Φωτογραφίες
Μπαγκλαντές
🇧🇩
Το Bangladesh είναι ένα μικρό Ασιατικό κράτος στον κόλπο της Βεγγάλης. Συνορεύει κυρίως με την Ινδία, που το περικλείει από τα δυτικά, τα βόρεια και τα ανατολικά, με εξαίρεση ενός μικρού ανατολικού τμήματος όπου συναντά τη Μυανμάρ. Πρόκειται για μια σχεδόν επίπεδη χώρα, που τη διασχίζει ένα σύμπλεγμα εκατοντάδων ποταμών, μεταξύ άλλων ο Γάγγης και ο Βραχμαπούτρα, σχηματίζοντας δαιδαλώδεις υδάτινους δρόμους και το δέλτα της Βεγγάλης που αποτελεί το μεγαλύτερο στον πλανήτη.
Παρά τη μικρή του έκταση -περίπου όση η Ελλάδα- έχοντας πληθυσμό 180.000.000 ψυχών θεωρείται από τις πιο ασφυκτικά πυκνοκατοικημένες παγκοσμίως, ενώ η φτώχεια και οι φυσικές καταστροφές από τις ετήσιες πλημμύρες, κάνουν τις συνθήκες διαβίωσης δυσμενείς.
Η ιστορία του τόπου αυτού με τις πολυπληθείς εθνοτικές ομάδες χάνεται βαθιά μέσα στο χρόνο. Στη σύγχρονη ιστορία του, μετά το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας των Ινδιών, αποσχίστηκε το 1947 ως ανατολικό Πακιστάν, δεδομένης της μουσουλμανικής του ταυτότητας και παρά τη γεωγραφική απόσταση με το υπόλοιπο Πακιστάν, για να κερδίσει τελικά την πλήρη ανεξαρτησία του το 1971. Σήμερα θεωρείται μια αναπτυσσόμενη χώρα. Τα πλούσια σε νερό και θρεπτικά συστατικά εδάφη της, την αναγάγουν σε σημαντική παραγωγό αγροτικών προϊόντων, όμως αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας που λόγω του χαμηλού κόστους σε εργατικό δυναμικό, είναι παγκοσμίως ανταγωνιστική.
Το Bangladesh είναι μια από τις λιγότερο επισκέψιμες χώρες της Ασίας. Καθώς στερείται των τυπικών μνημείων και αξιοθέατων της γειτονικής Ινδίας, αλλά πλεονάζει σε υπερπληθυσμό, ανέχεια και ρύπους, δεν αποτελεί έναν δελεαστικό προορισμό για τουρισμό. Αυτό που προσωπικά συνάντησα όμως, ήταν ένα πολύχρωμο χαοτικό ψηφιδωτό που μου χάρισε αξιομνημόνευτες εικόνες και δυνατές εμπειρίες.
Άνθρωποι
Οι Μπανγκλαντεσιανοί, παρά τη βαθιά φτώχια τους, είναι ιδιαίτερα φιλικοί, καλόκαρδοι και υπομονετικοί. Είναι λαός στωικά προσαρμοσμένος σε έναν τρόπο ζωής όπου ζει κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, συχνά σε άθλιες συνθήκες, όπου για να μετακινηθεί κανείς στις πόλεις θα πρέπει ο χρόνος να αποτελεί γι’ αυτόν έννοια άνευ σημασίας, αλλά που διατηρεί την ευγένεια και το χαμόγελο. Παρά τις επιφυλακτικές συμβουλές που είχα λάβει σχετικά με την ασφάλεια στο δρόμο ειδικά τις βραδινές ώρες, δεν ένιωσα τον παραμικρό φόβο.
Στα κοινωνικά προβλήματα του τόπου, πρόσφατα προστέθηκε και η ανθρωπιστική κρίση από τις προσφυγικές ροές των Rohingya, μουσουλμανικών πληθυσμών που καταπατήθηκαν τα δικαιώματά τους και εκδιώχτηκαν από το καθεστώς της γειτονικής Μυανμάρ.
Τόποι
Η πρωτεύουσα Dhaka, με πληθυσμό άνω των 16 εκατομμυρίων σε αρκετά μικρή έκταση, είναι η πιο χαοτική πόλη που έχω βρεθεί, με αδιανόητο κυκλοφοριακό πρόβλημα, ρύπανση και έλλειψη υποδομών. Η ζέστη, η υγρασία, το καυσαέριο, ο θόρυβος, τα σκουπίδια, σε συνδυασμό με τον άναρχο συνωστισμό ανθρώπων και τροχοφόρων, καθιστούν τις συνθήκες αβάσταχτες. Σε απόσταση 60χλμ από τη Dhaka, βρίσκεται το Sonargaon, μια ιστορική περιοχή που αποτελούσε παλιά πρωτεύουσα και όπου σώζονται λίγα μνημεία της αυτοκρατορίας των Mughal και της μετέπειτα βρετανικής κυριαρχίας.
