπαρταράνε στα χώματα της υπαίθριας αγοράς της Losuia. Μιας και είναι αποτυχία όμως να μη φάμε ψάρι της προκοπής στον Ειρηνικό ωκεανό, τις επόμενες μέρες θα βρούμε μόνοι μας μεγάλα ψάρια των 5-6 κιλών και θα ζητήσουμε να μας τα ψήσουν, όχι πάντα επιτυχημένα. Περπατήσαμε πολύ, χωρίς να βρούμε κολυμπήσιμη παραλία, αλλά με αξέχαστες παιδικές φατσούλες να μας ακολουθούν τσιρίζοντας ενθουσιασμένα. Μιας κι έχω εύκολο όνομα, δεν πέρασε καιρός μέχρι τη στιγμή που άκουγα να με φωνάζουν σε κάθε χωριό που περνούσα. Παιδάκια ξέφρενα μας ακολουθούν φωνάζοντας dim-dim, όπως συνηθίσουν να ονομάζουν τους λευκούς, ενώ τα μωρά που δεν είχαν ξαναδεί ασπρουλιάρηδες έβαζαν τα κλάματα κάθε φορά που τα πλησιάζαμε.
Την πιο αξέχαστη εμπειρία μας επιφύλασσε η επίσκεψη στο νησί Kaileuna. Κινήσαμε νωρίς το πρωί με τα πόδια για τη Losuia, όμως ο καιρός ήταν μουντός, συννεφιασμένος. Φτάνοντας στο λιμάνι και μέχρι να βρούμε βάρκα σε καλή τιμή και να αγοράσουμε τα καύσιμα, ξέσπασε πυκνή καταιγίδα. Παρέα με τους locals κάτω απ’ το υπόστεγο του μοναδικού μαγαζιού προμηθειών στο νησί, περιμένουμε απογοητευμένοι να αδειάσουν οι ουρανοί.
Τα καύσιμα είχαν ήδη αγοραστεί κι έτσι ξεκινήσαμε με τη βάρκα εν μέσω καταιγίδας…
Βρεγμένος ως το κόκαλο, καλυμμένος με ένα μουσαμά για να κόβει τον κρύο αέρα, αναπολώ την όμορφη χώρα μου και τις αμέτρητες παραλίες της. Αναρωτιέμαι ποια λόξα με ωθεί στις εσχατιές της γης, στις κακουχίες, τις σωματικές και πνευματικές δοκιμασίες… Και τότε κάποιος εκεί ψηλά μοιάζει να με ακούει. Μια λαμπερή λιακάδα εμφανίζεται πανηγυρικά πάνω από τα τιρκουάζ νερά και τον ακόμα πιο πολύχρωμο βυθό.
Ψαράδες με κανό ρίχνουν τα δίχτυα τους δίπλα σε δελφίνια που ανταγωνίζονται την ψαριά. Ο βαρκάρης ρίχνει δυο πετονιές και βγάζει αμέσως δύο μεγάλους τόνους. Η υποδοχή στο χωριό του νησιού ήταν για άλλη μια φορά υπερενθουσιώσδης. Είχαν χρόνια να δουν λευκό και μάλιστα να καταβροχθίζει με τα χέρια το σκούρο κρέας του τόνου (με συνοδεία καρύδας πάντα). Μια γυναίκα μουγγή με ένα μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να μου πει να αγοράσω ένα κολιέ από κοχύλια. Δίνοντας της λίγα χρήματα χωρίς να δεχτώ το κολιέ, είδα στο πρόσωπο της γυναίκας τόσα ανάμεικτα συναισθήματα απορίας και χαράς, ενώ η αδυναμία λόγου έκανε τόσο έντονη την έκφρασή της που έχει χαραχτεί παντοτινά στη μνήμη μου.
