Φωτογραφίες
Μαυριτανία
🇲🇷
Η Μαυριτανία είναι μια Ισλαμική δημοκρατία στο δυτικό άκρο της ερήμου Σαχάρας που καταλήγει στον Ατλαντικό ωκεανό. Συνορεύει με τη Σενεγάλη στο νότο, το Μάλι στα νότια και ανατολικά, ενώ στο βορρά με την Αλγερία και τη Δυτική Σαχάρα (διαφιλονικούμενη περιοχή μεταξύ Μαρόκου και αυτοανακηρυχθείσας δημοκρατίας του Sahrawi).
Η Μαυριτανία υπήρχε ως φυλετικό βασίλειο του λαού των Βέρβερων Μαούρι τους οποίους ο Στράβων κατέγραψε τον 1ο αιώνα με το όνομα αυτό (Μαῦροι), έναν λαό απέναντι από την Ιβηρική Χερσόνησο. Οι Άραβες κατέκτησαν την περιοχή τον όγδοο αιώνα φέρνοντας το Ισλάμ, τον αραβικό πολιτισμό και την αραβική γλώσσα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Μαυριτανία αποικίστηκε από τη Γαλλία ως μέρος της Γαλλικής Δυτικής Αφρικής. Απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960, αλλά έκτοτε έχει βιώσει πραξικοπήματα και περιόδους στρατιωτικής δικτατορίας. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το μεγαλύτερο μέρος της χώρας περιλαμβάνει ερήμους όλων των ειδών, βραχώδεις, αμμώδεις, επίπεδες ή με αμμοθίνες, χωρίς σχεδόν καθόλου βουνά, με μόνο κάποια τμήματα σαβάνας και μικρά τροπικά δάση στα νότια σύνορα, κατά μήκος του ποταμού Σενεγάλη. Το υπέδαφος του τόπου αυτού έχει αφθονία φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένου του σιδηρομεταλλεύματος, του πετρελαίου και άλλων ορυκτών, όμως η Μαυριτανία είναι μια φτωχή χώρα με πολύ χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα (GDP Per capita) και σοβαρά ανθρωπιστικά ζητήματα. Η οικονομία της βασίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία, την αλιεία και την ισχνή γεωργική παραγωγή. Η Μαυριτανία δεν είναι μια χώρα αρωγός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ήταν η τελευταία χώρα στον κόσμο που κατάργησε τη δουλεία, μόλις το 1981. Σχεδόν το 100% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι και εκτός από την Αραβική γλώσσα είναι ευρέως διαδεδομένη και η Γαλλική. Η Μαυριτανία θεωρείται μία από τις λιγότερο επισκέψιμες Αφρικανικές χώρες.
Άνθρωποι
H Μαυριτανία είναι μια αραιοκατοικημένη χώρα με πληθυσμό τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων σε μια έκταση 1,000,000 km2 , περίπου διπλάσια της Γαλλίας. Οι κάτοικοι αποτελούν μια μίξη δύο κύριων εθνοτικών ομάδων με ξεχωριστή απόχρωση δέρματος, τους ανοιχτόχρωμους Beidane, Αραβοβερβέρικης καταγωγής και τους σκουρόχρωμους Haratin αφρικανικής καταγωγής. Υπάρχει ακόμα ποσοστό άλλων δυτικοαφρικανικών φύλων. Παρά την οικονομική ανέχεια, το αφιλόξενο περιβάλλον και το αυστηρό θρήσκευμα, οι Μαυριτανοί είναι εξαιρετικά φιλικός και ευγενικός λαός. Φτωχοί αλλά έντιμοι… Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τη χώρα μια από τις ασφαλέστερες της Αφρικής, παρά τις ταξιδιωτικές προειδοποιήσεις περί τρομοκρατίας που δημοσιεύουν κάποια δυτικά κράτη.
Δε συνάντησα κανέναν σε όλη τη χώρα που να γίνει πιεστικός, να προσπαθεί να μου πουλήσει κάτι ή να με εξαπατήσει, δεν υπήρξε κανένας αγενής. Αντιθέτως η ευγένεια, η πραότητα και η φιλική διάθεση ήταν υποδειγματική
Τόποι
Η Μαυριτανία είναι γενικά επίπεδη, με τεράστιες, άνυδρες πεδιάδες που διασπώνται από χαμηλές βραχώδεις κορυφογραμμές. Περίπου τα 3/4 της Μαυριτανίας είναι έρημος που επεκτείνεται λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Το υψηλότερο οροπέδιο είναι αυτό του Adrar, φτάνοντας με υψόμετρο 500 μέτρων.
Ζώνες φυσικής βλάστησης και ίχνη τροπικού δάσους εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού Σενεγάλη. Μόνο αμμώδης έρημος βρίσκεται στο κέντρο και βόρεια της χώρας.
Το περίφημο «Μάτι της Σαχάρας» (Richat structure) είναι ένας εντυπωσιακός σχηματισμός πετρωμάτων σε σχήμα ομόκεντρων κύκλων στο οροπέδιο Adrar, κοντά στο Ouadane. Έχει διάμετρο 40 χιλιομέτρων και είναι ορατός από το διάστημα.
Οι κυριότερες πόλεις είναι η πρωτεύουσα Nouakchott με περίπου 1.000.000 κατοίκους και το Nouadhibou στα βόρεια σύνορα της χώρας. Και οι δύο πόλεις βρέχονται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Άλλες μικρότερες πόλεις και σημεία ενδιαφέροντος είναι το Atar, το Chinguetti και η Ouadane στην επαρχία Adrar, το Tichit και η Oualata στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Εκεί που η Σαχάρα συναντά τον Ατλαντικό.
Δεκέμβριος 2021
Λίγο μετά την είσοδο στον εναέριο χώρο της Μαυριτανίας, ο κυβερνήτης του αεροσκάφους ανακοινώνει πως από τα παράθυρα της αριστερής πλευράς μπορούμε να θαυμάσουμε το περίφημο “Μάτι της Σαχάρας”. Αυτός ο γιγαντιαίος κυκλικός γεωλογικός σχηματισμός που είναι γνωστός και ως Richat Structure (Guelb er Richât) έχει αποτελέσει στο εγγύς παρελθόν θέμα για εικασίες μυθοπλασίας. Κάποιοι υποστήριζαν ότι ταιριάζει με τις περιγραφές του Πλάτωνα για τη χαμένη πόλη της Ατλαντίδας, κάποιοι άλλοι πως πρόκειται για αποτέλεσμα πρόσκρουσης μετεωρίτη. Κρίμα που θα απογοητευτούν οι λάτρεις του φανταστικού, όμως η επιστήμη απεφάνθη ότι πρόκειται για έναν γεωλογικό θόλο, με στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων που υπέστησαν διάβρωση και εμφανίζονται ως ομόκεντροι δακτύλιοι. Έχει διάμετρο 40 χιλιομέτρων και παρ’ όλο που βρίσκεται πολύ κοντά στη μικρή πόλη της Ouadane την οποία σκοπεύω να επισκεφθώ, δεν είναι διακριτός από τη γη αλλά μόνο από το διάστημα ή έστω από το ύψος πτήσης αεροπλάνου. Κι επειδή δεν προβλέπω να ταξιδέψω διάστημα συντόμως, θα φροντίσω να εξασφαλίσω θέση σε δεξί παράθυρο στην πτήση της επιστροφής, για ακόμα καλύτερη παρατήρηση και φωτογράφιση του φαινομένου. Η συνέχεια της πτήσης μέχρι το αεροδρόμιο του Nouakchott αποκαλύπτει μαγευτικές εικόνες της Σαχάρας.
Έχω θαυμάσει την έρημο πολλές φορές, από γης και αέρος, αλλά πάντα εκείνη ασκεί μια ανεξήγητη έλξη. Το ξόρκι της γητεύει εδώ και αιώνες τους νομάδες που έχουν σπίτι τους τις καυτές, άνυδρες, αφιλόξενες αυτές εκτάσεις, σπαρμένες με χρυσαφένιους κόκκους άμμου όσους τα άστρα του σύμπαντος. Κι εκεί που δυο τόσο αντίθετοι κόσμοι συναντιόνται, που το χρυσαφί της Σαχάρας συναντά το λουλακί του ωκεανού διάσπαρτο με κουκκίδες από ψαρόβαρκες, οι τροχοί αγγίζουν τη γη…
Δεν έχω ξαναβρεθεί σε αεροδρόμιο που τριγύρω έχει μονάχα έρημο, σα να είναι το μόνο διασωθέν ανθρώπινο δημιούργημα σε δυστοπική ταινία φαντασίας.
Με γρήγορους ελιγμούς μπαίνω δεύτερος στην αναμονή για τη βίζα, αλλά τελικά δεν υπάρχει τρίτος. Ο ράθυμος πολιτσμάνος τσιμπά €55 και μου χαρίζει ένα ακόμα ολοσέλιδο χρωματιστό αυτοκόλλητο στο διαβατήριο. Εξίσου αργός είναι και ο σφραγιστής που επικυρώνει την είσοδό μου στη χώρα, αρχικά σε μια μεγάλη αίθουσα όπου μόνο ένας παλιός ιμάντας θυμίζει πως πρόκειται για αεροδρόμιο. Αχ μακάρι να καταφθάσει και το σακίδιό μου, γιατί δε θα περάσω καλά στην έρημο χωρίς άλλη αλλαξιά. Όσο τα ψυχαναγκαστικά μου άγχη με απασχολούν, ένα σμήνος από μύγες αναλαμβάνει να με απασχολήσει από αυτά, τριγυρίζοντας στο πρόσωπό μου. Πιθανόν εντυπωσιάστηκαν από το λευκό, φαλακρό κεφάλι και απολαμβάνουν την περιήγηση, πάντως σε όλη την επικράτεια και τη διάρκεια του ταξιδιού, οι μύγες θα είναι άφθονες. Η μακρυμάνικη παραχώνεται στο σάκο ευθύς εξαρχής, μου μοιάζει περιττό βάρος, μιας και το Δεκέμβρη στο Άφρικα ως γνωστό δεν ανάβεις καλοριφέρ. Ευτυχώς υπάρχουν δυο μηχανήματα ΑΤΜ για να πάρω συνάλλαγμα μέσω πιστωτικής κάρτας. Όλα καλά, αλλά μήπως έβγαλα λίγα; Ας κάνω και δεύτερη ανάληψη, μη δε με φτάσουν οι Ouguiyas για το ταξίδι και ψάχνω οτοστόπ σε καμήλες. Η κάρτα όμως μπλοκάρεται θεωρώντας ύποπτη τη διαδοχική συναλλαγή σε αυτή την… κατά τ’ άλλα συνηθισμένη χώρα για τουρισμό. Φυσικά το αεροδρόμιο δεν έχει wifi ούτε κανένα είδος καταστήματος. Με το που βγαίνω έξω, αναμένω το γνωστό αφρικανικό μπουλούκι καλοθελητών και μεσαζόντων για ταξί, όμως με το ζόρι βρίσκω έναν-δυο επαγγελματίες του είδους, ένας εκ των οποίων με ταξί ορίτζιναλ που γράφει officielle – securite στην πόρτα. Δε θα ξαναδώ τέτοιο αλλού στη χώρα. Όλοι οι αφιχθέντες έχουν κάποιον δικό τους για να τους παραλάβει. Μετά από σκληρό παζάρι και θεατρική παράσταση τύπου “φεύγω, πάω με τα πόδια” καταφέρνω την κατώτερη δυνατή τιμή των 500mru (€12). Είναι ακριβή η βενζίνα μάνα μ’ και η πόλη καμιά 40ριά χιλιόμετρα μακριά. Κάνω συμφωνία όμως με τον ταρίφα να με πάει να πάρω και τοπική κάρτα SIM. Όλα αυτά στα γαλλικά.