Εκτός από τις επίπεδες περιοχές και τους υδάτινους δρόμους, στη χώρα θα συναντήσει κανείς και λίγα υψίπεδα με αειθαλή δάση και καλλιέργειες τσαγιού στη βόρεια περιοχή Silhet και άλλες. Νοτιοδυτικά βρίσκεται το Sundabarns, το μεγαλύτερο δάσος μαγκρόβιων στον κόσμο και σημαντικό υδροβιότοπο όπου μεταξύ άλλων επιβιώνει και πληθυσμός της Βεγγαλικής τίγρης.
Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Chittagong, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια, και το Cox Bazar όπου θα συναντήσει κανείς τη μακρύτερη αδιάκοπη παραλία στον κόσμο, εκτεινόμενη σε 120χλμ.
Σε μια χώρα με τόσο εκτενές υδάτινο δίκτυο μετακίνησης, αξίζει κανείς να περιηγηθεί και με πλωτά μέσα μεταφοράς.
Ο τόπος που δεν επιθύμησε κανείς…
Αύγουστος 2019
Τα εύλογα ερωτήματα που θα θέσει κανείς σε σχέση με την επιλογή του προορισμού αυτού, τα έθεσα κι εγώ στον εαυτό μου. Γιατί να πάει κανείς στο Μπαγκλαντές για διακοπές, μια χώρα φτωχή, βρόμικη, χαοτική, εντυπωμένη στη συνείδησή μας ως τόπο απ’ όπου κάποιος επιθυμεί μόνο να διαφύγει; Ο πιθανός λόγος είναι ο ταξιδιωτικός μου εθισμός. Προορισμοί που δεν έχουν αλλοιωθεί ακόμα από ορδές τουριστών, αναζήτηση μοναδικών εικόνων, ξεχωριστών εμπειριών και εξωτικών πολιτισμών, γνωριμία με ανθρώπους που έχουν έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από τα δικά μας δεδομένα, χώρες που τις ονομάζουν “τριτοκοσμικές”… όλα αυτά με ελκύουν ιδιαιτέρως. Έτσι, αποφάσισα να συνεχίσω τη σταθερή συνήθειά μου και να απαρνηθώ για ακόμα μια χρονιά το ελληνικό γαλάζιο, που ομολογώ πως μου λείπει όταν κοιτώ τις αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Θα αποφασίσω να ταξιδέψω ολομόναχος σε έναν τόπο που κανένας γνωστός μου δεν έχει επισκεφθεί, και που φημίζεται τη θερινή περίοδο των μουσώνων για καταστροφικές πλημμύρες, αποτελώντας λεκάνη αποστράγγισης των Ιμαλαΐων. Θεωρείται ίσως το χειρότερο μέρος στον κόσμο για να βρεθεί κανείς την εποχή αυτή και λίγες μέρες πριν την αναχώρησή μου διάβαζα ειδήσεις για εκατοντάδες ανθρώπινα θύματα. Αυτή ήταν και η κύρια ανησυχία μου, οι καιρικές συνθήκες και πόσο οι βροχές θα μου επέτρεπαν να περιηγηθώ. Εφοδιάστηκα με ένα ζευγάρι γαλότσες που θα μου ήταν χρήσιμες και στο επόμενο σκέλος του ταξιδιού μου, στην Ινδονησία και τη ζούγκλα των νησιών Mentawai. Ένας επιπλέον παράγοντας ανησυχίας προστέθηκε μόλις έφτασα, όταν με ενημέρωσαν πως μια επιδημία Δάγκειου πυρετού, επίσης με πολλά θύματα, είχε ξεσπάσει στη χώρα.