Ο βαρκάρης είπε πως ξέρει ένα σημείο που δεν έχει πάει ποτέ λευκός, όπου κρύβει σε μικρό βάθος ένα άθικτο ιαπωνικό αεροπλάνο, μάλλον βομβαρδιστικό. Και λίγο πιο πέρα ένα ναυάγιο πλοίου ενώ σε κάποιο άλλο σημείο συναντά κανείς καρχαρίες και σαλάχια manta. Ήταν αδύνατο να τα προλάβουμε και δεν είχαμε αρκετά καύσιμα. Κάθε μέρος μου κρατάει μυστικά για να ανακαλύψω, αν έρθω ποτέ ξανά…
Trobriand islands – οι εικόνες
THE HIGHLANDS
GOROKA
Μια μέρα στάσης στο Port Moresby όπου δανείζομαι τον πολυπόθητο φορτιστή της φωτογραφικής και κάνουμε βόλτα στο mall της πόλης. Πετάμε πάλι για το βορρά και την πόλη Goroka. Παρ’ όλο που έχουμε αφήσει ένα μέρος του περιεχομένου των αποσκευών στο ξενοδοχείο της πρωτεύουσας και παρά το ευχάριστα δροσερό κλίμα των υψιπέδων, το βάρος των σακιδίων στην πλάτη ψάχνοντας για κατάλυμα είναι δυσβάσταχτο. Όλες οι πληροφορίες συστήνουν ως αξιοπρεπέστερο και σε καλή τιμή το Lutheran guesthouse της ομώνυμης ιεραποστολής. Πράγματι πρόκειται για ένα πεντακάθαρο διώροφο πανδοχείο με ξύλινα πατώματα και άνετους χώρους. Η τιμή δεν είναι πολύ διαπραγματεύσιμη αλλά δεν έχουμε άλλη λύση. Για δείπνο απολαμβάνουμε πίτσα σε ξυλόφουρνο στο ένα και μοναδικό πολυτελές ξενοδοχείο της πόλης, μιας και η μόνη άλλη εναλλακτική ήταν ένα κινέζικο εστιατόριο με άπειρες μικρές κατσαρίδες να τρέχουν σε κάθε του τραπέζι.
Η Goroka είναι απ’ ότι λέγεται -και διαπίστωσα και ο ίδιος- η πιο όμορφη πόλη των υψιπέδων. Μη φανταστεί κανείς κάτι το ειδυλλιακό, παρά μόνο να σκεφτεί το πώς είναι οι άλλες πόλεις. Το μέρος αναλώνεται γρήγορα και μετά από επανειλημμένες βόλτες στην τοπική αγορά δεν έχεις να κάνεις πολλά. Υπάρχει βέβαια κοντά και το περίφημο χωριό των mudmen. Οι καλυμμένοι με λάσπη πολεμιστές που φορούν την ογκώδη πήλινη κεφαλή είναι η σημαντικότερη φυλή-attraction τη περιοχής, εκτός φυσικά από το μεγάλο Goroka festival που πραγματοποιείται κάθε Σεπτέμβριο. Όταν λοιπόν δεν είναι εποχή του φεστιβάλ, κάθε φέρελπις τουρίστας που επέλεξε να δει τη χώρα με “οργανωμένα” και πανάκριβα τουριστικά γραφεία θα πάει κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης να παρακολουθήσει ένα “στημένο” πρόγραμμα. Εξίσου “στημένη” θα είναι και η δική μας εμπειρία , παρ’ ότι πάμε απροειδοποίητα και σκαρφιζόμαστε διάφορα για να τους πείσουμε να μας επιδείξουν τις παραδόσεις τους και μάλιστα χωρίς τουριστική αμοιβή. Το μασκαραλίκι είναι πολύ ενδιαφέρον πάντως και παρά το σκληρό μεσημεριανό φως έβγαλα κάποιες έστω μέτριες φωτογραφίες. Μέσα στο τελετουργικό περιλαμβάνεται και το ανάμα φωτιάς, τρίβοντας χορταρένιο σχοινί πάνω σε ξύλο. Το σχοινί όμως σπάει συνεχώς, γι΄αυτό και προτείνω στο φύλαρχο να το ανάψει με αναπτήρα για να μην παιδεύεται.