Είπαμε ότι δε μιλάω γαλλικά γρι; Δεν το ‘παμε. Είπαμε ότι ταξιδεύω μόνος μου; Solo που λεν στα μέρη μου; Ούτε αυτό το ‘πάμε.
Ο ταξιτζής είναι ατσίδα. Και κάρτα τηλεφωνίας μου βρίσκει σε κάτι χωματόδρομους της πόλης χωρίς καταχώριση στοιχείων και αηδίες, και το κατάλυμά μου βρίσκει παίρνοντας τηλέφωνο την κυρά γιατί το στίγμα στο χάρτη ήταν σε άσχετο σημείο. Ξεμπλόκαρα αισίως και την πιστωτική μου κάρτα.
Nouakchott by night.
ΟΚ τη διαμονή την πλήρωσα €30, αλλά τι χλιδή είναι αυτή ρε αδερφάκι μου! Ολόκληρο διαμέρισμα με δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι με τεράστια flat TV, έτερο καθιστικό, κουζίνα… Τι θα το κάνω όλο αυτό; Να έφερνα χανούμισσες να κάνω πάρτι. Εντάξει δεν είναι όλα τέλεια, ένα μωρό του απεχθούς εντόμου έκοψε κάτι βόλτες στα πράγματά μου κάποια στιγμή, αλλά όπως έχουμε ξαναπεί, οι κατσαρίδες στα καθαρά πάνε. Προσπαθώ να συνεννοηθώ με την ιδιοκτήτρια για το πού στην ευχή πρέπει να πάω μέσα στα άγρια χαράματα της επομένης, για να πάρω λεωφορείο για το Atar. Είμαστε και οι δύο με το μεταφραστή του κινητού. Τελικά μου κανονίζει ταξί να με πάρει γιατί ο σταθμός είναι μακριά. Η γύρω περιοχή δεν έχει τίποτα. Δεν ήταν και φοβερή η επιλογή του καταλύματος τελικά, μόνο ένα μπακάλικο υπάρχει να πάρω νεράκι, κανένα μπισκότο και χυμό μάγκο. Τα μπακάλικα εδώ τα λένε boutique, που εγώ ο άσχετος άλλο πράγμα ήξερα για μπουτίκ. Την αδράνεια τη βαριέμαι τελικά και παρά την κούραση στέλνω μήνυμα στον Baba, έναν ντόπιο που μου σύστησε η φίλη η Marie, η οποία ταξίδεψε εδώ πριν κανένα μήνα. Ο Baba είναι ενθουσιωδώς πρόθυμος να συναντηθούμε σε ένα cafe κάπου κεντρικά.
Βγαίνω στη λεωφόρο να βρω κανένα ταξί. Φυσικά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, από τη μέχρι τώρα Αφρικανική εμπειρία μου γνωρίζω ότι χρέη ταξί εκτελεί οποιοσδήποτε έχει αμάξι. Αυτό που δεν είχα αντιληφθεί καλά, είναι πώς μόνο τα σαράβαλα οχήματα, αυτά που είναι χιλιοτρακαρισμένα, χωρίς φώτα, έτοιμα να διαλυθούν, μόνο αυτά μπορεί να σε πάρουν. Εμ τι περίμενες ρε φίλε, αυτός που έχει λεφτά για Land Cruiser να κάνει τον ταξιτζή; Κυκλοφορούν επίσης λιγοστά tuk-tuk, αλλά κανέναν δεν τον ενδιαφέρει ο προορισμός μου. Κάποια οχήματα σταματούν, είναι γεμάτα με 7-8 άτομα όμως. Πρώτη φορά Αφρική; Σίγουρα όχι, αλλά όπως και να το κάνουμε είμαι μόνος μου σε μια άγνωστη ακόμα χώρα και μια ανησυχία την έχω στο να μπω με όλα μου τα λεφτά, διαβατήρια, φωτογραφικό εξοπλισμό, σε ένα κονσερβοκούτι γεμάτο μαντραχαλάδες μέσα στο κατασκόταδο. Μια άλλη πληροφορία που έμαθα στην πορεία είναι πως δε ρωτάς το κόστος της κούρσας. Είναι πάγιο στις 10mru (€0,25) ανά επιβάτη για οποιαδήποτε κοντινή διαδρομή στην πόλη. Αν ρωτάς σου ζητάνε ό,τι ποσό θέλουν, το οποίο βέβαια δεν πλήρωσα. Κάτι ακόμα που προκαλεί σύγχυση είναι το ότι το νόμισμα άλλαξε το 2018 αφαιρώντας για πρακτικούς λόγους ένα μηδενικό από την ονομαστική αξία. Πολλοί όμως αναφέρουν τις τιμές με το παλιό νόμισμα, δηλαδή λένε un mille (1000) και εννοούν 100. Μεγάλο μπέρδεμα δηλαδή.
Τελικά βρίσκω έναν άδειο αυτοκινητιστή, όχι πως δε θα μπορούσε να με ληστέψει και μόνος του. Γρήγορα θα νιώσω ότι -όπως σε όλες σχεδόν τις ισλαμικές χώρες- η εγκληματικότητα είναι ανύπαρκτη. Κεντρικότερο σημείο της πόλης θεωρείται μια διασταύρωση που ονομάζουν BMD. Από εκεί μπορείς να συνδυάσεις άλλο ταξί για τον τελικό προορισμό σου. Τελικά δε χρειάστηκε καθώς καταφέρνω με 30mru να με πάει κατ’ ευθείαν στο Stade Olympique κι από εκεί περπατώ μέχρι το cafe Argana, συναντώ το Baba και ντουμανιάζουμε δυο ναργιλέδες ίσα με το μπόι μας (ΟΚ δεν είμαστε και πρώτο μπόι). Φυσικά δε διατίθεται αλκοόλ στο cafe, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα. Τον ναργιλέ συνοδεύει κανένα βαρύ ποτό όπως milk shake ή αναψυκτικό, υπό το ατμοσφαιρικά κόκκινο φως της ταινίας led που διακοσμεί το χώρο.
Λίγα λόγια για τον Baba (https://www.facebook.com/babe.bekaye). Πρόκειται για ένα νεαρό παιδί που σπούδασε στην Αμερικανική πρεσβεία και έχει ιδρύσει μία από τις ελάχιστες τοπικές ταξιδιωτικές εταιρίες. Παρ’ όλο που δεν έκανα χρήση των υπηρεσιών του, προσφέρθηκε αφιλοκερδώς να περάσει χρόνο μαζί μου και να με συνοδεύσει κάποιες επόμενες μέρες στα σημεία ενδιαφέροντος της πόλης. Προσφέρθηκε ακόμα να με φιλοξενήσει, όμως προτίμησα να μη γίνω φορτικός και να έχω ανεξαρτησία. Για όποιον χρειάζεται τοπικό οδηγό στη Μαυριτανία, τον συστήνω ανεπιφύλακτα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υποστηρίζεται η γνώση και η προσπάθεια των ντόπιων επαγγελματιών και όχι επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων.
Στις 6:30 το ταξί με παραλαμβάνει και μισή ώρα αργότερα είμαι από τους πρώτους στο σταθμό, εξασφαλίζοντας μπροστινή θέση στο λεωφορείο. Το εισιτήριο για το Atar κοστίζει 400mru (€9,5). Παρ’ όλο που συνίσταται να αγοράζει κανείς δύο θέσεις στα μεταφορικά μέσα της Αφρικής, στη Μαυριτανία δεν ένιωσα ποτέ την απόγνωση να το κάνω.
Τουρμπανοφόροι άνδρες και κελεμπιοφορούσες γυναίκες καταφθάνουν και φορτώνουν την πραμάτεια τους στο λεωφορείο, ευτυχώς κάτι δύσμοιρες κατσίκες δε φορτώθηκαν στην οροφή όπως κάποτε στο Μάλι που έκαναν την ανάγκη τους στα κεφάλια μας. Δεν αργούμε να ξεκινήσουμε, ο κάθε επιβάτης έχει τη θέση του και το ταξίδι είναι εξαιρετικά άνετο για Αφρικανικά δεδομένα, το όχημα σχετικά ευρύχωρο και όχι τόσο παλιό. Τόσο άνετο που όταν δε βγάζω φωτό τις αμμοθίνες που καλύπτουν τις παρυφές του δρόμου, τις αδέσποτες καμήλες που σουλατσάρουν και τους ελάχιστους οικισμούς, ρίχνω και κανέναν κλεφτό υπνάκο. Στη διαδρομή δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου οικισμοί, η έρημος δε φιλοξενεί ιδιαίτερα την ανθρώπινη εγκατάσταση. Το λεωφορείο κάνει μια – δυο στάσεις όπου γυναίκες και άντρες τρέχουν τριγύρω να βρουν σημείο για την ανάγκη τους, βέβαια στην έρημο δεν υπάρχει καμία κάλυψη πλην της κελεμπίας. Μετά από τη διαδικασία αυτή ο διπλανός μου ευγενέστατα μου προσφέρει μπισκότο που πιάνει με τα βρομόχερά του. Merci monsieur του λέω, αλλά άσε να κεράσω εγώ από τα δικά μου, να πάρε.
Αρχικά ξενίζει το να βλέπει κανείς κουκουλοφόρους με καλυμμένα, μη αναγνωρίσιμα πρόσωπα πίσω από στριφογυριστά τουρμπάνια. Νομίζεις ότι θα ανάψουν καμία μολότοφ να την εκσφενδονίσουν. Οι άνθρωποι όμως είναι ιδιαίτερα πράοι και φιλικοί, σε αντίθεση με τους εχθρικούς τουρμπανοφόρους μιας άλλης χώρας του Sahel που είχα επισκευθεί, το Chad. Επίσης οι Μαυριτανοί είναι πολύ άνετοι με τις φωτογραφίες, οι γυναίκες όχι τόσο βέβαια και επ’ ουδενί οι στρατιωτικοί στα σημεία ελέγχου, κάτι για το οποίο με προειδοποιεί κάθε φορά ο οδηγός. Την παραδοσιακή κελεμπία δε θα την υιοθετήσω λόγω θερμοκρασίας και περιορισμού κινήσεων, το τουρμπάνι όμως που έχω μαζί μου από πρότερο ταξίδι στο Μαρόκο και ένα ακόμα που θα αγοράσω, είναι ιδιαίτερα πρακτικό και δροσερό.
