Φωτογραφίες
Ινδονησία
🇮🇩
Η Ινδονησία είναι μια ασιατική χώρα που απαρτίζεται από 17.000 νησιά, αποτελώντας το μεγαλύτερο αρχιπέλαγος του κόσμου. Ο πληθυσμός των 260 εκατομμυρίων κατοίκων της, την κατατάσσει στην 4η θέση παγκοσμίως. Βρίσκεται εκατέρωθεν του ισημερινού και εκτείνεται για 5.000χλμ από τον Ινδικό ωκεανό μέχρι τον Ειρηνικό, με πάνω από 100.000 χιλιόμετρα ακτών. Τα εδάφη της βρίσκονται πάνω στον λεγόμενο “δακτύλιο της φωτιάς” όπου συναντώνται κύριες τεκτονικές πλάκες της γης και απαντώνται περισσότερα από 130 ενεργά ηφαίστεια. Τα τροπικά δάση της είναι τα δεύτερα σε έκταση μετά τον Αμαζόνιο, με τεράστια βιοποικιλότητα και πολλά ενδημικά είδη, με μεγάλα θηλαστικά όπως απειλούμενες τίγρεις της Σουμάτρας, λεοπαρδάλεις, ελέφαντες και ρινόκερους, πρωτεύοντα όπως σπάνιους ουρακοτάγκους, ερπετά όπως κροκόδειλους και φίδια καθώς και τον περίφημο “δράκο του Κόμοντο”. Η υποθαλάσσια ζωή είναι ιδιαίτερα πλούσια και η επιβίωσή της άρρηκτα συνδεδεμένη με τους απειλούμενους κοραλλιογενείς υφάλους. Δυστυχώς ο αυξητικός ανθρώπινος παράγοντας εγείρει σοβαρά περιβαλλοντικά ζητήματα και μείζονα απειλή για το χερσαίο και θαλάσσιο φυσικό πλούτο. Η παράνομη υλοτομία είναι ανεξέλεγκτη, η αντικατάσταση του παρθένου δάσους με φυτείες φοινικέλαιου συστηματική, οι υδάτινοι πόροι βρίσκονται υπό υπερεκμετάλλευση, η ρύπανση είναι απειλητική.
Άνθρωποι
Η πλειοψηφία του πληθυσμού ακολουθεί μια χαλαρή, φιλελεύθερη εκδοχή του ισλαμισμού και χαρακτηρίζεται από τη φιλικότητα, την καλοσύνη και το χαμόγελο που συναντά κανείς σε πολλές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας.
Τόποι
Μερικά από τα μεγαλύτερα νησιά του πλανήτη βρίσκονται στην Ινδονησία, όπως η Νέα Γουινέα, το 2ο σε μέγεθος, το οποίο μοιράζεται με το κράτος της Παπούα Νέας Γουινέας. Ακόμα το Βόρνεο, το 3ο μεγαλύτερο, το μοιράζεται με τη Μαλαισία και το Μπρουνέι. Άλλα μεγάλα νησιά είναι η Σουμάτρα, η Ιάβα στην οποία βρίσκεται και η πρωτεύουσα Τζακάρτα, το Sulawesi και μικρότερα όπως τα Lombok, Timor, Komodo, και τα συμπλέγματα Maluku και Flores. Το διασημότερο και τουριστικότερο νησί της χώρας είναι με διαφορά το Μπαλί.