Η ελπίδα να πάρουμε τα βουνά και να ανακαλύψουμε απομονωμένες φυλές εξανεμίζεται. Απ’ ότι φαίνεται η μόνη εξόρμηση είναι το βουνό Wilhelm, το ψηλότερο της Papua στα 4500μ. Όμως εμείς δεν ήρθαμε για τα βουνά σε μια χώρα τόσο υποσχόμενη για το ανθρωπολογικό της περιεχόμενο. Το επικείμενο φεστιβάλ στο Mount Hagen μάλλον θα μονοπωλήσει οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον. Ψάχνουμε μάταια να βρούμε αμάξι 4Χ4 για να εξερευνήσουμε την περιοχή γύρω απ’ το Μt. Hagen και μέχρι το Tari απ’ όπου θα πετούσαμε πίσω στην πρωτεύουσα. Μεταξύ άλλων όμως στο Tari έχουν εμφύλιο. Το ενδιαφέρον της περιοχής αποτελεί η περίφημη φυλή των Huli που τις προσεχείς μέρες θα συμμετέχει στο φεστιβάλ του Hagen όπου θα παρευρεθούμε κι εμείς. Η γη αυτή όμως είναι πλούσια σε φυσικά κοιτάσματα LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) και οι διαμάχες των συμφερόντων έχει δημιουργήσει εμπόλεμο κλίμα. Δε μας πτοεί αυτό τόσο, όσο το ότι το μάλλον δεν υπάρχει κατάλυμα σε λογική τιμή εκεί και βέβαια το γεγονός του ότι οι φυλές θα είναι στο Mount Hagen!
Για πρώτη φορά σε ταξίδι νιώθω πως έχω χαμένες, βαρετές μέρες στα αδιάφορα highlands, εγκλωβισμένος από την ημερομηνία του Hagen festival. Ελπίζω να αξίζει και να μην είναι μια τουριστική διοργάνωση. Έτσι αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε άλλο για το Tari. Αλλαγή προγράμματος, τα νησιά μας καλούν και πάλι. Ίσως πέντε μέρες στα πολλά υποσχόμενα νησιά New Britain και New Ιreland? Το τελευταίο ειδικά, είναι όνειρό μου από παλιά. Μας κερδίζει όμως η επιλογή μας άλλης μυθικής νησιωτικής χώρας, τα Nησιά του Σολομώντα. Με κάποιες δυσκολίες συννενόησης, τηλεφωνήματα και emails, με καλεί ο ίδος ο CEO της αεροπορικής και καταφέρνουμε να αλλάξουμε ημερομηνία και τόπο αναχώρησης της τελευταίας εγχώριας πτήσης, επιστρέφοντας από το Mount Hagen αντί για το Tari.
MOUNT HAGEN
Μπαίνουμε σε τοπικό λεωφορείο για την πεντάωρη διαδρομή στα βουνά και όπως συνηθίζουμε σε τέτοιες χώρες, αγοράζουμε επιπλέον θέσεις καθισμάτων για τις αποσκευές και τη σχετική άνεσή μας στο ασφυκτικά γεμάτο όχημα.
Ο ηλιόλουστος καιρός της Goroka που θύμιζε άνοιξη, δίνει τη θέση του στο συννεφιασμένο και βροχερό καιρό που μοιάζει να επικρατεί μόνιμα στο Mount Hagen.