Προσγειώνομαι στο αεροδρόμιο της Dhaka με μια πολύ άνετη πτήση, καθώς είχα την τύχη της δωρεάν αναβάθμισης σε business class από την Qatar airways. Με την ίδια πτήση κατέφθασαν και μόλις 3 ακόμα Ευρωπαίοι για επαγγελματικούς λόγους, ένας εξ αυτών Έλληνας εισαγωγέας ρούχων. Δε θα συναντήσω κανέναν άλλο δυτικό σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στη χώρα! Με αργές γραφειοκρατικές διαδικασίες προχώρησε η έκδοση της βίζας (€46) και τα απαραίτητα χειρόγραφα που συμπλήρωσε ο υπάλληλος, με μια μικρή κατσαρίδα να του κάνει παρέα. Περιέργως δε θα δω το απεχθές έντομο πουθενά αλλού στη χώρα, ούτε καν στις παραγκουπόλεις και τους σκουπιδότοπους. Θα τις συναντούσα, όλες μαζί κάποιες μέρες αργότερα στο Βόρνεο, όπου είχαν πάει μάλλον διακοπές. Μετά από την παραλαβή των αποσκευών, υπήρχε άναρχος συνωστισμός για έλεγχο, αλλά όταν έφτασε η σειρά μου είχα ειδική μεταχείριση ως δυτικός. Το παζάρι με τους ταξιτζήδες είναι συνήθης υποδοχή σε τέτοιες χώρες, αλλά το περιθώριο διαπραγμάτευσης ήταν μεγάλο και οι τιμές πολύ χαμηλές. Απουσία κλιματισμού -για λόγους οικονομίας- πήρα την πρώτη δόση κυκλοφοριακής ασφυξίας, με το αμάξι εγκλωβισμένο μεταξύ ανθρώπων, τρίκυκλων και υπαίθριων μικρομάγαζων, μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο που ήταν μέτριο αλλά καθαρό, με μέση τιμή για τα δεδομένα της Ασίας. Αφού με ενημέρωσαν πως για λόγους ασφαλείας, το βράδυ δεν θα πρέπει να απομακρύνομαι, τους αγνόησα και βγήκα έξω στην κοντινή υπαίθρια αγορά για κοινωνικές επαφές και βραδινές φωτογραφίες. Στα μαγαζάκια και τους υπαίθριους πάγκους πωλούνταν τα πάντα, από ρούχα, ηλεκτρονικά, μέχρι… αβγά τα οποία καθάριζαν με τα άπλυτα χέρια τους οι πωλητές, υπό το ρομαντικό φως καμινέτων πετρελαίου. Η παρουσία μου όπως ήταν φυσικό προκαλούσε εντύπωση, ειδικά στο νεαρό κόσμο που μου ζητούσε να τον φωτογραφήσω και να με φωτογραφίσουν, ενώ με κάλεσαν στα μαγαζιά τους για ανταλλαγές πολιτισμικών πληροφοριών. Η συμβουλή της ημέρας ήταν πως στην ισλαμική χώρα δε συνηθίζονται τα σορτσάκια, γιατί θεωρούνται ασεβής ενδυμασία. Πράγματι δεν είδα πουθενά τις επόμενες μέρες κάποιον με κοντό παντελόνι μέσα στην ανελέητη ζέστη, αλλά ούτε έδωσε κανείς σημασία και στο δικό μου ντύσιμο.
Υπό το φως της επόμενης μέρας, κίνησα για την εξερεύνηση της Dhaka, μιας πόλης που με 18 εκατομμύρια κατοίκους σε μικρή γεωγραφικά έκταση, είναι το πιο ασφυκτικό μέρος που έχω βρεθεί. Από την πρώτη στιγμή βίωσα τόσο ακραία χαοτικές συνθήκες πολυκοσμίας, θορύβου, ζέστης και ρύπανσης, που η Ινδία πλέον μου έμοιαζε με… Ελβετία. Θα κινηθώ με rickshaws, τα τρίκυκλα ποδήλατα-ταξί που κατακλύζουν την πόλη αυξάνοντας δραματικά το κυκλοφοριακό πρόβλημα. Ανεπίσημα υπολογίζονται περί τις 800.000 και δεν επιτρέπεται να κινούνται στις πιο μεγάλες οδικές αρτηρίες. Άλλη εναλλακτική είναι τα CNG, δηλαδή μηχανοκίνητα τρίκυκλα φυσικού αερίου παρόμοια με τα tuk-tuk άλλων χωρών της Ασίας, τα οποία προσωπικά δε συμπάθησα γιατί εκτός του ότι είναι ακριβότερα, έχουν πυκνά κάγκελα στη θέση των παραθύρων και περιορίζουν τη θέα. Το κόστος για μια διαδρομή με rickshaw, που ανάλογα με την απόσταση και την κίνηση μπορεί να διαρκέσει 1 ή 2 ώρες, κυμαίνεται με διαπραγμάτευση γύρω στα 100 tika (€1). Βλέποντας όμως το μόχθο των ανθρώπων αυτών, που βγάζουν το ψωμί τους σε αυτή την απάνθρωπη εργασιακή συνθήκη, δε γίνεται να μην τους ανταμείψεις παραπάνω. Πολλοί μάλιστα δε μεταφέρουν ένα μόνο άτομο αλλά ολόκληρη οικογένεια!