Στη ζούγκλα των Mentawai…
Αύγουστος 2019
Ονειρευόμουν την Ινδονησία εδώ και πολλά χρόνια, είναι άλλωστε ένας προορισμός στη λίστα κάθε ταξιδιώτη. Όμως ο τόπος που είχα επισημάνει σε αυτό το αχανές σύμπλεγμα νησιών, δεν ήταν το Μπαλί, ούτε καν η Ιάβα, σημεία που προσελκύουν την πλειοψηφία των επισκεπτών. Ίσως να έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε που διάβασα κάπου για τα απομακρυσμένα νησιά Mentawai, νότια της νήσου Σουμάτρα. Την εποχή εκείνη, η συγκοινωνία των νησιών πραγματοποιούνταν με παλιά πλοία που χρειάζονταν τουλάχιστον 12 ώρες για μια απόσταση 150χλμ, αντιμετωπίζοντας συχνά τα τρικυμιώδη νερά του Ινδικού ωκεανού. Σήμερα, ένα ταχύπλοο σκάφος εκτελεί το δρομολόγιο από το Padang της Σουμάτρα προς κάποιο από τα κύρια νησιά σε λιγότερες ώρες, μειώνοντας τη γεωγραφική τους απομόνωση. Οι λίγοι ξένοι που επισκέπτονται τα Mentawai, είναι κυρίως surfers που βρίσκουν ιδανικά κύματα για το άθλημα αυτό, όμως ο λόγος που αποφάσισα να φτάσω μέχρι εδώ εγώ και οι συνταξιδιώτες μου είναι η ομώνυμη φυλή που κατοικεί στη ζούγκλα διατηρώντας έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Η φυλή Mentawai ζει στα ομώνυμα νησιά, απέναντι από τη δυτική ακτή της Σουμάτρας στην Ινδονησία, και θεωρείται μία από τις τελευταίες ιθαγενείς κοινότητες της περιοχής. Οι άνθρωποί της βασίζονται παραδοσιακά στο δάσος για την επιβίωσή τους, κυνηγούν με τόξα και βέλη, ψαρεύουν και συλλέγουν το φοίνικα σάγο, ενώ ζουν σε μικρές κοινότητες μέσα στη ζούγκλα. Η κοσμοθεωρία τους είναι βαθιά ανιμιστική, με πίστη ότι όλα τα όντα και τα αντικείμενα διαθέτουν ψυχή, γι’ αυτό και οι σαμάνοι, κατέχουν κεντρική θέση ως θεραπευτές και πνευματικοί οδηγοί.
Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία της ταυτότητάς τους είναι τα τατουάζ, τα οποία θεωρούνται από τα αρχαιότερα συνεχιζόμενα έθιμα τατουάζ στον κόσμο και αντανακλούν τη σχέση τους με τη φύση, τη φυλή και τα πνεύματα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι, οι Mentawai λιμάρουν τα δόντια τους ώστε να αποκτήσουν αιχμηρό σχήμα.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η φυλή βρέθηκε αντιμέτωπη με πιέσεις από το ινδονησιακό κράτος, το οποίο επιδίωξε να περιορίσει ή να καταργήσει τις παραδοσιακές τους πρακτικές, εντάσσοντάς τους σε πιο “μοντέρνες” κοινωνικές δομές. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, αρκετές κοινότητες συνεχίζουν να διατηρούν τον τρόπο ζωής που συνδέεται άρρηκτα με το δάσος και τη φύση.