Κάτι ξεχάσαμε, ε; Ααα, την πανδημία του COVID την έχετε ακουστά; Μάλλον όχι γιατί μασκούλα δε βλέπω να φοράει κανείς σε ολόκληρη τη χώρα! Τώρα αν το τουρμπάνι που τυλίγεται γύρω από κεφάλι και στόμα περιορίζει τη διασπορά, πολύ αμφιβάλλω. Εμένα με τρώει το άγχος πάντως, όπως σε κάθε ταξίδι στον καιρό της πανδημίας, να έχω αρνητικό τεστ για την επιστροφή μου στην πατρίδα. Ομολογώ ότι όσο θα περνούν οι μέρες θα χαλαρώνω τα μέτρα προστασίας μου, άλλωστε απ’ ότι φαίνεται ο ιός δεν έχει υψηλή μετάδοση σε αυτή την απομονωμένη και αραιοκατοικημένη χώρα.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο οδηγός σταματά, κατεβαίνει και προσφέρει μπισκότα σε έναν αξιολύπητο οδοιπόρο με μια καμήλα. Είναι υποδειγματική η ανθρωπιά των Μαυριτανών. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι ο καμηλιέρης είναι ξένος. Προφταίνω να ανταλλάξω ελάχιστες κουβέντες μαζί του. Αγόρασε την καμήλα στην Ouadane (η τιμή μιας καμήλας κυμαίνεται γύρω στα €1000), τη φόρτωσε με τα μπαγκάζια του και έβαλε ρότα για το Nouakchott. Και μετά θα την πουλήσεις, τον ρωτάω; Όχι θα τη δώσω πίσω στην κοινότητα, μου απαντά. Παρεμπιπτόντως η απόσταση είναι 600 χιλιόμετρα. Τι να πεις; Αν κάποιον τον γεμίζει το να περπατά στην άκρη του δρόμου κάτω απ το λιοπύρι παρεούλα με μια καμήλα, γιατί όχι; Έμαθα μάλιστα ότι υπάρχουν και άλλοι τουρίστες που το κάνουν. Γενικά ο τουρισμός όμως είναι μηδαμινός την εποχή αυτή ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Η έξαρση της μετάλλαξης Όμικρον στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με το κλείσιμο των συνόρων του Μαρόκου, ακύρωσε πολλές αφίξεις. Δεν υπάρχουν άλλωστε πολλές αεροπορικές συνδέσεις με άλλα μέρη του κόσμου, ενώ οι περισσότεροι τουρίστες είναι Γάλλοι που επισκέπτονται την “αποικία” με πτήσεις charter απ’ ευθείας για το Atar. Από εκεί συνήθως κατευθύνονται με οχήματα 4Χ4 στην έρημο για μερικές μέρες relax.
Το ταξίδι των 400 περίπου χιλιομέτρων περνά ευχάριστα παρά τις απογοητευτικές μαρτυρίες άλλων travel bloggers που γκρινιάζουν επειδή πχ. δεν ανοίγουν τα παράθυρα στο όχημα. Σίγουρα οι συνθήκες είναι πολύ πιο άνετες από ό,τι σε άλλες Αφρικανικές χώρες (πχ. Καμερούν) Εγώ κατεβαίνω λίγο νωρίτερα από το Atar, στη διασταύρωση για την όαση Terjit απ’ όπου με περιμένει φίλος του Baba με όχημα. Τέτοια άνεση και οργάνωση δε μου έχει ξανατύχει στο Άφρικα. Tα 13 αυτά χιλιομετράκια άνεσης κόστισαν 250mru. Στις περισσότερες διασταυρώσεις και σημεία εισόδου οικισμών, υπάρχει σημείο ελέγχου του στρατού όπου ζητείται από τους ξένους το λεγόμενο fiche. Πρόκειται απλά για φωτοτυπία του διαβατηρίου που θα πρέπει να διαθέτει σε αρκετά αντίτυπα ο κάθε ταξιδιώτης.
Όαση Terjit
Ένα εντυπωσιακό σκηνικό με δραματικά διαβρωμένα οροπέδια και άμμο που φτάνει μέχρι τις κορυφές τους, μοιάζει περισσότερο με Αρειανό παρά με γήινο τοπίο. Όπως με είχε πληροφορήσει και η Marie, ο Jamal έχει το καλύτερο camping στο Terjit. Δεν υπάρχουν βέβαια και πολλά ακόμα καταλύματα τριγύρω. Περπατώ σε ένα αμμώδες μονοπάτι φτάνω στην κατασκήνωση και αποθέτω σακίδιο στην ευρύχωρη σκηνή.
Μερικά ντιβάνια με σομιέ προσφέρουν μεσημβρινή ραστώνη στον Jamal και έναν-δυο ακόμα ντόπιους. Ένας στεγασμένος με φύλλα φοινικιάς χώρος αποτελεί την τραπεζαρία. Χαλιά είναι στρωμένα κάτω για όποιον θέλει να αράξει και μια παρέα Γάλλων με μικρά παιδιά γευματίζει συζητώντας. Μου κάνει εντύπωση που μπορούν να επιβιώσουν χωρίς κρασί! Το καλοκάγαθο παιδί για όλες τις δουλειές με το μόνιμο χαμόγελο, φέρνει και το δικό μου γεύμα. Ρύζι, βραστά λαχανικά, πατάτες τηγανητές και συνοδευτικά χουρμάδες που θεωρούνται μάλλον λιχουδιά στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Adrar αλλά εμένα δε μου αρέσουν. Δεν παραλείπεται το τσάι, το οποίο σερβίρεται σε γυάλινα σφηνάκια, γλυκό και με έναν παράξενο αφρό. Όχι, δεν έχει σαπουνάδα το ποτήρι, ο αφρός προέρχεται από την παραδοσιακή τελετουργία παρασκευής. Αφού βράσει το τσάι μαζί με λίγα φύλλα μέντας στην κατσαρόλα, γίνεται διαδοχικά μετάγγιση από ύψος στα ποτήρια και στη συνέχεια από ποτήρι σε ποτήρι ώστε να δημιουργηθεί ο αφρός. Δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω μεσημεριάτικα, από το να εξερευνήσω την όαση. Δε μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα, δεν είναι μια όαση σαν αυτές που έχουμε στο μυαλό μας και βρίσκονται καταμεσής μιας ερήμου. Δηλαδή αυτό είναι, αλλά η γύρω έρημος είναι κυρίως βραχώδης και η όαση χωμένη μέσα σε ένα φαράγγι. Σε πρώτη εντύπωση δε διαφέρει πολύ από κάτι ρεματιές στην Κρήτη ή σε άλλα ελληνικά ξερονήσια όπου φυτρώνουν φοινικιές. Βέβαια εδώ είμαστε στην Αφρική, στη Σαχάρα και αυτό καθορίζει τη σπανιότητα του μέρους. Κάτω από τις φοινικιές τρέχουν νερά σε ρυάκια και σχηματίζονται λιμνούλες όπου κολυμπούν μικρά παιδιά και μπανιαρίζονται γυναίκες. Μερικές σκηνές προσφέρουν ανάπαυση σε ντόπιους και ταξιδιώτες. Εγώ συνεχίζω σε ανηφορικό μονοπάτι για να απολαύσω τη θέα από ψηλά και να ανακαλύψω τη γύρω περιοχή. Εκτός από οστά καμήλας δεν υπάρχει τίποτα, κανένα ίχνος βλάστησης στα άγονα, σπαρμένα με πέτρες εδάφη. Δεν υπάρχει ούτε κάποιος εντυπωσιακός αμμόλοφος, η θέα είναι μετρίως ικανοποιητική ακόμα και για την πτήση του drone. Στο ταξίδι αυτό, κατά πως φαίνεται θα περάσω αρκετό χρόνο με τον εαυτό μου, ο προορισμός αυτός είναι ιδανικός για εσωτερική αναζήτηση.
Το απόγευμα συγκεντρώνονται όλοι οι διαμένοντες στο camp, γύρω στα 10 άτομα, ο μεγαλύτερος αριθμός ταξιδιωτών που θα συναντήσω στη χώρα. Μια οικογένεια με παιδιά, ο πατέρας Βραζιλιάνος, η μητέρα Ιταλίδα, γνωρίστηκαν ως φοιτητές στο Παρίσι κι εκείνος εργάζεται στο Nouakchott στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων. Μια Ελβετίδα που επισκέφτηκε την κόρη της η οποία εργάζεται επίσης σε τοπική Μ.Κ.Ο. Ένας αλέγκρος νεαρός Βενεζουελάνος με την Ελβετίδα συμβία του που ταξιδεύουν με ποδήλατο στη χώρα. Ένα ακόμα νεαρό ζευγάρι Γάλλων που ταξιδεύουν κυρίως με τα πόδια! Και μία μεσήλικη Ελβετίδα. Ο Βενεζουελάνος δε μιλάει γαλλικά και διαθέτει μπόλικη τρέλα ώστε να κάνουμε παρέα. Εργάζεται 3-4 μήνες το χρόνο σε ευκαιριακές δουλειές και τον υπόλοιπο κάνει τέτοιου τύπου ταξίδια. Μετέφεραν αεροπορικώς ποδήλατα και σανίδες surf στο Nouadhibou και από εκεί ξεκίνησαν το περιπετειώδες οδοιπορικό, κουβαλώντας βάρος αποσκευών και νερού και διαμένοντας σε σκηνή τις περισσότερες μέρες, φορτώνοντας τα πάντα σε λεωφορεία σε κάποια άλλα τμήματα. Τις σανίδες τις μετακινούν με trailer πίσω από τα ποδήλατα, αλλά βέβαια τις πάρκαραν κάπου πριν τη διαδρομή προς τη Σαχάρα.
Ο τόπος δε με κρατά πολύ, αλλά οφείλω να ακολουθήσω τους ρυθμούς της Αφρικής και να αναχωρήσω αργά την επόμενη μέρα.
Atar
H μικρή αλλά χαοτική, ζεστή και πολύβοη αυτή πόλη είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Adrar και παρ’ όλο που αποτελεί σύνηθες σημείο εισόδου Γάλλων τουριστών, οι περισσότεροι τη θεωρούν αδιάφορη και την παρακάμπτουν. Εμένα πάλι μου αρέσουν πολύ αυτά τα άναρχα μέρη με την τυχαιότητα, την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα που αναιρεί κάθε έννοια οργάνωσης. Αυτοκίνητα και υποζύγια συνυπάρχουν μέσα στους σκονισμένους δρόμους, υπαίθριες αγορές που πωλούν από λαχανικά μέχρι ανταλλακτικά οχημάτων και πιάτσες αυτοκινήτων pickup που μεταφέρουν ανθρώπους και αγαθά σε απομακρυσμένα χωριά της ερήμου. Σε ένα τέτοιο επιβιβάζομαι κι εγώ, διεκδικώντας πάλι μπροστινό κάθισμα που φυσικά μοιράζομαι με έναν ακόμα επιβάτη και παραδίπλα τον οδηγό. Τη μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα παρουσιάζει ο επιβάτης της καρότσας που είναι… μια καμήλα. Αφού γεμίσουμε όλες τις θέσεις παραλαμβάνοντας κόσμο από τις γειτονιές του Atar, ξεκινάμε για το Chinguetti. Kαι πάλι η διαδρομή μου φαίνεται άνετη και σύντομη, γιατί παρά το χωματόδρομο το όχημα κινείται με 90χλμ/ω και καλύπτει την απόσταση με μόλις 2-3 ώρες.
Chinguetti
Το Chinguetti είναι ένα κσαρ, δηλαδή οχυρωμένο χωριό και μεσαιωνικό κέντρο εμπορίου.