Έχω σημαδέψει στο GPS κάποια σημεία ενδιαφέροντος και ξεκινάω από τα πιο μακρινά με σκοπό να περπατήσω στα υπόλοιπα. Ευτυχώς ο καιρός είναι καλός, με αφόρητη βέβαια ζέστη και υγρασία που έκανε τον ιδρώτα να κυλά ασταμάτητα. Από την περιοχή Tejgaon όπου διέμενα, επιβιβάστηκα σε rickshaw κατευθυνόμενος προς την παλιά πόλη της Dhaka και το φρούριο Lalbagh, μέσα από στενά δαιδαλώδη σοκάκια που θύμιζαν το παλιό Δελχί. Το μνημείο δυστυχώς ήταν κλειστό τις Κυριακές, οπότε αρκέστηκα σε μερικές εξωτερικές φωτογραφίες. Από εκεί συνέχισα εξερευνώντας τα σοκάκια και αρχίζοντας να προσαρμόζομαι στις συνθήκες συνωστισμού ανθρώπων και οχημάτων που κινούνταν μανιασμένα, σε συνδυασμό με τη ζέστη και τις οσμές από τους ανοιχτούς υπονόμους.
Κάποια στιγμή έφτασα στις όχθες του ποταμού Buriganga, της κύριας υδάτινης οδού που διασχίζει τη Dhaka. Ένας καταιγισμός εικόνων μπέρδεψε τις αισθήσεις μου αντικρίζοντας το παραποτάμιο σκηνικό. Δε μπορούσα να καταλάβω αν επρόκειτο για κάτι όμορφο ή αποκρουστικό, αν ήταν ένα αυθεντικό δείγμα εξωτισμού ή η κόλαση επί γης. Παντού υπήρχαν σκουπίδια που αλλού κάλυπταν το έδαφος με ένα παχύ στρώμα κι αλλού σχημάτιζαν λόφους. Κάτω από αυτοσχέδιες σκηνές άνθρωποι ξεδιάλεγαν τα προς πώληση. Στα βρόμικα νερά του ποταμού, βαρκάρηδες κρατώντας ομπρέλες περίμεναν στωικά τους επιβάτες για να τους μεταφέρουν στην απέναντι όχθη. Λίγο παραπέρα, εργάτες κουβαλούσαν τεράστια σακιά γεμάτα μικρά κομμάτια πλαστικών που τακτοποιούνταν επάνω σε μουσαμάδες με βάση το χρώμα, μετατρέποντας το τοπίο σε αλλόκοτα ειδυλλιακό. Τελικά όλο αυτό το συνονθύλευμα με συγκλόνησε και με συνεπήρε, αποφάσισα για ακόμα μια φορά ότι απολαμβάνω αυτό τον κόσμο στον οποίο έχω χαθεί αποσυνδέοντας για λίγο τους δεσμούς μου με την καθημερινότητα του δυτικού πολιτισμού. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, πρόσχαροι και απολύτως δεκτικοί απέναντι στο σπάνιο επισκέπτη και τη φωτογραφική μηχανή. Ο παραποτάμιος δρόμος θύμιζε βομβαρδισμένη ζώνη. Σκόνη, βρομόνερα, άνθρωποι στα σκουπίδια και κάποια μισοκατεδαφισμένα κτίρια. Είδα ανθρώπους να ζουν στα εναπομείναντα ετοιμόρροπα δωμάτια, στην άκρη του κενού. Δε συνάντησα πολλά παιδιά σε αυτές τις εργασίες, περισσότερο θυμάμαι ένα αγόρι και ένα κορίτσι που είχαν συγκεντρώσει διαλυμένες πλαστικές κούκλες.
Συνεχίζοντας την πορεία, μαγεύτηκα ακόμα περισσότερο αντικρίζοντας ένα πλήθος από ξύλινες πιρόγες στα νερά του ποταμού, να κινούνται ανάμεσα σε μεγάλα πλοία μεταφέροντας επιβάτες. Το σκηνικό παρέπεμπε ευθέως στη Βενετία, σε μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της. Άνδρες και γυναίκες επιβιβάζονταν και αποβιβάζονταν από τις βάρκες, οι μεν φορώντας τα παραδοσιακά lungi, υφάσματα τυλιγμένα γύρω από τη μέση, οι δε συνήθως με niqab καλύπτοντας και το πρόσωπο σύμφωνα με τα ισλαμικά πρότυπα. Μικρά