Padang, Sumatra
Ας πάρουμε από την αρχή τη διαδρομή μέχρι εδώ. Μετά το πρώτο σκέλος του ταξιδιού μου στο Μπανγκλαντές, μια καθυστερημένη πτήση μέχρι την Kuala Lumpur και μια επόμενη που έχασα, έφτασα τελικά στο Padang όπου συνάντησα την παρέα μου. Για να μετακινούμαστε στην πόλη και έξω από αυτήν νοικιάσαμε scooters, ένα προσφιλές μέσο στη νοτιοανατολική Ασία. Το Padang είναι μια συμπαθητική πόλη, ιδιαίτερα “ζωντανή” και με εξαιρετικά φιλικούς κατοίκους. Ένας ποταμός χωρίζει την πόλη στα δύο και η κύρια γέφυρα που συνδέει τις δύο πλευρές, είναι τόπος συνάντησης για τη νεολαία της πόλης. Υπάρχουν επίσης πολλά υπαίθρια μαγαζάκια που προσφέρουν φαγητό και τσάι, σε διάφορα σημεία της πόλης, κατά μήκος της ακτής αλλά και στην κινέζικη συνοικία όπου θα βρει κανείς γευστικά πιάτα. Άλλο δημοφιλές είδος διασκέδασης είναι τα karaoke bars και οι αυτοσχέδιες συναυλίες. Η πίστη του Ισλαμισμού εφαρμόζεται σε μια πολύ χαλαρή εκδοχή της εδώ, πολλές γυναίκες δε φορούν μαντίλα, τα νεαρά ζευγάρια εκδηλώνουν τη συντροφικότητά τους δημόσια και το αλκοόλ είναι επιτρεπτό. Μια όμορφη διαδρομή νότια της πόλης, μέσω ενός γραφικού δρόμου που περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση, οδηγεί στη Manis beach, μια παραλία που δεν είναι κατάλληλη για κολύμβηση αλλά προσελκύει πολλούς ντόπιους που απολαμβάνουν το τοπίο, κάνουν βόλτες με οχήματα atv και άλλες αθλοπαιδιές. Ένα μικρό νησί είναι προσιτό πεζή από την παραλία. Συνεχίζοντας τη διαδρομή με τα scooters σε ένα απότομο ανηφορικό μονοπάτι, δεν ανακαλύψαμε καμία εξωτική παραλία, παρά μόνο ένα βιομηχανικό λιμάνι. Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου νησιού της Σουμάτρα, δεν έχει ειδυλλιακές παραλίες. Στην συνέχεια της περιήγησής μας στις φτωχογειτονιές της πόλης, θα συναντήσουμε τον ενθουσιασμό των ντόπιων που θέλησαν να μας γνωρίσουν και μας κάλεσαν για φαγητό στα σπίτια τους.
Mentawai – Νήσος Sipura
Επιβιβαζόμαστε στο πλοίο για τα Mentawai μια μέρα αργότερα απ’ ό,τι προγραμματίζουμε, εξαιτίας της μουσουλμανικής αργίας του Eid. Την ίδια μέρα το πλοίο έχει προορισμό τη νήσο Sipura και το λιμάνι Tua Pejat, που δεν είναι ο κύριος προορισμός μας αλλά μας ενδιαφέρει επίσης. Μετά από το άνετο ταξίδι φτάνουμε στον οικισμό και αναζητούμε διαμονή. Το Tua Pejat, αν και είναι μικρό μέρος, διαθέτει τα πάντα: μικρά καταστήματα, χριστιανικές εκκλησίες ακόμα και τράπεζα. Τα καταλύματα όμως περιορίζονται σε ένα και μοναδικό hostel, το “homestay” όπως το λένε εκεί, που δεν μας ενθουσιάζει. Έτσι νοικιάζουμε κι εδώ scooters, σε ακριβότερη τιμή απ’ ό,τι στο Padang, για να περιηγηθούμε σε άλλα σημεία του νησιού.
Μετά από αρκετή πορεία φτάνουμε σε μια όμορφη παραλία που ονομάζεται Mapadega. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί εκτός από ένα ξύλινο cafe τεραστίων διαστάσεων, όπου βρίσκεται μόνο ο ιδιοκτήτης. Μας ενημερώνει για μερικά homestay λίγο πιο πίσω στο δρόμο και μάλιστα έρχεται οικειοθελώς μαζί μας για να μας καθοδηγήσει. Δυστυχώς και στα τρία καταλύματα τα λίγα δωμάτια είναι γεμάτα από νεαρούς surfers, παρ’ ότι στην παραλία τα νερά είναι εντελώς γαλήνια· προφανώς τα σημεία για surf βρίσκονται σε άλλες περιοχές. Τελικά, ψάχνοντας στο νησί, βρίσκουμε μακριά από τη θάλασσα ένα όμορφο, μεγάλο ξύλινο οίκημα που μας φιλοξενεί.