Αυτή η μικρή πόλη, που ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα ως το κέντρο εμπορικών διαδρομών στη Σαχάρα και σταθμό των προσκυνητών για τη Μέκκα, συνεχίζει να προσελκύει επισκέπτες που θαυμάζουν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, το τοπίο και τις αρχαίες βιβλιοθήκες της. Ψηλοί αμμόλοφοι ξεκινούν στο όριο της πόλης που απειλείται από την επέκταση της ερήμου.
Η πόλη χωρίζεται στα δύο από ένα αμμώδες, ξηρό ρέμα (wadi). Η αρχιτεκτονική της Σαχάρας χαρακτηρίζεται από σπίτια κατασκευασμένα από ξερολιθιές και λασπότουβλα, με στέγες από ξύλινες δοκούς και φυλλωσιές φοινικόδεντρων. Πολλά από τα παλαιότερα σπίτια διέθεταν χειροποίητες πόρτες κομμένες από τεράστιες ακακίες, οι οποίες έχουν από καιρό εξαφανιστεί από τη γύρω περιοχή. Πολλά σπίτια επίσης περιλαμβάνουν εσωτερικές αυλές.
Αξιοσημείωτα κτίρια στην πόλη είναι το Τζαμί με τον τετράγωνο μιναρέ διακοσμημένο με πέντε αυγά στρουθοκαμήλου στην κορυφή του και ένας ψηλός πύργος υδραγωγείου. Η παλιά συνοικία του Chinguetti έχει πέντε σημαντικές βιβλιοθήκες χειρόγραφων επιστημονικών και κορανικών κειμένων, πολλές από τις οποίες χρονολογούνται από το Μεσαίωνα.
Το auberge (ξενώνας) La Gueila ανήκει σε μια ηλικιωμένη Γαλλίδα, τη Sylvette και το Μαυριτανό συνεταίρο της που ονομάζεται Sidi και τον είχα συναντήσει να συνοδεύει τουρίστες στο Terjit. Ο πετρόχτιστος ξενώνας έχει υπέροχη αρχιτεκτονική που ακολουθεί το ρυθμό της περιοχής, τα δωμάτια είναι ευρύχωρα με μεγάλα κρεβάτια και αφράτα παπλώματα. Παρ’ όλο που τα μπάνια είναι κοινά, είναι υπερβολικά καθαρά. Εκτός από το χώρο του καθιστικού, στο κέντρο της περιμέτρου υπάρχει κατάφυτος κήπος, ενώ μια σκάλα οδηγεί στην οροφή και έναν πύργο όπου απολαμβάνεις πανοραμική θέα της πόλης. Μάλλον η χαμηλή έλευση τουρισμού μου προσέφερε πολύ χαμηλή τιμή σε σχέση με την ποιότητα του καταλύματος, 1100mru (€26) συμπεριλαμβανομένου πλούσιου πρωινού με σπάνιες γεύσεις από χειροποίητες μαρμελάδες, όπως ιβίσκο, γάλα καμήλας, χουρμά κλπ. Εξίσου πλουσιοπάροχο ήταν και το δείπνο με λεμονάτο κοτόπουλο και πατάτες στο φούρνο, που θύμιζε σπιτική συνταγή Ελλάδας. Δεν κατάφερα να καταναλώσω την τεράστια μερίδα. Στο La Geila με περίμενε εδώ και μέρες ο Gary, ένας Νοτιοαφρικανός που ζει στο Λουξεμβούργο, μαζί με την Κολομβιάνα σύζυγό του. Ο Gary είναι ένας χαμηλών τόνων και εξαιρετικής ποιότητας άνθρωπος, πολύ ταξιδεμένος, με τον οποίο είχαμε συνομιλήσει αρκετές μέρες πριν φτάσω στη χώρα μέσω μια ταξιδιωτικής ομάδας στο Facebook. Η σύζυγος είχε ανάγκη ανάπαυσης κι έτσι περνούσαν όλες τις μέρες των διακοπών τους στον ξενώνα, όμως ο Gary είχε δηλώσει διαθέσιμος να μοιραστούμε οι δυο μας το κόστος ενός διήμερου tour με καμήλες στην έρημο.
Περιηγούμαι στην πόλη της ερήμου κάτω από τον καυτό ήλιο του καταμεσήμερου. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν την ώρα αυτή. Συναντώ μερικά παιδιά στα οποία προσφέρω λίγα στιλό και κάποιες κυράδες που πωλούν κάτω από μια τέντα ή μέσα σε μικρομάγαζα, χειροτεχνήματα χαμηλής αισθητικής αξίας. Αφου περάσω την ξερή ρεματιά και εξερευνήσω την πλευρά της παλιάς πόλης, φτάνω σε ία από τις βιβλιοθήκες με τα χειρόγραφα. Είναι κλειστή, αλλά ο αριθμός τηλεφώνου του ιδιοκτήτη είναι γραμμένος στη μετόπη και τον καλώ. Μου μιλάει αραβικά και γαλλικά αλλά καταφέρνω να του δώσω να καταλάβει ότι βρίσκομαι απ΄ έξω και περιμένω, οπότε δεν αργεί να έρθει. Τον ρωτάω για την τιμή και μου τα λέει μπερδεμένα, κάτι για 200, κάτι για 300. Του δίνω να καταλάβει ότι θα πληρώσω 100 και τίποτα παραπάνω. Φοράει τα γαντάκια του και μου παρουσιάζει κάποια από τα χειρόγραφα, διακοσμημένα με πανέμορφα αραβουργήματα. Ο ξηρός αέρας της ερήμου και η αφοσίωση γενεών θεματοφυλάκων, συνέβαλαν στη διατήρηση των εύθραυστων περγαμηνών, κάποιες από αυτές όμως αποτέλεσαν τροφή τερμιτών. Απ’ ότι μου λέει με σπαστά αγγλικά και γαλλικά ο “βιβλιοθηκονόμος”, τα καραβάνια ακολουθούσαν ένα ταξίδι έξι μηνών διασχίζοντας την αφιλόξενη Σαχάρα, μέχρι το προσκύνημα στη Μέκκα.
Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το Chinguetti ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και καταβάλλονται προσπάθειες για να σωθεί η πόλη και οι βιβλιοθήκες της από την παραμέληση.
Σε ένα πεζουλάκι, δίπλα το ξερόρεμα βγάζω την πραμάτεια από την τσάντα και αποφασίζω να κάνω μια πτήση με το drone που κουβάλησα μέχρι εδώ, για να θαυμάσω την πόλη από ψηλά. Αμέσως με την απογείωση εμφανίζει μήνυμα ισχυρών ανέμων. Το αγνοώ και λέω να κάνω ένα πλάνο πάνω από το σημείο απογείωσης χωρίς να το απομακρύνω. Όμως κάποιο ρεύμα αέρα αρχίζει να το παρασύρει χωρίς να μπορεί να αντισταθεί. Είχα αφήσει στο πεζούλι την τσάντα και σκόρπιο τριγύρω φωτογραφικό εξοπλισμό και είμαι σε δίλημμα, να παρατήσω την τσάντα και να κυνηγήσω το drone ή το ανάποδο; Είμαι σε απόγνωση, είναι η μοναδική στιγμή που θα ήθελα να μην ήμουν μόνος. Τελικά επιστρέφω να πάρω την τσάντα ελπίζοντας κάπου να βρω το drone πριν χαθεί στην έρημο. Ως εκ θαύματος πετά ακόμα, σε απόσταση που μπορώ να προσεγγίσω, αλλά ξαναμπαίνει σε ριπή ανέμου και κάνει ελεύθερη πτώση στο αμμώδες έδαφος, χωρίς ζημιά ευτυχώς, και μια επόμενη στα δάχτυλά μου. Τυχερός ήταν ένας γάιδαρος που δεν το έφαγε στο κεφάλι, τα δάχτυλά μου υπέστησαν μερικές αμυχές.
Παρέα με το Gary ανεβαίνουμε στους αμμόλοφους που παίρνουν χρυσές και πυρόξανθες αποχρώσεις κάτω απ’ το φώς της δύσης.
Η έρημος με την πιο εντυπωσιακή μορφή της απλώνεται αχανής μπροστά μου. Μια θάλασσα από άμμο αφιλόξενη και λάγνα συνάμα, πλανεύει τους νομάδες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο άνεμος φλερτάρει με τη Σαχάρα, ψιθυρίζει στις κορυφές της, χαϊδεύει τις πτυχές της. Τη μεταμορφώνει συνεχώς και την παρασύρει σε μια κίνηση αέναη. Κι όταν ο ήλιος κρυφτεί πίσω από μια αμμοθίνη, η έρημος βάζει άλλη φορεσιά σε παστέλ ροζ αποχρώσεις.
Η σκέψη του να φύγω δυο μέρες για περιήγηση με καμήλες στην έρημο απομακρύνεται. Η τιμή που κανονίζει η Sylvette για το οδοιπορικό, τη διαμονή και τη διατροφή φτάνει το εξωφρενικό ποσό των €100! Ανά άτομο! Τι λες βρε φιλενάδα; Της ζητώ να διαπραγματευτεί την τιμή με τον καμηλιέρη αλλά αρνείται να κάνει κάτι τέτοιο. Φυσικά ακυρώνω, ο Gary δεν έχει πρόβλημα με αυτό ούτε επιθυμεί να πάει μόνος του. Ένας φιλόξενος μαγαζάτορας, ο Abdul μας προσφέρει τσάι και χωρίς να προσπαθεί να μας πουλήσει κάτι, λέει πως μπορεί να μας βρει καμήλες για ελάχιστο κόστος. Έχω χάσει όμως τη διάθεση για όλο αυτό, φαντάζει τόσο τουριστικό και η έρημος είναι εκεί, μπορώ να κάτσω όσο θέλω, να περπατήσω όσο θέλω, να κοιμηθώ εκεί αν θέλω, χωρίς να χρειάζομαι καμήλες για να βγάλω φωτογραφίες. Να σημειώσουμε πως οι καμήλες δεν προορίζονται για ιππασία αλλά μεταφορά προμηθειών. Όταν συναντώ τη Sylvette παρατηρώ ότι μου κρατά μούτρα, αλλά δε με αφορά αυτό.
O Gary mου είχε μιλήσει για ένα Βρετανό που έχει ασπαστεί το Ισλάμ και μένει μόνιμα εκεί, τον οποίο συναντάμε για λίγο στο δρόμο. Έχει ηληκία γύρω στα 60+ και οδηγεί Land Cruiser, έχει γαλανά μάτια και λευκή μακριά γενειάδα όπως κάθε ευσεβής μουσουλμάνος. Κάνει επίδειξη τυπικού σκωπτικού Βρετανικού χιούμορ, για όλους εμάς τους τουρίστες που αγγίζουμε επιφανειακά κάθε τόπο αντί να εγκατασταθούμε εκεί.
Ξημερώνει Δευτέρα στο Chinguetti και η πόλη αποκτά ζωή. Μικροί μαθητές κινούν για το σχολείο τους και έφηβες μαθήτριες με το φανταχτερό μπλε malafa τους, το παραδοσιακό ισλαμικό γυναικείο ένδυμα, πολύχρωμο για τις μεγαλύτερες γυναίκες. Οι άντρες με τα λευκά τουρμπάνια και την κελεμπία daraa επιδίδονται σε εργασίες, κοινωνικές συναναστροφές ή ένα επιδαπέδιο παιχνίδι με βόλους.