παιδιά έκαναν βουτιές στα ακάθαρτα νερά του ποταμού. Λίγο παρακάτω, πίσω από ένα φράχτη από λαμαρίνες που διαχώριζαν τη γαλήνη από την παράνοια, βρίσκονταν ένα εντυπωσιακά περίτεχνο ροζ κτίριο με καταπράσινο κήπο. Πρόκειται για το μουσείο Ahsan Manzil που αποτελούσε στο παρελθόν βασιλική κατοικία και είναι ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία στη χώρα, όμως παρ’ ότι ήταν στη λίστα των αξιοθέατων που είχα επισημάνει, τελικά αρκέστηκα κι εδώ σε μια σύντομη εξωτερική ματιά. Ήταν τόσο έντονα αυτά που βίωνα μέσα σε αυτή τη λαοπλημμύρα που δεν ήθελα να την εγκαταλείψω για καμία ανάπαυλα ηρεμίας, επιμένοντας στη σκόνη και τους ποταμούς ιδρώτα. Σε μικρή απόσταση και αφού διέσχισα κι άλλους σκουπιδότοπους αλλά και πολλούς πάγκους όπου πουλούσαν οπωροκηπευτικά, έφτασα στο λιμάνι του Sadarghat. Πάνω σε πλωτές προβλήτες ήταν δεμένα μεγάλα επιβατηγά ποταμόπλοια αναμένοντας να σαλπάρουν για τους διάφορους προορισμούς. Από εδώ θα έπαιρνα λίγες μέρες μετά και το δικό μου για το νότο. Κάποιοι βαρκάρηδες προσπαθούσαν να μου πουλήσουν βόλτα στο ποτάμι ενώ κάποιοι άνδρες πλένονταν στα θολά νερά. Τελικά διαπραγματεύτηκα την ευτελή τιμή για βαρκάδα μιας ώρας, ώστε να απολαύσω τις εικόνες από άλλη οπτική γωνία και να ανακάμψω λίγο από την κόπωση της απότομης προσαρμογής στο βάναυσο αυτό κλίμα. Είμαι μόλις στην πρώτη μέρα από τον ένα σχεδόν μήνα περιπλάνησης στην Ασία και έχω πάρει ήδη υπερβολική δόση εικόνων. Ο βαρκάρης πλοηγούσε το πλεούμενο με ένα μοναδικό κουπί στην πρύμνη, ανάμεσα σε δεκάδες βάρκες και μεγάλα πλοία. Το κυκλοφοριακό κομφούζιο κυριαρχεί και στις υδάτινες οδούς και το ζήτημα της ασφάλειας προκαλεί και σε αυτή την περίπτωση τρόμο. Το καρυδότσουφλο ταλαντεύονταν στα απόνερα των διερχόμενων μαούνων και ως συνήθως ανησυχούσα πρωτίστως για το φωτογραφικό μου εξοπλισμό παρά για τον πνιγμό μου μέσα στα απόβλητα. Στις όχθες του Buriganga αλλά και των άλλων ποταμών, κείτονται πολλά σκουριασμένα πλοία για επισκευή ή αποσυναρμολόγηση και ανακύκλωση.
Μετά και από τη μικρή ανάπαυλα συνέχισα κι άλλο στα σοκάκια της παλιάς Dhaka, τα μικρά μαγαζιά του Indian road και στη συνέχεια με rickshaw έφτασα στον κεντρικό σταθμό τρένων Kamalapur όπου ήλπιζα να δω αρκετή κινητικότητα, εν όψει της επικείμενης μουσουλμανικής εορτής του Eid. Εξωτερικά επρόκειτο για ένα ιδιαίτερο τσιμεντένιο αρχιτεκτόνημα με πολλούς θόλους στηριγμένους σε αντίστοιχες κολόνες. Περιέργως για τα δεδομένα της χώρας και μάλιστα σε παραμονές εορτής, ο κόσμος ήταν λίγος και ο σταθμός σε καλή κατάσταση. Υπήρχαν αρκετοί ζητιάνοι, κάτι που όπως εύκολα φαντάζεται κανείς συναντάται πολύ στο Bangladesh. Η πρακτική του να ταξιδεύουν επιβάτες πάνω στην οροφή των βαγονιών ήταν περιορισμένη και οι σταθμάρχες αυστηροί, ενώ ενίοτε επέβαλλαν τους κανόνες ασκώντας βία με το ραβδί τους.