Μετά από τόσες μέρες ζέστης και αποπνικτικής υγρασίας στο Μπαγκλαντές θέλω επιτέλους να δροσίσω το κορμί μου στα τιρκουάζ νερά των νησιών. Το Sipura είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη σε όλο το ταξίδι –που συνεχίζεται στο Βόρνεο– που μου προσφέρει την απόλαυση αυτή, την οποία έχουμε τόσο δεδομένη στην Ελλάδα. Τα scooters φτάνουν μέχρι τη λευκή, λεπτή άμμο σε μια παραλία όπου δεν υπάρχει κανείς και που ταιριάζει απόλυτα με εικόνες καρτ ποστάλ. Κάποια στιγμή εμφανίζεται μόνο ένα νεαρό ζευγάρι που δοκιμάζει να ψαρέψει. Ο βυθός είναι αρκετά πλούσιος, κυρίως με μικρά ψάρια, αλλά οι συνταξιδιώτες μου έχουν την τύχη να δουν και ένα νερόφιδο, πιθανότατα δηλητηριώδες.
Αφού απολαμβάνουμε όλη τη μέρα στην παραλία και το δειλινό στην επίσης όμορφη παραλία Jati στο Tua Pejat, δειπνούμε με μικρούς αστακούς μαγειρεμένους με άφθονο chili σε ντόπιο μαγειρείο. Από ένα σπίτι κουβαλούν δεκάδες τεράστιους ξιφίες και μικρούς καρχαρίες που φέρνει κάποιο αλιευτικό και τους φορτώνουν σε μια μοτοσικλέτα με καλάθι.
Mentawai – Νήσος Siberut
Την επομένη ταξιδεύουμε με το ξύλινο καΐκι που, ευτυχώς, έχει δρομολόγιο για το νησί Siberut. Πλέει με πολύ μικρή ταχύτητα και διαθέτει άνετο σκεπαστό κατάστρωμα, όμως οι ντόπιοι σφετερίζονται τον χώρο προσπαθώντας να μας εκτοπίσουν και η ζέστη είναι έντονη. Μετά από πέντε ώρες φτάνουμε στο λιμάνι του νησιού, το οποίο είναι κατά πολύ λιγότερο αναπτυγμένο από το Tua Pejat. Θα εξερευνήσουμε αυτό το σημείο του νησιού στην επιστροφή, για χαλάρωση, γεύματα με μεγάλα φρέσκα ψάρια και μέτριες παραλίες.
Προς το παρόν ψάχνουμε να βρούμε κάποιον που θα μας οδηγήσει στη ζούγκλα και θα μεσολαβήσει για τη διαμονή μας. Παρά τη βιασύνη μας, ώστε να μη χαθεί η μέρα, χρειάζεται λίγο παραπάνω ψάξιμο για να πετύχουμε μια συμφέρουσα συμφωνία. Ένας νεαρός που ανήκει στη φυλή αλλά έχει αστικοποιηθεί αναλαμβάνει να γίνει ο οδηγός μας. Σε τοπικό παντοπωλείο προμηθευόμαστε κάποια είδη που προσφέρουμε στους οικοδεσπότες μας, όπως τσιγάρα, καπνό, ρύζι και ζάχαρη. Επιβιβαζόμαστε σε μηχανοκίνητη πιρόγα στο ποτάμι του νησιού και για καλή μας τύχη δύο γηραιοί της φυλής επιβιβάζονται μαζί μας. Έχουν τα χαρακτηριστικά τατουάζ σε όλο τους το σώμα, το εσώρουχο από φλοιό δέντρου και την κορδέλα από χάντρες και λουλούδια στο κεφάλι. Καπνίζουν ακατάπαυστα και κρατούν διαρκώς το μαχαίρι και τη μασέτα, τα απαραίτητα εργαλεία τους.