Ο μαγαζάτορας Abdul με καλεί πάλι για τσάι και προτείνει να πάμε στην έρημο στους οικισμούς των νομάδων. Τον ρωτάω πόσο θα με χρεώσει και μου απαντά τίποτα. Κλείνει το μαγαζάκι, κατεβάζει τα ρολά και ξεκινάμε. Διαβαίνουμε μονοπάτια στα περίχωρα της πόλης, μικρές οάσεις με περιβολάκια και ψηλούς αμμόλοφους που βυθίζομαι μέχρι το γόνατο γεμίζοντας για μια ακόμα φορά τα παπούτσια μου με άμμο. Μετά από καμιά ώρα φτάνουμε τελικά στους καταυλισμούς, όμως δεν υπάρχει ψυχή. Πού είναι οι νομάδες βρε Abdul? Μέσες-άκρες μου λέει πως την εποχή αυτή δεν έχει νομάδες στην έρημο, κατευθύνονται προς το Nouakchott. Επιβεβαιώνω πως δεν έχω λόγο να περιηγηθώ ασκόπως στην έρημο και αποφασίζω να αφιερώσω παραπάνω χρόνο σε οικισμούς ανθρώπων, που με ενδιαφέρουν περισσότερο.
Ο Abdul με το ζόρι δέχεται φιλοδώρημα για το χρόνο που μου αφιέρωσε και το κατώφλι του μαγαζιού του μου προσφέρει όχι μόνο ανάπαυλα από τη ζέστη και την κούραση, αλλά και ένα ωραίο σημείο παρατήρησης της καθημερινής ζωής των ντόπιων, συναναστροφής μαζί τους και… προσφοράς στιλό σε μαθητές και ντροπαλές μαθήτριες.
Ouadane
Η Ouadane είναι μία ακόμα παλιά οχυρωμένη πόλη της ερήμου. Ιδρύθηκε πριν τον 11ο αιώνα και ήταν σημαντικός σταθμός εμπορίου στη Σαχάρα και σημείο διέλευσης των καραβανιών που μετέφεραν πλάκες αλατιού από τα ορυχεία του Idjil. Η πόλη απέκτησε ιδιαίτερη ευημερία την εποχή του διασαχάριου εμπορίου χρυσού.
Για να πάει κανείς από το Chinguetti στην Ouadane θα πρέπει να πάει πίσω στο Atar και να ξαναγυρίσει με άλλο όχημα που στα μισά περίπου του δρόμου θα πάρει τη διασταύρωση προς Ouadane, σπατάλη χρόνου και κόπου δηλαδή. Αντ’ αυτού επιλέγω να πάω μέχρι τη διασταύρωση με ένα ταξί και να περιμένω να περάσει 4×4 pickup για τον προορισμό μου. Το αν και πότε θα περάσει δεν είναι εγγυημένο, όμως η Sylvette ήταν πολύ εξυπηρετική και επικοινώνησε με το Atar επιβεβαιώνοντας ότι υπάρχει δρομολόγιο και εξασφαλίζοντας κενή θέση. Στη διασταύρωση δεν υπάρχει ψυχή, ούτε καν ο στρατιωτικός που μου είχε ζητήσει fiche στον πηγαιμό για Chinguetti. Μερικά εγκαταλειμμένα κτίρια χωρίς στέγη θα μπορούσαν να γίνουν καταφύγιο το βράδυ αν ξεμείνω εδώ, ή απλά να στρώσω τον υπνόσακο κάτω από τα άστρα. Η τρίωρη παραμονή παρέα με τις σκέψεις μου είναι μια ενδιαφέρουσα διεργασία. Μόνο κάποιο παράξενο είδος σπουργιτιού δείχνει ατρόμητη περιέργεια για την παρουσία μου. Τι να τρώνε εδώ στην ερημιά τα άμοιρα αυτά πλάσματα; Τους ρίχνω ένα κομμάτι μπάρας δημητριακών αλλά το μάτι τους είναι σπουργιτίσιο και όχι αετίσιο, έτσι μου ‘ρχεται να πιάσω τη μπάρα από το χώμα και να τη φάω εγώ.
Κάποια στιγμή, σκόνη σηκώνεται στον ορίζοντα και δυο οχήματα εμφανίζονται. Το ένα πάει Chinguetti και το άλλο παραλαμβάνει εμένα, στη μπροστινή θέση μοιρασμένη πάλι με έναν ακόμα. Στο πίσω κάθισμα κάθεται μια πανέμορφη οικογένεια με δυο γλυκύτατα κοριτσάκια. Ο πατέρας είναι πολιτικός μηχανικός και πηγαίνουν στη γενέτειρά τους την Ouadane. Παρά τα λιγοστά αγγλικά, μου ζητούν το τηλέφωνό μου με σκοπό να με προσκαλέσουν τις επόμενες μέρες, όμως τελικά πιθανόν με ξέχασαν.
Σε δυο ώρες φτάνουμε στην Ouadane, δίνω fiche στο στρατιωτικό και αποθέτω σάκο στο auberge της Zaida, στα πρόθυρα της πόλης, που παρέχει σκηνές αλλά και δωμάτια. Περιδιαβαίνω την πόλη που είναι σκαρφαλωμένη σε ένα βραχώδες οχυρό, υπό το φως του δειλινού. Παιδάκια τρέχουν χαρούμενα στους σκονισμένους δρόμους και γίνεται πανζουρλισμός με τα στιλό και τα μπαλόνια. Κάποια παιδιά ξέρουν λίγες λέξεις στα αγγλικά και ως επιβράβευση παίρνουν επιπλέον στιλό.
Στην κεντρική μεγάλη τέντα του ξενώνα, ακούγονται τραγούδια. Μια Αυστραλέζα τουρίστρια Αφγανικής καταγωγής που ταξιδεύει με τον τοπικό ξεναγό της, μυείται στο τελετουργικό της δερματοστιξίας των χεριών με χένα. Κάποια στιγμή γίνεται κουβέντα σχετικά με μια αμφιλεγόμενη παράδοση κατά την οποία οι κοπέλες που προορίζονταν για νύφες, υποβάλλονταν σε διαδικασία αναγκαστικής πάχυνσης, χαρακτηριστικό κάλλους και ευεξίας. Η τουρίστρια προσφέρει χρήματα για να της κάνουν… επίδειξη της διαδικασίας. Πραγματικά αηδιάζω με τους τουρίστες αυτής της νοοτροπίας, που θεωρούν ότι με τα χρήματα αγοράζουν τα πάντα χωρίς κανέναν σεβασμό. Κάποια στιγμή καταφθάνει το ζεύγος των ποδηλατών, ο Βενεζουελάνος και η Ελβετή, προσφέροντάς μου πιο ενδιαφέρουσα παρέα. Χρησιμοποίησαν λεωφορείο και σκοπεύουν να φύγουν με τα ποδήλατα μετά από μερικές μέρες. To δείπνο περιλαμβάνει κουσκούς και ένα πήλινο δοχείο σαν το Μαροκινό tangine με βραστά λαχανικά και κρέας καμήλας μαζί με το κόκαλο. Οι ποσότητα είναι υπερβολική για ένα άτομο, ακόμα και τέσσερις δε θα την κατάφερναν. Τα βραστά λαχανικά δε με ενθουσιάζουν, αλλά και το κρέας είναι πολύ σκληρό και γεμάτο άμμο. Ποιός ξέρει που κυλιόταν πριν φτάσει στο πιάτο.
Νωρίς το πρωί κινώ για την εξερεύνηση της παλιάς οχυρωμένης πόλης. Εκτός από τις εξωτερικές πύλες των τειχών, υπάρχει πρόσβαση και από τη νέα πλευρά την πόλης μιας και η μία είναι συνέχεια της άλλης. Έτσι θα μπορούσα να αποφύγω το εισιτήριο των 200mru, άλλα όλο και κάποιος νεαρός που παριστάνει τον ξεναγό εμφανίζεται. Με πιάνουν οι γενναιοδωρίες μου, του δίνω 300 χωρίς να κόψει εισιτήριο, για να βγάλει ένα μεροκάματο το παλικάρι. Η πόλη έχει αρκετό ενδιαφέρον, από τις επάλξεις των τοίχων απολαμβάνω εντυπωσιακή θέα σε μια κοιλάδα με φοίνικες και έναν ποταμό από άμμο.
Η παλιά πόλη, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, παραμένει σε σχετικά καλή κατάσταση μετά από έργα αναστήλωσης. Το τζαμί με το τον τετράγωνο πυργίσκο θυμίζει αυτό του Chinguetti, αλλά εδώ υπάρχουν και πέντε χαρακτηριστικές σειρές από θολωτές αψίδες.
Τις ξεναγήσεις τις βαριέμαι αλλά o φιλαράκος θα μου φανεί χρήσιμος ως μεταφραστής, για να κλείσω θέση στο αγροτικό για να φύγω την επομένη μέρα από εδώ. Ο οδηγός είναι ο ίδιος που με έφερε και ταυτόχρονα είναι ιδιοκτήτης μπακάλικου. Ζητάω να μου διασφαλίσει μπροστινή θέση αλλά μου τα μασάει.
Στην Ouadane δεν υπάρχουν αμμόλοφοι όπως στο Chinguetti, όμως η έρημος είναι κυρίαρχη και εδώ, έστω και πιο επίπεδη.
Μια μέρα… η έρημος κι εγώ.
H Σαχάρα με σαγηνεύει, με ξελογιάζει και με απάγει στις απέραντες εκτάσεις της, μου δίνει άμμο για παιχνίδι, ψίθυρο να αφουγκραστώ, θησαυρούς να αναζητήσω, κρυμμένους όχι στο έδαφος αλλά στην ψυχή μου. Η Σαχάρα μου κλείνει το γιγάντιό της μάτι.
Πόσο να μείνω στην έρημο; 40 μέρες; Jesus, ούτε καν! Σα να μην έφαγα αρκετή άμμο στην έρημο επιστρέφω στο τσαρδί να φάω λίγο ακόμα από το χθεσινό κρέας καμήλας με την κρατσανιστή άμμο.
Ξυπνώ με το χάραμα περιμένοντας το αγροτικό να με πάρει. Μετά από καμιά ώρα εμφανίζεται. Θέση δεν παίζει μπροστά, η δικαιολογία είναι ότι έχει πρόβλημα με το πόδι του ο επιβάτης. Έξυπνο, δε μπορώ να το αμφισβητήσω. Θα γούσταρα καρότσα αλλά δυο μαντράχαλοι έχουν απλωθεί σε όλο τον ελεύθερο από πραμάτειες χώρο. Είναι η λιγότερο άνετη μετακίνηση αλλά ευτυχώς πάμε γρήγορα και μετά από κανένα τρίωρο φτάνουμε, πού αλλού; Στο Atar. Από εκεί παίρνω άλλο αγροτικό, σχεδόν άδειο αυτή τη φορά για να πάω στο Choum και να περιμένω το τρένο. Μου περνάει στο νου να πάω τέσσερις ώρες πιο μακριά, στο Zouerate που είναι η αφετηρία, αλλά εκτός από το επιπλέον κόστος και χρόνο στο πήγαινε-έλα (4+4 ώρες), υπάρχει φόβος να μην το προλάβω.