Η ίδια η πόλη κερδίζει άνετα τα βραβεία ασχήμιας για τα οποία φημίζεται και μένει να διαπιστώσουμε αν είναι τόσο επικίνδυνη όσο λέγεται. Ρωτώντας πας στην… άσχημη πόλη και εμείς σε κάποια άθλια δωμάτια που μας σύστησαν οι συνεπιβάτες. Ένα θλιβερό, βρωμικό κατάλυμα με κοινό μπάνιο που όμως δεν είχε νερό! Το ξενοδοχείο ήταν εμφανέστατα προορισμός για τα εργαζόμενα κορίτσια της νύχτας, σε κοντινή απόσταση από μια σκοτεινή γωνιά που αποτελούσε night bar. Για καλή μας τύχη, σε μικρή απόσταση θα βρούμε άλλο ένα προσεγμένο guesthouse ιεραποστολής, με φιλικότατο οικοδεσπότη και θα μετακομίσουμε τάχιστα. Τριγυρίζοντας στην πόλη και ψάχνοντας κάτι για φαγητό δε νιώθουμε καμία ανασφάλεια. Είμαστε βέβαια οι μόνοι λευκοί που κυκλοφορούμε και απολαμβάνουμε την περιέργεια όλων. Το μόνο φαγητό που βρίσκουμε είναι κάτι απαίσια παϊδάκια αρνιού που για κάποιο ανεξήγητο λόγο αποτελούνταν μόνο από αηδιαστικό λίπος. Σερβιρισμένο σε πλαστική σακούλα με παγωμένες τηγανίτες πατάτες και σε τιμή κανονικού γεύματος, προσπαθώ να καταπιώ το απεχθέστερο γεύμα ever τριγυρνώντας στους σκονισμένους δρόμους .
Την επόμενη μέρα ο σπιτονοικοκύρης θα μας πάει με το αμάξι σε κάποιο χωριό της περιοχής όπου οι κάτοικοι ζουν σε φτωχικές συνθήκες με κύρια εργασία την παραγωγή του καφέ, ενός απ’ τους καλύτερους στον κόσμο. Θα επισκεφτούμε το σχολείο και την κλινική. Θα κατεβούμε απόκρημνα μονοπάτια μέσα σε οργιώδη βλάστηση φτάνοντας σε έναν όμορφο καταρράκτη ακολουθούμενοι από όλο το χωριό. Επιστρέφοντας, μια γυναίκα ανεβαίνει τρέχοντας την απότομη πλαγιά μιας φυτείας ανανά και θα μου προσφέρει τον μεγαλύτερο καρπό της συγκομιδής της. Η χαρά της είναι ανείπωτη όταν θα της προσφέρω κι εγώ 2 Kina τα οποία θα επιδεικνύει με περηφάνια σε όλους.
Προσμένοντας την αυριανή μέρα του φεστιβάλ ανακαλύπτουμε ένα εξαιρετικό Ινδικό εστιατόριο στην πόλη που σύντομα θα γεμίσει από γκρουπ λευκών. Οι επιφυλάξεις μας περί κινδύνου θα καμφθούν όταν πια έχει πέσει το σκοτάδι και πεζοί θα πάρουμε το δρόμο για το δωμάτιο στην επικίνδυνη αυτή πόλη. Κάτι που δεν το συνιστώ μιας και το αλκοόλ σε συνδυασμό με τις περιθωριακές φιγούρες της νύχτας μπορεί εύκολα να θέσουν την κατάσταση εκτός ελέγχου.
Η μεγάλη μέρα έφτασε και οι πρώτες εικόνες δείχνουν να μας αποζημιώνουν. Άνδρες και γυναίκες από όλες τις φυλές της ηπειρωτικής χώρας βάφουν τα πρόσωπά τους, αλείφουν το σώμα τους με μαγειρικό λάδι και προσθέτουν τα φτερά και τις λεπτομέρειες των εντυπωσιακών στολών τους. Μια ομάδα ημίγυμνων γυναικών θα με δεχτεί πρόσχαρα στο χώρο τους, θα με βάψουν με τα χρώματα της φυλής Chimbu και θα μασήσουμε παρέα Betelnut που κέρασα. Βιώνοντας το εκστατικό ντελίριο των τραγουδιών και των ξέφρενων χορών θα αναμειχτώ με τα πολύχρωμα γκρουπ στον παραληρηματικό χορό τους.