Η διαδρομή στον ποταμό διαρκεί περίπου δύο ώρες και είναι άκρως απολαυστική, όπως όλες αυτές οι βαρκάδες στα ποτάμια των τροπικών με φόντο τη ζούγκλα, όπου νιώθω ότι βρίσκομαι στο φυσικό μου περιβάλλον. Σε πολλά σημεία βλέπουμε γυναίκες μέσα στο νερό να κρατούν ένα καλάμι. Δεν κάνουν μπάνιο, αλλά καταδύονται αναζητώντας στο βυθό όστρακα. Όταν φτάνουμε αποβιβαζόμαστε σε μια ακτή με πολύ βαθιά λάσπη και, αφού χαρίζουμε τσιγάρα στον περίγυρο, παίρνουμε το μονοπάτι μέσα στη ζούγκλα. Οι γαλότσες που κουβαλάω μέχρι εδώ αποδεικνύονται πολύτιμες, αν και σε πολλά σημεία βυθίζονται τόσο που δυσκολεύομαι να τις ξεκολλήσω. Ο συνταξιδιώτης μου προτιμά να βαδίζει ξυπόλυτος ισορροπώντας στους κορμούς που υπάρχουν σε όλο το μήκος του μονοπατιού, όμως σε κάποια σημεία τα αγκαθωτά κλαδιά κάνουν την πρόσβαση δύσκολη και οδυνηρή.
H φυλή Mentawai
Οι Mentawai ζουν ημινομαδικά αλλά σε αυτόνομες καλύβες διάσπαρτες μέσα στο δάσος και όχι σε οργανωμένους οικισμούς. Μετά από δύο ώρες εύκολο περπάτημα στη “σάουνα” της ζούγκλας φτάνουμε σε μια καλύβα όπου μας υποδέχεται ένα νεαρό ζευγάρι Mentawai. Ο άνδρας έχει, όπως όλοι, την ημίγυμνη εμφάνιση της φυλής με τα ολόσωμα τατουάζ, ενώ η σύζυγος φορά κανονικά ρούχα και όχι τη φούστα από μπανανόφυλλα, αφού η ενδυματολογική παράδοση των γυναικών φαίνεται να εκλείπει. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ιδιαίτερα ευγενικοί και φιλόξενοι. Τους δίνουμε τα δώρα και εκείνοι δεν μας ζητούν τίποτα περισσότερο, παρά μόνο, πολύ διακριτικά, έναν φακό που τους εντυπωσιάζει, με αντάλλαγμα ένα γεύμα με κάμπιες την επόμενη μέρα. Αναζητούμε ένα κοντινό ρυάκι για να ξεπλύνουμε τον ιδρώτα, το νερό είναι ρηχό και σχετικά στάσιμο. Η καλύβα είναι μεγάλη, χτισμένη σε πασσάλους πάνω από τη λάσπη. Κάτω και γύρω της ζουν οικόσιτα γουρούνια και κότες, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη μυρωδιά. Το γεύμα μας δεν περιλαμβάνει κάποιο από αυτά, αλλά περιορίζεται στο ρύζι που φέραμε μαζί μας, κάποια άγνωστα λαχανικά και ένα είδος ψωμιού από το άμυλο του φοίνικα, το οποίο ονομάζεται Sago tree και έχει πολλές χρήσεις, διατροφικές για τους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά και κατασκευαστικές.
Οι Mentawai παραδοσιακά είναι τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί, όμως στην κοντινή περιοχή δεν φαίνεται να έχουν απομείνει πολλά ζώα. Στην καλύβα ξεχωρίζουν κάποια κρανία πιθήκων που αποτέλεσαν παλαιότερα γεύμα αλλά και γιατροσόφια του οικοδεσπότη μας, ο οποίος έχει και την ιδιότητα του σαμάνου. Δίπλα τους βρίσκονται παιδικές ζωγραφιές των τριών παιδιών του ζευγαριού, τα οποία ζουν στο χωριό με συγγενείς για να μπορούν να πάνε σχολείο. Όπως είναι αναμενόμενο, η επόμενη γενιά δεν θα συνεχίσει τη ζωή στη ζούγκλα, αλλά θα ακολουθήσει τον εκσυγχρονισμό, τα κινητά τηλέφωνα και τα μηχανάκια. Στη ζούγκλα δεν έχει κανείς πολλά να κάνει πέρα από το να απολαμβάνει την ηρεμία του τοπίου, με εξαίρεση τους βρυχηθμούς και τις ακαθαρσίες των γουρουνιών, τα αδιάκοπα κρωξίματα των κοκόρων, ενώ τη νύχτα ο οικοδεσπότης τραγουδά χωρίς το υπερβολικό κάπνισμα να επηρεάζει τις φωνητικές του δεξιότητες.