Choum
Φτάνω σε έναν οικισμό που βρίσκεται σε λήθη κάτω από το καυτό λιοπύρι. Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα στο Choum. Ούτε κατάλυμα, ούτε εστιατόριο. Με το ζόρι υπάρχουν δυο μπακάλικα να αγοράσεις νερό. Οι σιδηροτροχιές διασχίζουν την άκρη της πόλης και σε απόσταση κάποιων μέτρων υποτίθεται είναι το Sahrawi, ένα κράτος μη αναγνωρισμένο, διαφιλονικούμενο έδαφος με το Μαρόκο. Δεν υπάρχει κάποιο σύνορο που να οριοθετεί τα κράτη, όμως έχω διαβάσει στο διαδίκτυο πως η περιοχή είναι ναρκοθετημένη.
Τριγυρνώ σαν την άδικη κατάρα και δεν είναι καν μεσημέρι ακόμα. Ένας ντόπιος, αραχτός κάτω από μια σπάνια σκιά, με πληροφορεί πως το τρένο περνά στις 8μμ σήμερα. Τι θα κάνω τόσες ώρες εδώ, ούτε το internet δεν πιάνει! Βλέπω πόρτα και μπαίνω. Δηλαδή όχι πόρτα ακριβώς, αλλά μια σιδηροτροχιά για κατώφλι, σε ένα δωμάτιο με χαλιά γεμάτα σκόνη και χωμάτινους τοίχους με φαγωμένους σοβάδες σε έντονο πράσινο χρωματισμό. Στη σάλα βρίσκονται μόνο γυναικόπαιδα και ένας ντόπιος με μια τσάντα που μοιάζει ταξιδιώτης. Βγάζω παπούτσια παρ’ όλο που τα χαλιά έχουν πιο πολύ χώμα από τον έξω χώρο… και αράζω. Οι γυναίκες μου προσφέρουν τσάι, δεν κατάλαβα ποτέ με σαφήνεια το ρόλο αυτού του χώρου που με φιλοξενεί δωρεάν. Οι ώρες περνάνε αργά αλλά οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα παιδιά αποτελούν ευχάριστη συντροφιά και δεν είναι ντροπαλές με τις φωτογραφίες. Ένα κορίτσι μου διαβάζει περήφανα μερικές φράσεις στα αγγλικά που έχει γραμμένες σ’ ένα τετράδιο. Κάποια απλά πράγματα, όπως μερικά μπαλόνια και μαρκαδόροι χαρίζουν χαρά στα παιδιά. Τρεις γίδες εμφανίζονται από την εσωτερική πόρτα της σάλας και περνάνε τρέχοντας προς την έξοδο. Αυτό θα επαναληφθεί αρκετές φορές αμφίδρομα. Κάποια στιγμή φέρνουν ένα δίσκο με φαγητό αδιευκρίνιστης ταυτότητας. Είναι ένα ανακάτεμα, ίσως ρύζι αλλά δεν είμαι σίγουρος έτσι όπως μοιάζει με χυλό, μάλλον περιέχει και πατάτες ή κάτι παρόμοιο, νομίζω μυρίζει ψαρίλα. Είναι πιθανό να έρχονται ψάρια με το τρένο από τον Ατλαντικό, αμφιβόλου φρεσκάδας, μόνο καμιά 12αριά ώρες εκτός ψυγείου στο τρένο και άλλες τόσες στην αγορά με σμήνη από μύγες. Καλά, δε θα είναι η πρώτη φορά που τρώω αηδίες αλλά η δίαιτά μου δεν περιέχει ψάρι σήμερα. Μου αρκεί μια μπάρα δημητριακών όλες αυτές τις ατέλειωτες ώρες. Αντιθέτως οι γυναίκες βουτάνε με λαιμαργία τα βρομόχερά τους μέσα στο δίσκο.
Προς το απόγευμα πηγαίνω μια βόλτα τριγύρω για να αγοράσω δυο μπουκαλάκια νερό που μαζί με μισό ακόμα που έχω, πιστεύω να με φτάσουν για το ταξίδι. Αρκεί βέβαια να μη μου σπάσει κανένα. Ψάχνω επίσης για κουβέρτα, μήπως αποφύγω να χρησιμοποιήσω τον υπνόσακο στο τρένο καταστρέφοντάς τον. Υποτίθεται πως στο Choum δε βρίσκει κανείς τέτοια είδη, κι όμως σε μια αποθήκη βρήκα κάποια μικρή ποικιλία σε κουβέρτες, χαλιά και μεταχειρισμένα ρούχα. Μάστορα πόσο κάνει; Combien monsieur? 900 λέει ο καταστηματάρχης. Τι λες ρε φίλε; Δεν τη θέλω για την προίκα μου. Φέρε κανένα φτηνό κουβερλί, κανένα χαλί, κάτι για το κρύο τέλος πάντων, 350 δίνω. 400 λέει ο παίχτης. ‘Ντάξει λέω, ας μην κάνω παζάρια το πενηντάρικο (€1,2). Το κουβερλί είναι σπέσιαλ, με κατωσέντονο και μαξιλαροθήκη, συσκευασμένο σε νάιλον θήκη με φερμουάρ την οποία σκοπεύω να χρησιμοποιήσω επίσης. Ρε μήπως να το κρατήσω όντως για προίκα; Μόνο το χρώμα το εμπριμέ με χαλάει λίγο. Κατά τις 7:00μμ πέφτει σύρμα, το τρένο θα περάσει στις 7:30 λένε. Με το ντόπιο ταξιδιώτη που ήταν στη σάλα και έναν ακόμα ντόπιο που εμφανίζεται και μιλάει λίγα αγγλικά, κατευθυνόμαστε προς τις ράγες. Ο αγγλόφωνος είναι από το Atar και πάει Nouadhibou για αγώνες ενός αθλήματος με μπάλες που δε μπορεί να μου εξηγήσει ακριβώς. Μου λένε να τους ακολουθήσω για να σταθούμε στο σωστό σημείο επιβίβασης. Κατόπιν καταλαβαίνει ότι σκοπεύω να ταξιδέψω πάνω στο μετάλλευμα και όχι στο βαγόνι επιβατών όπως εκείνοι. Τους φαίνεται παράλογο που θα ταξιδέψω μέσα στο κρύο και τη μουτζούρα, μου φαίνεται παράλογο που θα ταξιδέψουν μέσα στο βρόμικο, κλειστοφοβικό κουτί. Κατά τις 8:00 και ενώ έχει πέσει το σκοτάδι βλέπω στο βάθος το φως της μηχανής. Αναθαρρώ, το “κτήνος” έρχεται, με σιδηροδρομική ακρίβεια! Έχω ήδη βάλει το μεγάλο σακίδιο σε μια σακούλα σκουπιδιών, το αρπάζω και πλησιάζω τις ράγες έτοιμος για επιβίβαση. Αισθάνομαι ηλίθιος, η ντιζελομηχανή δε σύρει κανένα βαγόνι πίσω της. Επιστρέφω και κάθομαι στην αναπαυτική πέτρα μου. Ως αγχώδης που είμαι αρχίζω να ανησυχώ, μήπως δεν περάσει τρένο σήμερα; Δε μπορεί όμως, κάθε μέρα περνάει λένε. Μια γυναίκα εμφανίζεται μετά από λίγο και μου λέει κάτι στα αραβικά κουνώντας αρνητικά το δάχτυλο. What? Της λέω. Train! Εκείνη κουνά το κεφάλι και μουρμουρίζει κάτι με ύφος: “Εγώ πάντως στο είπα”. Με ζώνουν τα φίδια. Περνάει και άλλη ντιζελομηχανή με 4-5 βαγόνια καυσίμων, αλλά το κτήνος πουθενά. Κατά τις 9 εμφανίζεται πάλι φως στον ορίζοντα. Δεν είναι αμάξι, τρένο είναι… αλλά δεν ακούω ισχυρό θόρυβο. Δε μπορεί να είναι το κτήνος, σκέτη μηχανή θα είναι πάλι. Κι όμως! Το κτήνος σε όλο του το μεγαλείο περνάει από μπροστά μου επιβλητικό και σταματά λίγες στιγμές αργότερα.
Τρέχω να διαλέξω βαγόνι, ενώ από την απέναντι πλευρά εμφανίζεται ένα αγροτικό που δεν κατάλαβα αν είναι αστυνομία ή κάτι άλλο και ο οδηγός με ρωτά: Comment ça va? Bien απαντώ, άει παράτα μας κι εσύ! Σκαρφαλώνω στο βαγόνι με προσοχή να μη γκρεμοτσακιστώ, ενώ το μεγάλο σακίδιο το τραβώ αργότερα με ένα σχοινί που του έχω δέσει.
Καλώς όρισα στο τρένο της ερήμου.
ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
(Το τρένο του σιδηρομεταλλεύματος)
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε μήκος αμαξοστοιχία στον κόσμο, με μήκος που φτάνει τα 3χλμ. Λειτουργεί από το 1963, (με κάποιες διακοπές λόγω πολέμων στην περιοχή) και μεταφέρει σιδηρομετάλλευμα από τα κοιτάσματα του Zouerat στην έρημο Σαχάρα, έως το λιμάνι του Nouadhibou στον Ατλαντικό, σε μια διαδρομή 700χλμ παράλληλα με τα σύνορα της Δυτικής Σαχάρας.
Το τρένο αποτελεί σημείο ενδιαφέροντος για κάποιους ταξιδιώτες που επιλέγουν να επιβιβαστούν παράτυπα πάνω στα βαγόνια με το ορυκτό. Κάποιοι το θεωρούν εμπειρία ζωής, προσωπικό κατόρθωμα ή κύριο λόγο επίσκεψης στη χώρα.
Προσωπικά το θεωρώ κάπως υπερεκτιμημένο στόχο, υπάρχουν σίγουρα πολλές ακόμα αλησμόνητες εμπειρίες για κάποιον έμπειρο ταξιδιώτη.
Σίγουρα όμως αποτελεί έναν πολύ διασκεδαστικό, δωρεάν και σχετικά πρακτικό τρόπο μετακίνησης στο σημείο αυτό που δεν υπάρχει συντομότερη οδική σύνδεση.
Η 12ωρη διαδρομή από τον οικισμό του Choum -ή εναλλακτικά 16 ώρες από Zouerate- στο Nouadhibou και τις ακτές του Ατλαντικού, έχει μοναδική παρέα έναν ουρανό με διαμαντένια άστρα, ενώ στο τέλος της διαδρομής η ανατολή στην έρημο είναι αλησμόνητη. Η νύχτα είναι κρύα πάνω στο βαγόνι και χρειάζεται κουβέρτες, υπνόσακους και ρουχισμό πολύ ενισχυμένο σε σχέση με τις ημερήσιες θερμοκρασίες στην Αφρική. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που επηρεάζει την άνεση του ταξιδιού είναι το μετάλλευμα που παρασύρεται από τον αέρα και λούζει τον επιβάτη με ένα μαύρο, παχύ στρώμα σκόνης. Η μάσκα ή το παραδοσιακό τουρμπάνι καθίστανται απαραίτητα για προστασία του αναπνευστικού από τη μουτζούρα και για τα μάτια χρειάζονται γυαλιά κλειστού τύπου.