Κάποια στιγμή οι φυλές κατευθύνονται στην αρένα του φεστιβάλ, μέσα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου με πολλαπλά σημεία ελέγχου στις διαδοχικές εισόδους. Το υπέρογκο αντίτιμο της εισόδου είναι €100! Φυσικά το ποσό είναι off budget και δεν υπάρχει περίπτωση να το πληρώσω, όταν μάλιστα είχα την επαφή με όλες τις φυλές και έξω απ’ το χώρο αυτό. Παρ’ όλα αυτά προσπαθούμε να μπούμε. Κάποιος μας πουλάει φτηνά (€6) καρτελάκια της οργανωτικής επιτροπής που φυσικά δεν προορίζονται για λευκούς. Στο δεύτερο από τους τρεις ελέγχους πετυχαίνουμε ζόρικο και πιωμένο securitά που με μεγάλη δυσκολία, εναλλαγές θράσους και ευγένειας… τον πείσαμε. Το πάρτι συνεχίζεται και οι συγκεντρωμένες φυλές προσφέρουν απερίγραπτο θέαμα. Μεταξύ άλλων, οι επιβλητική φυλή των Huli με το φανταχτερά βαμμένο κόκκινο σώμα τους και τις περούκες που πλέκουν με τα μαλλιά τους σε παράξενα σχήματα κατά τις τελετές της περιόδου ενηλικίωσής τους. Σε κάποιο σημείο είναι στημένη και η τέντα με ένα luxury τουριστικό γκρουπ που τραβούν αποστασιοποιημένα φωτογραφίες.
Είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε τον υπουργό πολιτισμού της χώρας που μάλιστα ήθελε selfies μαζί μας. Μου έδωσε και την κάρτα του που φύλαξα ως “πολύτιμο εργαλείο”.
Και η δεύτερη μέρα περιλάμβανε το ίδιο πρόγραμμα αλλά δεν προσπαθήσαμε να μπούμε πάλι παρανόμως στην αρένα, χορτασμένοι από την υπερβολική δόση θεάματος. Το απόγευμα πετάμε πάλι για Port Moresby.
The Highlands – οι εικόνες
POST MORESBY
Η κακόφημη και αδιάφορη πρωτεύουσα θα μας φιλοξενήσει τις επόμενες δύο μέρες που αρχικά τις θεωρήσαμε κι αυτές ως χαμένο χρόνο.
Αποφασίζουμε να μείνουμε σε καλύτερο ξενοδοχείο ώστε να μη μοιραζόμαστε τα δύο κρεβάτια που διέθετε το προηγούμενο δωμάτιο. Δεν είχαν καταλάβει όμως στο τηλέφωνο ότι θέλουμε τρίκλινο και ήθελαν να μας βάλουν στρώμα στο πάτωμα για άλλη μια φορά. Σε αυτή τη χώρα το χρώμα της επιδερμίδας σου και η εξαγριωμένη επιμονή σε βγάζει κερδισμένο. Μας δίνουν τη σουίτα στην ίδια τιμή με το δίκλινο και προσθέτουν και τρίτο κρεβάτι. Έπαιξε ρόλο και το ότι πρόβαλλα επιδεικτικά και την κάρτα του υπουργού.
Με όλα αυτά έχουμε γλιτώσει αρκετά χρήματα τα οποία επενδύουμε σε εισιτήριο για τα νησιά του Σολομώντα. Το εστιατόριο του καλού ξενοδοχείου διέθετε μια άθλια κατεψυγμένη πίτσα με κέτσαπ στα €35. Παρά την υψηλή κατηγορία του ξενοδοχείου το φαγητό για άλλη μια φορά δεν τρωγόταν. Το μικρό κομμάτι πίτσας το μοιραστήκαμε καιν οι τρεις. Αρκετά νοστιμότερο είναι ευτυχώς το menu στο Vision City shopping mall, με καλύτερες επιλογές πίτσας και κινέζικου.