Κοιμόμαστε στο σκληρό δάπεδο της “βεράντας”, μέσα σε κουνουπιέρες που κρίνονται απαραίτητες σε αυτό το περιβάλλον όπου η ελονοσία καραδοκεί. Το πρωινό μας βρίσκει σε αναζήτηση τροφής και συγκεκριμένα του πολυπόθητου γεύματος με κάμπιες. Σε κοντινή απόσταση στη ζούγκλα υπάρχει ένα ξέφωτο με κομμένα φοινικόδεντρα Sago. Οι κάμπιες επωάζονται στον κορμό του δέντρου έξι μήνες μετά την κοπή του. Ο οικοδεσπότης μας, κατασκευάζει ένα δοχείο από τον φλοιό του φοίνικα και αρχίζει να σκάβει το μαλακό εσωτερικό του κορμού. Αλιεύει πολλές λευκές, μεγάλες και παχιές κάμπιες που κινούνται έντονα και δαγκώνουν με τα δύο δόντια που προεξέχουν από το κεφάλι τους. Κόβουμε το κεφάλι και τις δοκιμάζουμε ωμές, η γεύση τους είναι ενδιαφέρουσα αλλά όχι συγκλονιστική. Επιστρέφοντας στην καλύβα, προετοιμάζουμε τις υπόλοιπες για barbeque, τις περνάμε σε σουβλάκια, τις χαράζουμε και τις ψήνουμε στα κάρβουνα. Η γεύση τους αποδεικνύεται απρόσμενα εξαιρετική, θυμίζει κρέας με πολλά λιπαρά, κάτι σαν σπληνάντερο. Τις τρώμε μανιωδώς με μπόλικο αλάτι και ρύζι για συνοδεία, σβήνοντας τη δίψα μας με γλυκό τσάι. Είναι όμως κάπως βαρύ γεύμα για πρωινό και σχετικά δύσπεπτο.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας αποφασίζουμε να επισκεφτούμε και άλλες καλύβες για να γνωρίσουμε περισσότερες οικογένειες. Οι “γείτονες”, όπως φαίνεται, έχουν φύγει για τη ζούγκλα και η οικοσκευή δείχνει πως θα λείψουν καιρό. Μετά από μία ώρα περπάτημα φτάνουμε σε άλλη καλύβα όπου μένει κι ένας τουρίστας. Παρά τα τσιγάρα που προσφέρουμε στον οικοδεσπότη, δεν δέχεται να τον φωτογραφίσουμε χωρίς χρηματικό αντίτιμο. Το ίδιο συμβαίνει όταν φτάνουμε στις καλύβες των γερόντων με τους οποίους ταξιδεύουμε μαζί στην πιρόγα, οι οποίοι μάλιστα έχουν υπερβολικές απαιτήσεις. Η τουριστικοποίηση αλλοιώνει τη συμπεριφορά και την ποιότητα του χαρακτήρα των ανθρώπων. Ευτυχώς η οικογένεια που μας φιλοξενεί είναι εντελώς διαφορετική και εμείς νιώθουμε τυχεροί που ζούμε αυτή τη μοναδική εμπειρία μαζί τους.
Ας ευχηθούμε τη μακροημέρευση των Mentawai, άλλης μιας σπάνιας φυλής υπό απειλή…
©Αλέξανδρος Τσούτης
Share this Post