Στρώνω σεντόνι πάνω στην μουτζούρα του μεταλλεύματος, ασφαλίζω σακίδιο με τα φωτογραφικά μέσα στη νάιλον θήκη του κουβερλί και όλο μαζί σε μια ακόμα σακούλα σκουπιδιών. Βρίσκω βολικό σημείο πάνω στο βουνό με το ορυκτό. Τρώω μια μπάρα για βραδινό, πίνω και νεράκι. Θα το κάψουμε απόψε κυρ’ Στέφανε, όπως λέει και μια εθνική σταρ. Προσοχή μόνο στο μπουκάλι με το νεράκι μην το σπάσω και με βρουν παστό απ την αφυδάτωση το πρωί. Παρέλειψα να πάρω φακό κεφαλής, έκανα πατέντα δένοντας το φακό χειρός στη ζώνη μου, αλλά δεν είναι πολύ αποτελεσματικό. Μια ντιζελομηχανή λίγο παρακάτω ρίχνει από την αντίθετη κατεύθυνση κόντρα φως και βοηθάει κάπως να τακτοποιηθώ. Μετά από 15 λεπτά περίπου, ένα απότομο κλώτσημα χωρίς κάποιο ήχο που να προειδοποιεί (άλλωστε η μηχανή είναι μισό χιλιόμετρο μακριά) δίνει εκκίνηση. Έχει ακόμα ζέστη, μάλλον το πρωί που θα πλησιάζω τον Ατλαντικό θα πέσει η θερμοκρασία όπως λένε. Δεν περνάει ούτε μισή ώρα και τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία. Η θερμοκρασία πέφτει απότομα και από τους 33 βαθμούς Κελσίου που είχε τη μέρα, τώρα ίσως πλησιάζει τους 10, την εποχή αυτή θα αγγίξει τους 5-6 μέσα στη νύχτα. Το παπλωματάκι αποδεικνύεται καλή αγορά, όμως ο αέρας το διαπερνά. Αρχικά βάζω τα πόδια μου μέσα στη μία σακούλα σκουπιδιών όπου βρίσκεται και ο μικρός σάκος με τα φωτογραφικά. Είναι άκρως αποτελεσματικό. Ευτυχώς έχω προνοήσει και έχω ακόμα δυο μεγάλες σακούλες απορριμμάτων. Τις στερεώνω πάνω από το παπλωματάκι με προσοχή να μην τις πάρει ο αέρας και με αυτό τον τρόπο θα ταξιδέψω άνετα. Είναι μάλλον βασιλικές ανέσεις σε σχέση με το πώς βιώνει μια νύχτα κάποιος άστεγος οπουδήποτε στον κόσμο. Μόνο το λάστιχο της μάσκας με ενοχλεί και θα ήθελα και ένα μαξιλάρι πιο μαλακό, δε βολεύει το σακίδιο ως προσκέφαλο…
Μοιάζει με ταξίδι διαγαλαξιακό, τα άστρα τα πιο λαμπρά που έχω δει! Αν απλώσω το χέρι θα κλέψω μια χούφτα διαμάντια απ’ το στερέωμα. Και η ημισέληνος, ίδια όπως στη σημαία της χώρας, οριζόντια μου χαμογελά. Τα όνειρα μπλέκουν με την πραγματικότητα, άλλωστε αυτό που ζω είναι πιο έντονο από τα όνειρα ενός φευγαλέου ύπνου.
Το κτήνος βρυχάται, στριγκλίζουν ανατριχιαστικά οι σιδηροτροχιές, τα βαγόνια ταλαντεύονται αριστερά-δεξιά σα να πλέουν σε τρικυμία, όμως εγώ το απολαμβάνω, όπως τη λανθάνουσα ανάμνηση του νανουρίσματος στο βρεφικό λίκνο μου.
Για να τιθασεύσεις το κτήνος πρέπει να σεβαστείς τη μανία του, ν’ ακολουθήσεις το κάλπασμα καβάλα στη ράχη του, μέχρι η ωκεάνια αύρα να κατευνάσει τις φλόγες στα σωθικά του.
Το στίγμα στο χάρτη δείχνει πως πλησιάζουμε στην ακτή, δεν έχει φέξει ακόμα, ανυπομονώ να αντικρίσω την όψη του κτήνους.
Στην έρημο χαράζει ανεμπόδιστα, αρχίζω να διακρίνω τη χωρίς τελειωμό φιδίσια γραμμή και το μαύρο σύννεφο του σιδήρου να παρασύρεται στον ουρανό της ροδαυγής. Γι αυτές τις τελευταίες ώρες του ταξιδιού άξιζε όλος ο κόπος του υπολοίπου. Οι πρώτες ηλιαχτίδες ζεσταίνουν και πάλι το ταλαιπωρημένο κορμί που αποχαιρετά την κλίνη από μαύρη σκόνη. Μερικά κοπάδια καμήλες κοιτούν αδιάφορα το τρένο που περνά, σαν κάτι το συνηθισμένο.
Λίγο έξω από το Nouadhibou το υδάτινο στοιχείο κάνει την παρουσία του, μια ρηχή λιμνοθάλασσα. Το τρένο σταματά έξω απ΄ την πόλη. Καθώς κατεβαίνω βλέπω ένα παλιό αμάξι Mercedes έρχεται με ταχύτητα προς το μέρος μου σηκώνοντας σκόνη στο ανώμαλο έδαφος. 250 uguiya του προτείνω αποφασιστικά κι εκείνος ελλείψει άλλων πελατών δέχεται. Δε νοιάζεται για τη μαυρίλα που κουβαλάω, άλλωστε το όχημα έχει περισσότερη σκόνη από εμένα. Πάει μια βόλτα στο τέλος της αμαξοστοιχίας όπου βρίσκεται το σαραβαλιασμένο βαγόνι επιβατών, αναζητώντας κι άλλους επιβάτες, αλλά δε βρίσκει. Το κατάμαυρο πλέον παπλωματάκι θα το αφήσω δωράκι στον οδηγό.
Nouadhibou
Το Nouadhibou είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μαυριτανίας και λειτουργεί ως σημαντικό κέντρο εμπορίου και αλιείας. Βρίσκεται σε μια χερσόνησο μήκους 65 χιλιομέτρων που ονομάζεται Ras Nouadhibou ή Cap Blanc, το ήμισυ του οποίου ανήκει στο Μαρόκο. Κατά συνέπεια, το Nouadhibou βρίσκεται δίπλα στα σύνορα μεταξύ Μαυριτανίας και Δυτικής Σαχάρας (Μαρόκου).
Το Nouadhibou έχει πολλά ξενοδοχεία, αλλά στο booking.com συμμετέχουν ελάχιστα και δεν είναι φτηνά. Αντί για το Aljazira που είναι δημοφιλές στους ταξιδιώτες αλλά κάπως απαρχαιωμένο (€45) πηγαίνω στο Valencia (€47) χωρίς κράτηση προσπαθώντας να διαπραγματευτώ την τιμή. Για άλλη μια φορά όχι μόνο δεν πετυχαίνω καλύτερη τιμή αλλά μου την αυξάνει στα €50, διορθώνοντας το “λάθος” της καταχώρισης στη booking. Στην κατάσταση που είμαι δε διαπραγματεύομαι ιδιαίτερα, μαύρη σκόνη πέφτει από πάνω μου στα γυαλιστερά λευκά πλακάκια. Το ξενοδοχείο είναι πολυτελές και η διαμονή μου περιλαμβάνει και πάλι όχι ένα απλό δωμάτιο αλλά ολόκληρο διαμέρισμα με δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι, κουζίνα και τα σχετικά. Κλείνω ερμητικά τα βρόμικα ρούχα μέσα σε σακούλες απορριμμάτων και μπαίνω κάτω από το ευεργετικό νερό του ντους.
Το Nouadhibou δεν έχει πολλά πράγματα να δες και να κάνεις. Για εμένα αυτό που επείγει είναι να φάω κάτι μετά από 36+ ώρες νηστικός. Ένα παρακείμενο cafe δείχνει συμπαθητικό, μια κοριτσοπαρέα πίνει milk shakes. Σερβιτόρος δεν υπάρχει πουθενά, μετά από αρκετή ώρα μπαίνω στην κουζίνα να τον ψάξω. Μου δείχνει φωτογραφίες του μενού στο κινητό του. Ο χρόνος αναμονής είναι υπερβολικός ακόμα και για τους Αφρικανικούς ρυθμούς. Άλλωστε εδώ στις ακτές οι άνθρωποι έχουν έντονα σκούρο δέρμα, δείχνουν πιο Αφρικανοί από το μέσο Μαυριτανό. Ζητάω μια μπαγκέτα γιατί ομελέτα ξεροσφύρι δεν τρώγεται και μου φέρνει μια “μεταχειρισμένη” με υπολείμματα τροφών επάνω. Γίνομαι έξαλλος και πηγαίνει να αγοράσει φρέσκια. Περιτριγυρίζω τους σκονισμένους δρόμους της πόλης μέσα στο καταμεσήμερο. Δεν ανακαλύπτω κάποιο σημείο ενδιαφέροντος και γενικά ο κόσμος δεν κυκλοφορεί μέσα στη ζέστη. Οι κοινωνικές αντιθέσεις παρ’ όλα αυτά είναι εμφανείς και έντονες. Κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν σε έναν σκουπιδότοπο και ακριβώς δίπλα βρίσκονται βίλες με ανθισμένες βουκαμβίλιες. Προσπαθώ να βρω ταξί για το λιμάνι με τις βάρκες αλλά μάταια. Δεν περνάει κανένα σαράβαλο οπότε καλύπτω την περισσότερη διαδρομή με τα πόδια. Ένα χιλιόμετρο πριν φτάσω στον προορισμό μου καταφέρνω να επιβιβαστώ σε τροχοφόρο. Η είσοδος στο λιμάνι είναι γεμάτη με χειράμαξες που μεταφέρουν κασόνια και είδη αλιείας. Στα στενά σοκάκια πριν τις προβλήτες, λειτουργούν επίσης μικρομάγαζα που κατασκευάζουν ή επισκευάζουν είδη για τις βάρκες και το ψάρεμα.
Στο λιμάνι, γνωστό ως Port Artisanale, εκατοντάδες χρωματιστές, ξύλινες πιρόγες, σχηματίζουν ένα πολύχρωμο μοτίβο σαν παζλ, τόσο όμορφο όσο και τυχαίο. Το θέαμα είναι ασύλληπτο, αξίζει να βρεθεί κανείς σε αυτό το σημείο της γης μόνο γι αυτό.
Αυτή η γεωμετρική αταξία έχει μια συνεχή κινητικότητα μέσα της. Οι άνθρωποι του μόχθου μεταφέρουν τσουβάλια με ψάρια από τις βάρκες, κουβαλούν υλικά μέσα και έξω, δένουν κάβους, επισκευάζουν δίχτυα.