Μετά από πολύτιμες πληροφορίες που έλαβα κατόπιν chatting με ντόπιους που μου σύστησε μια φίλη από την Ελλάδα, αποφάσισα τις επόμενες μέρες να αναζητήσω και να επισκεφτώ κάποιες από τις παραγκουπόλεις της Dhaka. Αρχής γενομένης από το Karail slum. Φτάνοντας εκεί, δε διέκρινα μεγάλη διαφορά από την υπόλοιπη πόλη, μιας και παράγκες υπήρχαν και σε άλλα σημεία. Απλώς εδώ δε συναντούσες καμία από τις πολυκατοικίες-κουτιά που υπήρχαν αλλού, παρά μόνο πρόχειρες λαμαρινοκατασκευές, πολλή λάσπη και οσμές που μαρτυρούσαν πως ο δρόμος χρησιμοποιούνταν ως αποχωρητήριο. Οι άνθρωποι ήταν κι εδώ πολύ φιλικοί και χαμογελαστοί παρά τη φτώχια. Μπήκα στα κατώφλια των παραπηγμάτων τους και μερικά μπαλόνια που είχα, χάρισαν λίγη χαρά στα παιδιά που μάλλον δεν έβλεπαν συχνά κάποιον δυτικό εκεί. Τα τσουκάλια που σιγόβραζαν έδειχναν πως δεν υπήρχε έλλειψη σε φαγητό και τριγύρω λειτουργούσαν μαγαζιά κάθε είδους, από μικρά παντοπωλεία μέχρι ραφεία, κουρεία και βέβαια σχολείο. Αρκετά διαδεδομένη θα πρέπει να ήταν η ψείρα καθώς είδα συχνά, μανάδες να ξεψειρίζουν παιδιά και παιδιά τις μανάδες. Για όσο χανόμουν στα στενά δρομάκια οι εικόνες επαναλαμβάνονταν, μέχρι το σημείο που τελειώνει ο οικισμός σε μερικά ισχνά περιβόλια και μια μικρή λίμνη που χωρίζει τις παράγκες από τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Στη λίμνη χύνονταν ελεύθερα οχετοί και τα ιπτάμενα έντομα ήταν ανησυχητικά πολλά. Το πιο παράδοξο όμως είναι πως η παραγκούπολη Karail συνορεύει με δύο από τα πλουσιότερα προάστια της Dhaka, το Banani και το Gulshan. Σε αυτές τις μικρές περιοχές κυριαρχούν πολυτελείς βίλες, γυάλινα κτίρια και μερικά ακριβά ξενοδοχεία. Μπήκα σε ένα κατάστημα για να δροσιστώ με ένα παγωτό, αλλά πληρώνοντας €6 ντράπηκα, αναλογιζόμενος πως αυτή η μικρή πολυτέλεια κοστίζει ίσως και 3 φορές περισσότερο από το ημερήσιο εισόδημα πολλών.
Τις επόμενες μέρες θα επισκεφτώ έναν ακόμα σιδηροδρομικό σταθμό, κοντά στο αεροδρόμιο αλλά και άλλα σημεία της σιδηροτροχιάς που διασχίζει την πόλη. Στα παραπήγματα από λαμαρίνες που ήταν στημένα κατά μήκος της διαδρομής, οικογένειες διαβίωναν σε σοκαριστικά φτωχικές, ακόμα χειρότερες συνθήκες από αυτές του Karail, ενώ μικρά παιδιά κυκλοφορούσαν στις γραμμές χωρίς κανείς να ανησυχεί για τον προφανή κίνδυνο. Το βράδυ συναντήθηκα με τον άνθρωπο από το τοπικό ταξιδιωτικό πρακτορείο που μου είχε εξασφαλίσει το εισιτήριο για το ιστορικό ποταμόπλοιο, καθώς δεν υπάρχει online σύστημα και οι μέρες εκείνες είχαν μεγάλη κοσμοσυρροή. Σημείο συνάντησης ήταν το εμπορικό κέντρο Bashundara που θα με εξυπηρετούσε αρκετές φορές ως λύση για φαγητό μιας και διέθετε food court με πολλά ταχυφαγεία μέτριας ποιότητας που δεν ανταποκρίνονταν στην τιμή. Ρώτησα το Jafar για την περίπτωση του να πάρω λεωφορείο προς κάποια μακρινή πόλεις όπως το Cox Bazar, αλλά μου το απέκλεισε ευθέως λέγοντάς μου πως οι 11 ώρες της διαδρομής πιθανότατα θα γίνονταν 24 με την κίνηση των ημερών αυτών. Ακόμα και η περίπτωση πτήσης μου φαινόταν σπατάλη χρόνου, υπολογίζοντας τη μετάβαση και αναμονή στα αεροδρόμια, οπότε αποφάσισα να αρκεστώ σε πιο εφικτό πρόγραμμα. Άλλωστε ήμουν τόσο εκστασιασμένος από τις εικόνες της Dhaka!
70χλμ από τη Dhaka βρίσκεται το Sonargaon που αποτέλεσε μια από τις παλιές πρωτεύουσα και την οποία θα επισκεφτώ με τοπικό λεωφορείο. Η αφετηρία ήταν στην περιοχή του Gulistan, ίσως την πιο χαοτική της Dhaka, όπου τα λεωφορεία ήταν διασκορπισμένα χωρίς να υπάρχει κάποιος σταθμός, δεν ήξερε κανείς να σε καθοδηγήσει και βέβαια δε μιλούσε κανείς αγγλικά. Το εισιτήριο κόστιζε 30 tika (€0.30) και η διαδρομή ήταν άνετη αλλά με αφόρητη κίνηση. Μετά από αρκετές ώρες φτάνω στο σημείο απ’ όπου ηλεκτροκίνητα rickshaws σε πηγαίνουν μέχρι τον αρχαιολογικό χώρο. Σε έναν ειδυλλιακό χώρο, μια όαση ηρεμίας, σώζονται αρκετά κτίρια χτισμένα με κόκκινους πλίνθους και με περίτεχνες διακοσμήσεις εξωτερικά και εσωτερικά. Οι μόνοι επισκέπτες ήταν ελάχιστοι ντόπιοι, ενώ κάποια στιγμή μπήκαν στο χώρο ο κάτοικοι ενός γειτονικού οικισμού τραγουδώντας και παίζοντας πνευστά, γιορτάζοντας κάτι που δεν κατανόησα. Με κάλεσαν στο χωριό τους αλλά ήταν ήδη αργά και έπρεπε να εξασφαλίσω την επιστροφή μου. Στα πρόθυρα της Dhaka, η κίνηση ήταν και πάλι τόσο ασφυκτική που όλοι οι επιβάτες αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με τα πόδια.