Το πουλί CassowaryΤην επομένη ξεκινάμε με επίσκεψη στο βοτανικό κήπο της πόλης, με ιδιόμορφα ζώα όπως καγκουρό νάνους και καγκουρό των δέντρων, μεγάλα εξωτικά πουλιά μεταξύ άλλων και το έμβλημα της χώρας, το εντυπωσιακό πουλί του παραδείσου. Και βέβαια το τρομερό Cassowary με το επιβλητικό μέγεθος και την πρωτόγονη όψη, με λαμπερό μπλε φτέρωμα στο κεφάλι και ένα μεγάλο κεράτινο λοφίο. Θεωρείται το πιο επικίνδυνο πουλί στον κόσμο μιας και τα τεράστια κοφτερά του νύχια μπορούν εύκολα να σκοτώσουν.
Παίρνουμε ταξί για το χωριό Hanuabada. Λαμαρινένιες καλύβες χτισμένες πάνω σε στύλους στερεωμένους μέσα στα βρωμικά νερά όπου μικρά παιδιά κάνουν βουτιές γεμίζοντας τον αέρα με φωνές χαράς. Ο ταξιτζής, (όπως και πολλοί άλλοι) μας συμβουλεύει να μην απομακρυνθούμε. Το πιο επικίνδυνο που συναντήσαμε όμως ήταν οι ετοιμόρροπες ξύλινες γέφυρες που ενώνουν τον οικισμό. Οι κάτοικοι κι εδώ μας υποδέχτηκαν φιλόξενα.
Συνεχίζουμε για το όμοιας αρχιτεκτονικής χωριό που ονομάζεται Koki. Εδώ ο ενθουσιασμός ήταν ακόμα πιο ξέφρενος για τους λευκούς επισκέπτες μου μάλλον δε συχνάζουν στα μέρη αυτά.
Άνθρωποι πάμφτωχοι, που ζουν στις άθλιες συνθήκες της παραγκούπολης. Μέσα στην καυτή λαμαρίνα χτυπούν τελικά οι πιο ζεστές καρδιές.
Κι εμείς που υπομείναμε τις κακουχίες, τις δυσκολίες της χώρας αυτής, που τολμήσαμε να την ανακαλύψουμε, την είδαμε να μας ανοίγεται μέσα από τα χωρίς δόντια χαμόγελα των Παπουανών. Αυτού του λαού που θα κουβαλά για πάντα το μίασμα του κανιβαλισμού, όμως στο δικό μου μυαλό θα είναι χαραγμένος ως ο πιο ανοιχτόκαρδος λαός που έχω συναντήσει.
Port Moresby – οι εικόνες
©Αλέξανδρος Τσούτης. Αύγουστος 2016
Share this Post
2 Comments on “Παπούα Νέα Γουινέα”
Έχω συγκλονιστεί από την περιγραφή αυτού του ταξιδιού, το είχα αλλιώς στο μυαλό μου. Όσο πιο πολύ ταξιδεύεις τόσο πιο έξυπνος και ευρηματικός γίνεσαι. Common sense, όπως με είχε συμβουλέψει κάποιος όταν ξεκίνησα να ταξιδεύω και εγώ!
Ελπίζω να ταξιδέψουμε κάποτε μαζί.
Συγχαρητήρια για τη γραφή σας.
Παρασκευή! Θερμά σας ευχαριστώ για τα θετικά σας σχόλια και το χρόνο που αφιερώσατε στο άρθρο του οδοιπορικού. Χαίρομαι πολύ να συναντώ ομοϊδεάτες, ανθρώπους που δε σταματούν να κάνουν όνειρα ταξιδευτικά. Ελπίζω κι εγώ να συνταξιδέψουμε, τώρα με το νέο μου project https://planetvoyagers.com ίσως έχουμε ακόμα περισσότερες πιθανότητες.