Οι αλιείς είναι σχεδόν αποκλειστικά Σενεγαλέζοι, οι Μαυριτανοί αποφεύγουν αυτό το σκληρό, υποτιμητικό και επικίνδυνο επάγγελμα. Βλέπω ένα πολυώροφο κτίριο μιας επιχείρησης τυποποίησης αλιευμάτων. Ζητώ να ανέβω στον τελευταίο όροφο για να βγάλω φωτογραφίες από ψηλά. Ο νεαρός υπεύθυνος διακόπτει το μεσημεριανό ύπνο του για να με συνοδεύσει. Όπως είναι αναμενόμενο, ή θέα από το ύψος αυτό σου κόβει την ανάσα. Η επιχείρηση συσκευάζει μεγάλες γαρίδες σε κουτιά από φελιζόλ, τις καταψύχει και τις εξάγει στην Ευρώπη.
Η κυβέρνηση της Μαυριτανίας έχει ιδρύσει την Ελεύθερη Ζώνη του Nouadhibou για να προσελκύσει βιομηχανίες επεξεργασίας ψαριών, όπως η κονσερβοποίηση τόνου, με μηδενικούς δασμούς.
Το Nouadhibou ήταν επίσης γνωστό για τα εκατοντάδες ναυάγια και σκουριασμένα, παροπλισμένα πλοία έξω από τις ακτές του. Θεωρούνταν το μεγαλύτερο νεκροταφείο πλοίων στον κόσμο. Μια προηγούμενη κυβέρνηση χρηματίζονταν από διάφορες χώρες επιτρέποντας να αποθέτουν τα σαπιοκάραβά τους εδώ, προκαλώντας ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή. Σήμερα το νεκροταφείο των πλοίων Nouadhibou δεν υπάρχει πλέον. Τα περισσότερα πλοία έχουν αποσυναρμολογηθεί και οδηγηθεί σε διαδικασία ανακύκλωσης από κινεζικές εταιρίες. Μόνο μερικά μικρότερα μπορούν ακόμα να βρεθούν αλλά δεν αξίζει τον κόπο να τα αναζητήσει κανείς.
Στο λιμάνι δεν έχει κανένα σημείο να ξαποστάσω, να πιω κάτι. Η αλήθεια είναι ότι με τόσα θαλασσινά που είδα, επιθυμώ να απολαύσω ένα καλό γεύμα. Κάποια εστιατόρια που επισημαίνω στο χάρτη είναι κλειστά, κάποια άλλα σε διαφορετικό σημείο. Βρίσκω ένα εξαιρετικό με μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και ένας φουσκωτός Αη Βασίλης διακοσμούν την εξωτερική σάλα, η μοναδική αναφορά σε Χριστούγεννα που θα συναντήσω. Τριγύρω, σημαίες κρατών κρέμονται από τους τοίχους, ανάμεσα τους και η ελληνική. Ένα μικρό ποντικάκι με κοιτά με περιέργεια και λιγούρα πίσω από μια σημαία.
Αποφάσισα να προσφέρω στον εαυτό μου λίγη ακόμα πολυτέλεια αυτή την παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έτσι αντί να χάσω 8 ώρες στριμωγμένος σε ένα λεωφορείο για το Nouakchott, παίρνω εσωτερική πτήση της Mauritanial airlines με €50. Άλλωστε είναι εμπειρία όχι μόνο το να δω την ακτή του Cap blanc από ψηλά, αλλά κυρίως την υψηλή κοινωνικοοικονομική τάξη της χώρας που ταξιδεύει αεροπορικώς. Οι θέσεις των επιβατών δεν είναι αριθμημένες και μια πολύ όμορφη νεαρή κοπέλα με προσκαλεί να κάτσω δίπλα της. Φορά χρυσό ρολόι και πολλά κοσμήματα, το μακιγιάζ της είναι ιδιαίτερα επιτηδευμένο και εκδηλώνει υπέρμετρο ναρκισσισμό βγάζοντας συνεχώς selfies. Είπα να μας βγάλω κι εγώ μερικές.
Nouakchott
Η πρωτεύουσα της χώρας δεν αποτελεί συνήθως πόλο έλξης για τους επισκέπτες. Αν αναζητήσει κανείς τυπικά αξιοθέατα ή φυσική ομορφιά, πράγματι θα απογοητευτεί. Στην Αφρική γενικότερα όμως, το ενδιαφέρον βρίσκεται στους καθημερινούς ρυθμούς και τις συνθήκες ζωής των κατοίκων, και αυτό εμένα με συναρπάζει.
Αυτή τη φορά επιλέγω για τη διαμονή μου ένα πιο κεντρικό κατάλυμα, το Triskell που είναι δημοφιλές στους backpackers. Διαθέτει σκηνές αλλά και δωμάτια, επιλέγω το 2ο στα €16 τη μέρα. Οι Μαυριτανοί όπως έχω ήδη διαπιστώσει δεν έχουν ιδιαίτερη κινητικότητα τη μέρα, οι ελπίδες μου να βρω ανοιχτό εστιατόριο με θαλασσινά αυτή την ώρα εξανεμίζονται. Εγω κάνει τον κύκλο όλου του κεντρικού τομέα της πόλης και η ζέστη με καταβάλλει. Μετά από πολλά χιλιόμετρα περπάτημα θα καταλήξω σε ένα μέτριο Ασιατικό. Στο μενού υπάρχει μπίρα και ενθουσιάζομαι με την απρόσμενη προοπτική, όμως με πληροφορούν ότι όπως είναι λογικό, είναι χωρίς αλκοόλ. Με το Baba έχουμε ραντεβού το βράδυ στο γνωστό cafe για ναργιλέδες όπου θα ευχηθώ μέσω βιντεοκλήσης, Καλή Χρονιά στα αγαπημένα μου πρόσωπα. Δεν υπάρχει κανένας εορτασμός στη χώρα αυτή, όμως από σπίτι παρακείμενο του ξενοδοχείου μου ακούγονταν μουσική μέχρι αργά, πιθανόν από κάποια παρέα expats.
Η τελευταία μέρα αφιερώνεται στα λίγα αξιοθέατα της πρωτεύουσας, το πρώτο πράγμα όμως που θα κάνω το πρωί είναι να πάω στο κέντρο υγείας για το τεστ COVID που είναι απαραίτητο για την επιστροφή μου. Το τεστ είναι δωρεάν και η ουρά αναμονής τεράστια στην εξωτερική πόρτα του κέντρου που στις 8π.μ δεν έχει ανοίξει ακόμα. Οι αποστάσεις δεν τηρούνται και κάποιες γυναίκες έχουν εμφανή συμπτώματα της ίωσης. Γράφω το όνομά μου σε μια λίστα, είμαι 61ος. Κατά τις 8:30 αρχίζουν να καλούν τα πρώτα άτομα της λίστας, κάποια στιγμή η πόρτα ανοίγει για να περάσει ένα αυτοκίνητο και ξεγλιστράω μέσα. Η αρίθμηση άλλωστε δεν τηρείται τελικά. Το τεστ είναι φαρυγγικό, η μπατονέτα ίσα που αγγίζει τη γλώσσα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχουν λίγα κρούσματα εδώ.
Βολτάρω στην κεντρική αγορά της πόλης, κι εδώ οι αντιθέσεις είναι μεγάλες. Η φτώχεια είναι χαρακτηριστική μιας τριτοκοσμικής χώρας ενώ στο φόντο φιγουράρουν κάποια θηριώδη κτίρια, όπως το μοντέρνο νεόδμητο της εταιρίας των ορυχείων σιδήρου.
Αργότερα συναντώ το Baba και πάμε μια βόλτα για φαγητό, περνώντας από το Μεγάλο Τζαμί και μια μικρή αγορά με σουβενίρ χωρίς ενδιαφέρον. Μιας και ο Baba δε δέχεται χρήματα για το χρόνο του, το ελάχιστο που μπορώ να κάνω είναι να κεράσω φαγητά ποτά και ναργιλέδες όλες τις φορές που βγήκαμε.
Η ακτή με τις βάρκες στο Nouakchott είναι διαφορετική από εκείνη του Nouadhibou. Εδώ δεν υπάρχει προβλήτα, οι βάρκες είναι παραταγμένες σε ατελείωτους στοίχους πάνω στην άμμο και άλλες παλεύουν με τα τεράστια κύματα καθώς τα πληρώματα πασχίζουν να τις βγάλουν έξω. Οι πολύχρωμες, σαν κέντημα διακοσμήσεις των ξύλινων σκαριών συνθέτουν κι εδώ μια πανδαισία των αισθήσεων. Ο Baba με συμβουλεύει να είμαι διακριτικός με τη φωτογράφιση ανθρώπων, οι Σενεγαλέζοι έχουν εχθρική στάση. Εγώ πάλι έχω τον τρόπο μου, δεν είμαι αδιάκριτος αλλά ούτε αντιμετωπίζω κάποιο θέμα στην παραλία ή στην ψαραγορά.
Η αγορά των καμήλων βρίσκεται στα περίχωρα της πρωτεύουσας και χρειάστηκαν τρία διαδοχικά ταξί για να φτάσουμε μέχρι εδώ. Φυσικά χωρίς το Baba δεν υπήρχε περίπτωση να μετακινηθώ παρά μόνο με private taxi.
To camel market του Nouakchott είναι εξωπραγματικό! Εκατοντάδες καμήλες κατακλύζουν το χώρο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Το camel market στη Hargeisa της Σομαλιλάνδης είναι ελάχιστο μπροστά σε αυτό. Το απεγνωσμένο μουγκανητό μιας καμήλας μου αποσπά την προσοχή. Γύρω στα 10 άτομα καταπιέζουν το ζωντανό προσπαθώντας να το ανεβάσουν πάνω στην καρότσα ενός pickup. Τελικά τα καταφέρνουν και το ζώο ηρεμεί. Κάποια ζώα είναι ανήσυχα και φοβούνται όταν τα πλησιάζω, κάθε πλάσμα όμως είναι δεκτικό στην αγάπη και αν το προσεγγίσεις με υπομονή, δέχεται τα χάδια σα μωρό. Τα ζώα που έχουν έναν αριθμό πάνω τους προορίζονται άμεσα για σφαγή, στην αγορά αυτή οι ψυχές ανακυκλώνονται συνεχώς. Το ίδιο θλιβερά είναι βέβαια και στα σφαγεία αιγοπροβάτων και βοοειδών στο δυτικό κόσμο, απλά αυτά δεν τα βλέπουμε.
Το απόγευμα με βρίσκει να αναμένω με ανυπομονησία το αποτέλεσμα του μοριακού τεστ που ευτυχώς βγήκε αρνητικό και θα επιστρέψω στην πατρίδα μου.
Η Μαυριτανία είναι ένας εντυπωσιακός τόπος με εξαιρετικά φιλικούς ανθρώπους που μου χάρισε αλησμόνητες αναμνήσεις. Η ερημική απομόνωση του τόπου τον καθιστά ιδανικό για μοναχικό ταξίδι και εσωτερική αναζήτηση. Οι μέρες που είχα διαθέσιμες μου φάνηκαν αρκετές, αν είχα περισσότερες δε νομίζω πως θα έβρισκα πολλά ακόμα σημεία ενδιαφέροντος. Ίσως μόνο την απομακρυσμένη πόλη Oyalata και κάποια μικρά χωριά στο νότο, στον ποταμό Σενεγάλη, τα οποία μπορώ να εξερευνήσω σε μελλοντικό ταξίδι στην ομώνυμη χώρα.
©Αλέξανδρος Τσούτης