Η ημέρα της “κρουαζιέρας” έφτασε και το ποταμόπλοιο επρόκειτο να σαλπάρει στις 6 το απόγευμα. Άφησα στο ξενοδοχείο το βαρύ σακίδιο πλάτης, παίρνοντας μόνο λίγα ρούχα και τις γαλότσες μέσα σε μια μικρότερη τσάντα κακής ποιότητας που αγόρασα από εκεί και αναγκάστηκα να την επισκευάσω 1-2 φορές στους υπαίθριους τσαγκάρηδες. Αποφάσισα να ξεκινήσω 4 ολόκληρες ώρες πριν, για τη γνωστή πλέον διαδρομή των 6χλμ ως το λιμάνι του Sadarghat, με σκοπό να έχω λίγο χρόνο για βόλτες τριγύρω. Την ημέρα και ώρα εκείνη, η κίνηση ήταν τόσο αυξημένη που κανένας δε δεχόταν να με πάει μέχρι εκεί. Έψαχνα απεγνωσμένα κάποιο CNG και προσφέρθηκαν αρκετοί ντόπιοι να με βοηθήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Επιχείρησα να καλέσω ταξί μέσω της εφαρμογής Uber αλλά απέτυχα, περπατούσα προς το σημείο όπου βρίσκονταν ακίνητο το όχημα και πριν προλάβω μου ακύρωναν την κούρσα. Είχε ήδη περάσει μία ώρα όταν έφτασα στο εμπορικό κέντρο ελπίθζοντας να βρω μέσο. Τελικά κατάφερα και βρήκα CNG σε λίγο πιο υψηλή τιμή και γεμάτος άγχος, καθώς όπως αποδείχτηκε οι 3 ώρες ήταν χρόνος οριακός για να διασχίσω την παρανοϊκή κίνηση της Dhaka εν ώρα αιχμής. Στις διασταυρώσεις την κυκλοφορία ορίζει ο εκάστοτε τροχονόμος, με περιόδους ακινητοποίησης άνω των 15 λεπτών κάθε φορά και επιβάλλοντας την τάξη χτυπώντας οχήματα και ανθρώπους με το ρόπαλό του. Μια ξαφνική καταιγίδα χειροτέρεψε την κατάσταση και με εμπόδιζε να κινηθώ πεζή, άλλωστε ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη η κυκλοφορία ανάμεσα στα οχήματα που δε σταματούν για κανένα λόγο παρά μόνο διεκδικούν λίγο χώρο αψηφώντας αν θα συνθλιβούν από κάποιο μεγαλύτερο ή θα χτυπήσουν κάποιον άνθρωπο.
Το ποταμόπλοιο λοιπόν που απαίτησε τη μοναδική προετοιμασία μου σε αυτό το ταξίδι, εμφανίστηκε επιτέλους μπροστά μου. Αν και το είχα δει σε φωτογραφίες, εντυπωσιάστηκα με την ικανότητα αυτής της άμορφης μάζας λαμαρινών να πλέει. Το Rocket Steamer είναι ένα από τα 3 εν λειτουργία παραδοσιακά ποταμόπλοια της βρετανικής αποικιοκρατικής περιόδου, ηλικίας 100 ετών που εκτελεί το δρομολόγιο για το Hulharat στο νότο. Αντί για προπέλα, την πρόωση αναλαμβάνουν δύο παράπλευροι τροχοί, ενώ το κάρβουνο και η ατμοκίνηση αντικαταστάθηκε τη δεκαετία του ’70 με έναν επίσης παμπάλαιο κινητήρα diesel. Στο πάτωμα της 3ης θέσης δυσκολευόσουν να περάσεις από τον κόσμο που ήταν ξαπλωμένος, κάτι γνώριμο και από την ακτοπλοΐα των ελληνικών νησιών. Περιέργως ο χώρος της 1ης θέσης και η διπλή καμπίνα μου, ήταν πολύ καλύτερα απ΄ ό,τι ανέμενα, αρκετά καθαρά και χωρίς κατσαρίδες. Παρ’ όλο που δεν το σκόπευα αρχικά, άλλαξα γνώμη και αποφάσισα αργότερα να δειπνήσω στη μεγάλη τραπεζαρία. Αποχαιρετούμε τη Dhaka που χρωματίζεται σε βιολετί και πορτοκαλί αποχρώσεις υπό το φως του δειλινού, τις φωτεινές επιγραφές να καθρεφτίζονται στα νερά του Buriganga. Απ’ τα παροπλισμένα πλοία αστράφτουν οι λάμψεις της ηλεκτροσυγκόλλησης και στα άλλα επιβατηγά ποταμόπλοια οι σιλουέτες των επιβατών που διαγράφονται στα πλαίσια της λαμαρίνας δημιουργούν ένα αλλόκοτα όμορφο θέαμα. Στην πλώρη, στο κατάστρωμα της πρώτης θέσης, οι λιγοστοί επιβάτες έχουν διάθεση για κουβέντα. Θα κοιμηθώ σχετικά άνετα κάτω από την κουνουπιέρα που είχα μαζί μου έως τις 5 τα ξημερώματα όταν ξύπνησα από φασαρία. Κάποια στιγμή μου χτύπησαν δυνατά την πόρτα της καμπίνας. Το πλοίο αντίκα είχε χαλάσει και ακινητοποιηθεί στην Chandphur. Με πληροφόρησαν ότι θα επιβιβαζόμασταν σε άλλο πλοίο και θα καθυστερούσε η άφιξή μας τουλάχιστον 5 ώρες. Έπρεπε να πάρω λεωφορείο επιστροφής την ίδια μέρα το βράδυ από την πόλη Khulna, αλλά μάλλον ο χρόνος ήταν αρκετός. Το πιο σύγχρονο πλοίο είχε παρόμοια καμπίνα που μου επέτρεψε να κοιμηθώ ελάχιστα μέχρι την ανατολή και τις εικόνες που ξετυλίγονταν στον περίφημο ποταμό Brahmaputra στον οποίο πλέουμε. Ο συννεφιασμένος ουρανός, τα φοινικόδεντρα, η πλημμυρισμένη γη, οι μικροί παραποτάμιοι οικισμοί, συνθέτουν ένα μοναδικής ομορφιάς σκηνικό, που για ακόμα μια φορά με κάνει να νιώθω πως βρίσκομαι στο στοιχείο μου. Το πλοίο έφτασε στον προορισμό μετά το μεσημέρι και αποβιβαστήκαμε σε μια προβλήτα χωρίς ύπαρξη οικισμού.
Πρόσφερα στον εαυτό μου την πολυτέλεια της μετακίνησης με CNG, σε τιμή αντίστοιχη του παγωτού στη Dhaka. Η επιλογή ήταν σοφή μιας και έντονη καταιγίδα ξέσπασε και αυτή τη φορά είχε διάρκεια. Ήμουν τυχερός όλες αυτές τις μέρες και τώρα ο μουσώνας όφειλε να αποδείξει τη δύναμή του. Έτσι δεν κατάφερα να εξερευνήσω την πόλη του Bagerhat παρά μόνο το ξακουστό Tζαμί των 60 θόλων, το διασημότερο μνημείο της χώρας. Δε μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα από το πλίνθινο τζαμί που δε μπορεί να συναγωνιστεί ακόμα και τα πιο ασήμαντα της γειτονικής Ινδίας. Από το τζαμί πήρα ένα στριμωγμένο αστικό λεωφορείο μέχρι την Khulna, μια πόλη που δε διαφέρει από τις άλλες και απ’ όπου θα ταξιδέψω με πολυτελές νυχτερινό λεωφορείο πίσω στη Dhaka. Δυστυχώς δεν είχα το χρόνο για μια 2-3 ήμερη περιήγηση στο εθνικό πάρκο Sundarbans που δεν απέχει πολύ από την Khulna, άλλωστε η εποχή ήταν ακατάλληλη.
Το Bangladesh δεν είναι καθόλου τουριστική χώρα και δεν υπάρχουν αναμνηστικά ή αξιόλογα χειροτεχνήματα για να αγοράσει κανείς. Όμως η χειροποίητα φιλοτεχνημένη διακόσμηση των rickshaws περιλαμβάνει μικρά έργα παραδοσιακής τέχνης που με ενθουσίασαν, βρήκα τον τόπο κατασκευής τους και απέκτησα μερικά. Στο υπόλοιπο ταξίδι μου στην Ασία, μετέφερα και μια σκουριασμένη ζωγραφιστή λαμαρίνα.
Η εμπειρία μου από τη χώρα αυτή ίσως σε πολλούς φαντάζει μονότονη, βαρετή, χωρίς όμορφα τοπία και έντονες συγκινήσεις. Για εμένα ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Ο τόπος που επιθύμησα πολύ…
©Αλέξανδρος Τσούτης
Share this Post